Είναι χαρακτηριστικό στην πόλη μας ότι, όποτε βρεις παρέες άγνωστων σου ανθρώπων στο λεωφορείο ή αλλού, που μιλούν για την πολιτική κατάσταση, πράγμα που γίνεται συχνότατα, αναφέρονται απαξιωτικά για τον κύριο Τσίπρα και όχι πάντα συνολικά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό δεν γίνεται μόνο τελευταία λόγω των ανθρωποκτόνων και περιβαλλοντοκτόνων πυρκαγιών της Αττικής. Ούτε και λόγω του «Μακεδονικού» μόνο, που, όπως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, το 70 % των κατοίκων της Μακεδονίας είναι αντίθετο με την νέα ονομασία. Και είναι απορίας άξιο να λοιδορείται ο πρωθυπουργός περισσότερο, όταν αυτό ποτέ δεν γινόταν σε τέτοιο βαθμό για τον κύριο Σαμαρά, τον κύριο Παπανδρέου ή τον κύριο Καραμανλή. Φυσικά τέτοιο ξεπούλημα της Δημόσιας περιουσίας και μάλιστα για εξήντα χρόνια η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησαν να κάνουν. Αλλά από την άλλη πλευρά, αυτό που κυρίως αντιλαμβάνεται άμεσα ο κόσμος είναι οι μειώσεις μισθών και συντάξεων και αυτές χωρίς αμφιβολία έγιναν με σφοδρή επιθετικότητα από την Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ.
Πρέπει λοιπόν να ερευνήσουμε, γιατί τόσο μίσος εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά για τον πρόεδρό του, που πολλές φορές παρασέρνει στο ανάθεμα και την πραγματική, όχι την ψευδεπίγραφη Αριστερά. Καταρχήν ο τύπος στο μεγαλύτερό του μέρος είναι αντικυβερνητικός. Και είναι αυτός και κυρίως τα ΜΜΕ, που διαμορφώνουν συνειδήσεις. Έπειτα στην Θεσσαλονίκη τα ποσοστά υπέρ της κυβερνητικής παράταξης ήταν πάντα χαμηλά. Αυτοί ήταν παράγοντες αρνητικοί για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι όμως με μία άλλη φιλολαϊκή πολιτική, όπως αυτή που επαγγελλόταν προεκλογικά σύντομα θα άλλαζαν.
Το πιο σημαντικό λοιπόν είναι ότι η εργατική τάξη στην χώρα ήταν σε εξαιρετικά άσχημη οικονομική κατάσταση το 2015 και το πλήθος των ανέργων την έκανε πιο ασφυκτική. Υπήρχε η υψηλή φορολογία, εκτός του χαμηλότατου για ευρωπαϊκή χώρα επιπέδου μισθών και συντάξεων, υπήρχε ο φόβος των απολύσεων, που ήδη είχε γίνει η έναρξή τους για τους εκπαιδευτικούς, τους φύλακες σχολείων, τις καθαρίστριες και τους υπαλλήλους της Δημόσιας Τηλεόρασης. Γι αυτό και σε μεγάλο ποσοστό ψηφίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, που επαγγελόταν την καλύτερη ζωή για όλους και, τουλάχιστον από την αρχή της διακυβέρνησής του, αποκατέστησε την αδικία των απολύσεων. Αλλά το επίπεδο της ζωής έγινε ακόμη πιο αφόρητο, γιατί αμέσως μετά, με την δεύτερη διακυβέρνηση, δεν υπήρξε κανένα ελαφρυντικό μέτρο, άρα και καμία ελπίδα βελτίωσης. Η ανεργία είναι πάλι στα ύψη, παρά την φυγή στο εξωτερικό του ανθού της ελληνικής κοινωνίας, μεγάλου μέρους δηλαδή του νέου επιστημονικού δυναμικού της. Η προσπάθεια να δοθούν άλλα ποσοστά για την κάλυψή της δεν πείθει κανέναν, γιατί τα ελληνικά νοικοκυριά ξέρουν ότι ο γιος ή η κόρη δουλεύουν τρίωρα με τριακόσια ευρώ το πολύ, σε συνθήκες γαλέρας και χωρίς προοπτική μονιμότητας, και το μόνο που καλύπτουν, ζώντας με τους γονείς τους, είναι τα προσωπικά τους έξοδα. Βλέπουν πως, παρά τις προεκλογικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η φορολογία αυξήθηκε και ο ΕΝΦΙΑ διατηρείται, αντί να καταργείται. Τα χρήματα που δήθεν διατίθενται από την Ε.Ε. είναι πασιφανές πια ότι πηγαίνουν για τις ανάγκες των τραπεζών και το αδηφάγο χρέος και δεν μένει τίποτα για κοινωνικές δαπάνες, για τα νοσοκομεία, για διορισμούς και υποδομές στα σχολεία, για δρόμους που δεν επισκευάζονται, για υπηρεσίες κοινωνικού οφέλους που περικόπτονται. Φάνηκε άλλωστε καθαρά η γύμνια του κρατικού μηχανισμού με το τραγικό γεγονός των πυρκαγιών στην Αττική και την έλλειψη προσωπικού και υποδομών πυρόσβεσης.
