Κενό στον πυρήνα του ευρωπαϊκού μπλοκ, μετά την αποχώρηση Μέρκελ
Να ηγείσαι της Ευρωπαϊκής Ένωσης –και των αντίστοιχων οργανισμών πριν από την ίδρυσή της– ήταν πάντοτε δύσκολη υπόθεση. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, Γαλλία και Γερμανία –τα δύο μεγαλύτερα ιδρυτικά μέλη– διαχειρίζονταν το ζήτημα με σχετικά συνεργατικό πνεύμα. Οι ηγέτες των δύο χωρών –ανάμεσά τους ο Χέλμουτ Σμιτ και ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτεράν– πρώτα διευθετούσαν τις διαφωνίες τους κι έπειτα “εξευρωπάιζαν” τους συμβιβασμούς τους.
Το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας όμως, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κυριάρχησε στην ηγετική πυραμίδα της Ευρώπης. Πλέον, και ενώ η Μέρκελ ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τα καθήκοντά της, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η μάχη για τη διαδοχή της.
Πρώτος στην “κούρσα” είναι ο Εμμανουέλ Μακρόν, με τις προσπάθειες του Γάλλου προέδρου να προσδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκάθαρη πολιτική στόχευση να αποτυγχάνουν έως τώρα. Ακολουθεί ο Όλαφ Σολτς, πιθανόν και επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, ο οποίος ευελπιστεί να “κληρονομήσει τον μανδύα” της κας Μέρκελ. Και στο βάθος, ίσως, βρίσκεται ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι – ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που πιστώνεται τη διάσωση του ευρώ.
Μάταιος κόπος και για τους τρεις. Εγκλωβισμένη από την αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και βαθιά διχασμένη στο εσωτερικό της, η Ευρωπαϊκή Ένωση ζει σε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον της εποχής ανόδου της κας Μέρκελ. Στην πραγματικότητα, η θέση της κας Μέρκελ δεν υπάρχει εδώ και λίγο καιρό. Υπάρχει ένα κενό στον πυρήνα του ευρωπαϊκού μπλοκ για τον απλούστατο λόγο ότι η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να βρίσκεται υπό την ηγεσία ενός. Κανείς δεν πρόκειται να γίνει “η νέα κυρία Μέρκελ”.
Αν και έγινε καγκελάριος το 2005, ο ηγετικός ρόλος της κας Μέρκελ ήταν πιο βραχύβιος από ό,τι νομίζουν οι περισσότεροι. Ήταν μετά την κρίση στην Ευρωζώνη, η οποία ξεκίνησε το 2010 και εκτίναξε στα ύψη το κόστος δανεισμού σε όλο το μπλοκ, που η κα Μέρκελ αναδείχθηκε σε ευρωπαϊκή δύναμη.
Στα πρώτα στάδια της κρίσης, η Γερμανίδα καγκελάριος ήταν το ένα από τα δύο μέρη στα έργα και τις μέρες των “Μερκοζί” – το άλλο ήταν ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί. Όμως ο κ. Σαρκοζί ήταν περισσότερο διακοσμητικός παρά ιθύνων νους. Παρόλο που και οι δύο ασκούσαν πιέσεις για να απομακρυνθεί από το αξίωμα του πρωθυπουργού της Ιταλίας ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ήταν η παρέμβαση της κας Μέρκελ που αποδείχθηκε καθοριστική. Με την αποχώρηση του κ. Σαρκοζί το 2012, κάθε έννοια ισοτιμίας στη σχέση Γαλλίας – Γερμανίας χάθηκε.
Η κα Μέρκελ έγινε ο κεντρικός “παίκτης” σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετώπιζε η Ευρώπη. Το καλοκαίρι του 2012, “ευλόγησε” την ανακοίνωση του κ. Ντράγκι για ένα πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, διευκολύνοντας το κόστος δανεισμού της Ευρωζώνης. Το 2014, η Γερμανίδα καγκελάριος ώθησε μια διχασμένη Ευρωπαϊκή Ένωση να συμφωνήσει στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την προσάρτηση της Κριμαίας. Κατά τη διάρκεια της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης του 2015, η Α. Μέρκελ ανέτρεψε την πολιτική ασύλου του μπλοκ με τρεις λέξεις προς τους Γερμανούς συμπολίτες της: “Θα τα καταφέρουμε”. (Όταν λίγους μήνες μετά υπαναχώρησε από αυτή την εκτίμηση, η ίδια διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία με την Τουρκία για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη βοήθεια μόνο του Ολλανδού πρωθυπουργού, η χώρα του οποίου έτυχε κατά τον επίμαχο χρόνο να ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ).
Ο κ. Μακρόν, ανεβαίνοντας στην εξουσία το 2017, έθεσε ως “λόγο ύπαρξης” της προεδρίας του την αποκατάσταση της ισοτιμίας στις σχέσεις της Γαλλίας με την άλλη πλευρά του Ρήνου. Καθότι όμως δεν κατάφερε ούτε να περιορίσει την επιρροή της κας Μέρκελ ούτε να την πείσει να ενστερνιστεί το μεγάλο του όραμα για την Ευρώπη, ο Γάλλος πρόεδρος πέρασε γρήγορα στο σχέδιο να “κλονίσει” την καγκελάριο, με αποκορύφωμα τον Οκτώβριο του 2019 όταν έθεσε βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Άλλωστε η σχέση Μέρκελ – Μακρόν δεν ήταν ποτέ θερμή και –στην ουσία–δεν βελτιώθηκε ποτέ.
