Tον περασμένο Ιανουάριο, τα αφεντικά της Σίλικον Βάλεϊ, οι τραπεζίτες και οι πολιτικοί των ισχυρότερων δυτικών κρατών που μαζεύτηκαν στο Νταβός, μοιράστηκαν μια ασυνήθιστη εμπειρία. Ο ηγέτης της κομμουνιστικής Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, υπερασπίστηκε με θέρμη την παγκοσμιοποίηση, την ώρα που ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ύψωνε τη σημαία του προστατευτισμού. «Ορισμένοι ενοχοποιούν την οικονομική παγκοσμιοποίηση για το χάος στον σύγχρονο κόσμο. Αν επιστρέφουμε στο λιμάνι με την πρώτη φουρτούνα, τότε δεν θα φτάσουμε ποτέ στην απέναντι ακτή», τόνισε ο Σι, προβάλλοντας τη χώρα του ως παράγοντα σταθερότητας του διεθνούς συστήματος, ικανή να αναπληρώσει εν μέρει το κενό που αφήνει πίσω της η αναδίπλωση της Αμερικής.
Την ερχόμενη Τετάρτη, ο Σι θα εκφωνήσει μιαν άλλη, σημαντική ομιλία ενώπιον πολύ διαφορετικού ακροατηρίου. Ανοίγοντας το 19ο συνέδριο του κινεζικού Κ.Κ., θα καθορίσει τις στρατηγικές κατευθύνσεις για την ερχόμενη πενταετία με σταθερό φόντο το «κινεζικό όνειρο» που ο ίδιος σκιαγράφησε, άμα τη αναλήψει των ηγετικών καθηκόντων του, το 2012: ένα αφήγημα εθνικής ισχύος και ατομικής ευημερίας, που βρήκε χειροπιαστή έκφραση με θεαματικές πρωτοβουλίες, όπως το σχέδιο «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» –μεγάλα επενδυτικά προγράμματα που ενώνουν την Ασία με την Ευρώπη– και η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων (ΑΙΙΒ).
Ταχύτατη ανάδυση
Δεν υπάρχει προηγούμενο τόσο γρήγορης ανάδυσης μιας νέας παγκόσμιας δύναμης – με μόνη πιθανή εξαίρεση τη Γερμανία μετά τον Μπίσμαρκ. Το 1978, όταν ξεκινούσαν οι μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, η Κίνα αντιπροσώπευε λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου εμπορίου. Σήμερα, βρίσκεται στην πρώτη θέση, καλύπτοντας το 25%. Παρά μια φυσιολογική επιβράδυνση, οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν τριπλάσιοι της Δύσης και μέχρι το 2050 η Κίνα αναμένεται να αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Το βαρυτικό πεδίο του ασιατικού γίγαντα δημιουργεί ακατανίκητες ελκτικές δυνάμεις. Παρά την αντίθεση των ΗΠΑ, 56 χώρες μετέχουν ήδη στην ΑΙΙΒ, συμπεριλαμβανομένων στενών συμμάχων τους (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστραλία, Καναδάς, Ν. Κορέα κ.ά.). Η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από την ελεύθερη ζώνη του Ειρηνικού (ΤΤΡ), την οποία πάσχιζε να δημιουργήσει ο Μπαράκ Ομπάμα, άφησε ένα κενό, το οποίο σπεύδει να εκμεταλλευθεί το Πεκίνο. Κάτι ανάλογο συνέβη με την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Μένοντας πιστή στην υπογραφή της, η Κίνα ενίσχυσε το προφίλ της ως υπεύθυνη δύναμη διεθνούς σταθερότητας.
Προκλήσεις και συνύπαρξη
Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη ασιατική χώρα δεν θα μπορούσε, ακόμη κι αν το ήθελε, να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ στον ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα, στο ορατό μέλλον – και όχι μόνο γιατί ωχριά απέναντί τους σε στρατιωτική ισχύ. Η εσωτερική της αγορά δεν έχει την ευρωστία που επιτρέπει στην Αμερική να δρα ως «καταναλωτής τελευταίας καταφυγής». Η οικονομία της βρίσκεται σε φάση μετάβασης από το χαμηλό εργατικό κόστος στην υψηλή προστιθέμενη αξία. Το αναπτυξιακό άλμα έγινε στη χρυσή εποχή της παγκοσμιοποίησης και ο πρόεδρος Σι έχει κάθε λόγο να φοβάται ότι αυτή η εποχή βαίνει προς το τέλος της. Μπορεί ο Τραμπ να αποτελεί την πιο κραυγαλέα απειλή, αλλά η γοητεία του προστατευτισμού διαχέεται πολύ ευρύτερα, αν κρίνει κανείς από τις φωνές που ενισχύονται, στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες, υπέρ της προστασίας στρατηγικών, ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από τα κινεζικά κεφάλαια.