Έτσι ο σοβαρότερος λόγος της αποστροφής για το κυβερνών κόμμα είναι ότι ο λαϊκός κόσμος δεν ξεχνά τις ψεύτικες επαγγελίες, δεν ξεχνά το περήφανο ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ και κυρίως δεν μπορεί να συγχωρήσει τα ψεύδη που εκστομίζονταν από επίσημα χείλη για μία καλύτερη ζωή. Αισθάνεται εξαπατημένος και απαντά στην κοροϊδία με αστεϊσμούς, μέχρι να έρθει η ώρα της κάλπης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε θέματα δικαιωμάτων, που άλλωστε υλοποιήθηκαν και λόγω των απαιτήσεων της Ε.Ε. Μπορεί λοιπόν να τα επιδεικνύει ως μεγάλα επιτεύγματα, ενώ είναι τα αυτονόητα, αλλά δυστυχώς δεν δίνουν στον κόσμο ψωμί και δουλειά. Έπειτα, σε σχέση με το «Μακεδονικό», που το ανήγαγε σε αντίθεση φασισμού – αντιφασισμού, πάλι βλέπει ότι, εκτός από κάποιους νέους που κινούνται στον αριστερό χώρο κυρίως και συναινούν με συλλαλητήρια κατά της εκμετάλλευσης του σημαντικού αυτού θέματος από τους φασίστες, δεν πείθει τους πολλούς. Πρώτα από όλα γιατί η Αριστερά δεν έχει προτεραιότητά της το όνομα, αλλά αντιτίθεται στην σύνδεσή του με τις νατοϊκές απαιτήσεις. Και έπειτα γιατί το «δεξιά – αντιδεξιά» και το «φασισμός- αντιφασισμός» είναι ιδεολογήματα που χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ, για να κάνει τους διαχωρισμούς του από την αντιπολίτευση. Οι περισσότεροι όμως βλέπουν ότι στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής και οικονομίας δεν διαφέρει από τους δήθεν αντιπάλους του.
Τελευταία παίζεται πολύ από τους οικονομικούς κυρίως Υπουργούς το ζήτημα της εξόδου από τα μνημόνια, που είναι όμως ανέφικτο λόγω των μέτρων που ήδη έχουν ληφθεί ή ψηφιστεί και είναι αντικοινωνικά και αντιαναπτυξιακά. Κάποιοι βουλευτές βλέποντας το τέλος της θητείας τους να πλησιάζει προτείνουν μη μείωση των συντάξεων, που θα παίξει μεγάλο ρόλο στις κάλπες, για να αποτραπεί το μοιραίο. Αλλά οι «θεσμοί», και κυρίως η Γερμανία, απαγορεύουν όποια ευεργετική πολιτική, που θα ξεφεύγει από τα αποφασισμένα. Τρανταχτό παράδειγμα ο ΦΠΑ στα νησιά που πλήττονται από την προσφυγική ροή, για τον οποίο ζητούν αντισταθμιστικά μέτρα. Άλλοι πάλι μιλούν για σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως στον τομέα του Τουρισμού, χωρίς να αναφέρουν ότι αυτοί αφορούν στους ξενοδοχειακούς κολοσσούς και όχι στους εργαζομένους στον κερδοφόρο αυτόν τομέα ούτε στον μέσο Έλληνα που περιορίζεται σε μία εβδομάδα, το πολύ, διακοπών, εκτός αν διέθετε κάποιο εξοχικό ή φιλοξενείται.
Το κακό όμως είναι ότι οι φωνές αντίθεσης προς το κυβερνών κόμμα κινούνται προς συντηρητική κατεύθυνση. Θαρρείς πως οι συμπολίτες μας ξεχνούν ότι η Ν.Δ. και το ΚΙΝ-ΑΛ, που είναι μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ, ψήφισαν μνημονιακά μέτρα και έφεραν την χώρα σε οικονομική αθλιότητα κατά την συγκυβέρνησή τους. Ξεχνούν επίσης ότι το ίδιο πολιτικό προσωπικό ήταν προηγουμένως σε θέσεις ηγετικές.
Είναι η ώρα λοιπόν της Αριστεράς και ιδιαιτέρως της ΛΑΕ να δείξει στον κόσμο ποιοι είναι αυτοί που ζητούν να τους ψηφίσουμε λησμονώντας τα πολιτικά πεπραγμένα τους. Οφείλει να αποκαλύψει τους υπευθύνους της άθλιας ζωής του κόσμου της εργασίας, των νέων, των ανέργων, που είναι η Ε.Ε., η αστική τάξη της χώρας και η κυβέρνηση, που υποτακτικά τις υπηρετεί. Πρέπει να πείσει τους πρώην ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος, που θα εγκλωβιστούν στο ψευτοδίλημμα της επανόδου της «επάρατης» δεξιάς ότι η λύση δεν είναι ο μεταλλαγμένος και μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ, που σε πολλά ξεπέρασε τους αντιπάλους του. Είναι η καθοριστική στιγμή, για να αποδείξει την ορθότητα της πολιτικής της, ότι είναι εφικτή και υλοποιήσιμη. Και είναι καιρός να αναπτύξει τις πολιτικές της δυνάμεις και να ανοίξει τις συμμαχίες της.
Μυρσίνη Αθανασιάδου, εκπαιδευτικός, μέλος της Γραμματείας της ΛΑΕ Νομαρχιακής Α’ Θεσσαλονίκης.