Ως τελευταία πράξη της ηγετικής της θέσης στην Ευρώπη, η κα Μέρκελ προσπάθησε να σφραγίσει την προσέγγιση της Ευρώπης προς την Κίνα. Πίεσε για τη Συνολική Συμφωνία για Επενδύσεις (CAI), η οποία ανοίγει την κινεζική αγορά σε επενδύσεις από ευρωπαϊκές εταιρείες, και προσπάθησε να την ολοκληρώσει τον περασμένο Δεκέμβριο. Λίγο πριν αναλάβει τα προεδρικά του καθήκοντα ο Τζο Μπάιντεν, η Συμφωνία ήταν η εκδοχή της κας Μέρκελ για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, στέλνοντας το μήνυμα πως σε ζητήματα οικονομίας και κλιματικής κρίσης η ΕΕ –σε αντίθεση με τις ΗΠΑ– προτιμά τη συνεργασία (και όχι την αντιπαράθεση) με την Κίνα.
Αλλά αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Μετά τα αντίποινα της Κίνας στις κυρώσεις που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση σε τέσσερις Κινέζους αξιωματούχους λόγω παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σιντζιάνγκ, η συμφωνία δεν επικυρώθηκε. Σε κάθε περίπτωση, το ευρωπαϊκό μπλοκ βρίσκεται μακριά από τη διαμόρφωση μιας ενιαίας στάσης όσον αφορά τις σχέσεις του με την Κίνα στους τομείς της οικονομίας και τεχνολογίας.
Για τη Γερμανία –η οποία εξαρτάται οικονομικά από την Κίνα και συγχρόνως διαδραματίζει κομβικό ρόλο για την εμπορική δίοδο του Πεκίνου προς την Ευρώπη– η λογική πορεία των πραγμάτων “δείχνει” συνεργασία με ρεαλιστικούς όρους. Ωστόσο, για άλλα κράτη-μέλη η Κίνα μοιάζει με απειλή. Είναι εντυπωσιακό πως η Ιταλία, υπό την πρωθυπουργία Ντράγκι, έχει εγκαταλείψει το “φλερτ” με τις κινεζικές επενδύσεις και έχει στραφεί προς τις ΗΠΑ.
Τους τελευταίους μήνες, η κα Μέρκελ δεν έχει την ίδια δύναμη όπως παλιά. Η Ευρώπη είναι βαθιά διχασμένη, με ελάχιστα περιθώρια ελιγμών, σε μια σειρά θεμάτων: κράτος Δικαίου, πυρηνικά, αμυντική πολιτική και –τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό– σχέσεις με Κίνα. Ωστόσο, δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι κάποιος άλλος στη θέση της κας Μέρκελ θα τα πήγαινε καλύτερα.
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κ. Μακρόν για την Ευρώπη, από τη βαθύτερη νομισματική ένωση έως την αύξηση της στρατιωτικής ικανότητας και την τεχνολογική ανεξαρτησία, δεν τυγχάνουν ευρείας υποστήριξης. Το αφήγημα της γαλλικής κυβέρνησης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ήδη μια υπερδύναμη –ισάξια των ΗΠΑ και της Κίνας– δεν είναι μόνο παραπλανητικό, αλλά προσβάλλει τις ευρωπαϊκές χώρες για την ασφάλεια των οποίων είναι απαραίτητες οι εγγυήσεις της αμερικανικής πλευράς.
Από την πλευρά του ο κ. Σολτς θα υπόκειται στις ίδιες οικονομικές πιέσεις που διέπουν την προσέγγιση της κας Μέρκελ προς την Κίνα. Και οπωσδήποτε θα αγωνιστεί, όπως έκανε και η κα Μέρκελ, για να επιβάλει τον “προσανατολισμό” του σε ολόκληρη την Ευρώπη: μια βαθιά οικονομική σχέση με την Κίνα και μια σχέση ασφαλείας με την Ουάσιγκτον. Όσον αφορά τους κ. κ. Μακρόν και Ντράγκι, μπορεί να έχουν κοινές θέσεις σε διάφορα ζητήματα, αλλά έχουν εντελώς διαφορετική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και Κίνα.
Η ωμή πραγματικότητα είναι πως ούτε ο επόμενος Γερμανός καγκελάριος ούτε ο Γάλλος πρόεδρος μπορούν να ηγηθούν της Ευρώπης. Οι συμβιβασμοί που έκαναν οι προκάτοχοί τους δεν είναι πλέον εφικτοί. Και ελλείψει ηγεσίας, η Ευρώπη έχει μπροστά της μόνο έναν δρόμο: τη στασιμότητα.
Πηγή: The New York Times
* Η Helen Thompson είναι καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και αρθρογράφος στο New Statesman.