Σ’ αυτές τις προκλήσεις, έρχονται να προστεθούν οι εντάσεις στην Κορεατική Χερσόνησο και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Εν τέλει, το μέγα ερώτημα που αιωρείται στην ατμόσφαιρα, είναι αν μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά μια υπερδύναμη σε υποχώρηση και μια άλλη σε ανάδυση. Η Χίλαρι Κλίντον μάς υπενθύμισε πρόσφατα την περίφημη «παγίδα του Θουκυδίδη», δηλαδή την ανάλυσή του για την άνοδο της Αθήνας και τους φόβους που αυτή ενέπνευσε στους Σπαρτιάτες, ως καθοριστικό παράγοντα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ωστόσο ούτε αυτή ούτε πολύ περισσότερο ο άνθρωπος που βρέθηκε αντ’ αυτής στον Λευκό Οίκο, μας προσέφεραν κάποια απάντηση.
Αλλαγή μοντέλου σε αργή κίνηση
Η πίστη πολλών Αμερικανών αναλυτών, της σχολής Φουκουγιάμα, ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Κίνα θα έφερναν κάποια στιγμή και την πολιτική φιλελευθεροποίηση, δεν δικαιώνονται από την εξέλιξη των πραγμάτων. Αν και μονοκομματικό, το καθεστώς διαθέτει ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση, που δεν έπεσε βέβαια από τον ουρανό. Το ΚΚΚ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι παρέλαβε μια χώρα διαλυμένη από τους πολέμαρχους, τους αποικιοκράτες, τη γιαπωνέζικη κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, και κατάφερε να την αναδείξει σε παγκόσμια δύναμη. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, 700.000.000 Κινέζοι βγήκαν από τη ζώνη της φτώχειας, η οποία προβλέπεται να έχει πρακτικά εξαλειφθεί μέχρι το 2050.
Ωστόσο το κινεζικό μοντέλο φαίνεται να φτάνει στα όριά του, αντιμέτωπο με τα προβλήματα της πυρετικής ανάπτυξης. Τα μεγάλα χρέη επιχειρήσεων και περιφερειών αποτελούν βραδυφλεγή βόμβα, την οποία θα προσπαθήσει να απασφαλίσει σταδιακά η κεντρική τράπεζα με αύξηση των επιτοκίων, κάτι που θα απειλήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Η αύξηση μισθών και συντάξεων, η αποκατάσταση της ελευθερίας των εργαζομένων να μετακινηθούν στο εσωτερικό της χώρας προς αναζήτηση καλύτερης τύχης και η αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης αποτελούν προϋποθέσεις για τη μετάβαση της Κίνας σε ένα νέο, πιο ώριμο και σταθερό μοντέλο ανάπτυξης. Εξίσου πιεστικό χαρακτήρα αποκτούν τα προβλήματα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της πολεοδομίας, καθώς τα νέα, εύπορα μεσοστρώματα έχουν αυξημένες απαιτήσεις για την ποιότητα ζωής. Η υπό τον Σι Τζινπίνγκ ηγεσία δείχνει ότι συνειδητοποιεί την ανάγκη σοβαρών μεταρρυθμίσεων, χωρίς ωστόσο να είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή. Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να δει κανείς τις ολοένα και συχνότερες παρεμβάσεις του Σι στην ιδεολογική σφαίρα, υπέρ του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά» και της επικαιρότητας του μαρξισμού, με αφορμή και την επέτειο των 100 χρόνων από τη ρωσική επανάσταση. Επί του πρακτέου, οι ρυθμοί και η κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων θα εξαρτηθούν από τη νέα ηγεσία που θα αναδειχθεί από το 19ο Συνέδριο. Αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις διεθνών πρακτορείων, από τα επτά μέλη της Εκτελεστικής Γραμματείας του Πολιτικού Γραφείου θα μείνουν στη θέση τους μόνο δύο – ο πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ και βέβαια ο Σι Τζινπίνγκ.
*Πηγή: kathimerini