Η αδιαλλαξία Schaeuble στην αξιολόγηση ως συνιστώσα της γερμανικής στρατηγικής για μια Ε.Ε. πολλών «ταχυτήτων».
Ήδη, με τη γερμανική διακήρυξη συντάσσονται, αν και για διαφορετικούς λόγους, πολλές ομάδες χωρών, όπως οι χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), οι χώρες Visegrad (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία) που είχαν τη γνωστή συντονισμένη -και ρατσιστική- αντίδραση στο προσφυγικό, αλλά και η Ιταλία, η Ισπανία, η Αυστρία και η Δανία. Είναι πολύ πιθανό στην πανηγυρική σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στη Ρώμη (25/3), στα 60 χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης, αυτή η νέα στρατηγική της αλά καρτ ολοκλήρωσης να υιοθετηθεί επίσημα, έστω και με γενικόλογο τρόπο.
Οι αντιθέσεις που τους ενώνουν
Θεωρητικά, αυτή είναι η γερμανική αντίδραση στην ισχυρή πίεση που ασκεί η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ σχεδόν σε όλα τα πεδία των ευρωατλαντικών σχέσεων: από το ΝΑΤΟ μέχρι τη νομισματική πολιτική. Οι επιθέσεις του ίδιου του Τραμπ και συμβούλων του στο «ευρώ ως συγκεκαλυμμένο μάρκο» αντιμετωπίστηκαν από τη γερμανική ηγεσία περίπου ως κήρυξη (ρητορικού προς το παρόν) νομισματικού και εμπορικού πολέμου, αν και στην πράξη υποδαυλίζουν τις γερμανικές επιθυμίες να αναστραφεί η νομισματική χαλάρωση της ΕΚΤ, όπως αποδεικνύουν οι συνεχείς επιθέσεις Σόιμπλε στον Ντράγκι. Κι ακόμη πιο χαρακτηριστικά, η τοποθέτηση του υποψηφίου Aμερικανού πρέσβη στην Ε.Ε. Τεντ Μάλοχ υπέρ του Grexit και οι αμφιβολίες του για το αν πρέπει να υπάρχει χρηματοδότηση της Ελλάδας και από ποιον, λειτουργούν ως συνηγορία στο δόγμα Σόιμπλε ότι χωρίς ΔΝΤ δεν υπάρχει πρόγραμμα και χωρίς πρόγραμμα δεν υπάρχει χώρος για την Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Από πολλές απόψεις, λοιπόν, και παρά τις βαθύτατες στρατηγικές αντιθέσεις της γερμανικής και της νέας αμερικανικής ηγεσίας, οι πολιτικές τους λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Οι νέες γερμανικές προτεραιότητες
Η ταχύτητα με την οποία η κυβέρνηση Τραμπ απέδειξε ότι εννοούσε αυτά που διεκήρυττε προεκλογικά, ιδιαίτερα στο πεδίο αναστροφής της θεσμικής παγκοσμιοποίησης (των πολυμερών εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών) και ριζικής αναδιαπραγμάτευσης των όρων συμμετοχής του αμερικανικού πολυεθνικού κεφαλαίου στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, λειτούργησε ως σήμα συναγερμού για τη γερμανική ελίτ. Κατά κάποιο τρόπο, τα νέα της καθήκοντα ως ηγέτιδας δύναμης της προσηλωμένης στην παγκοσμιοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών Δύσης ενάντια στην απειλή του προστατευτισμού, αλλάζουν τις προτεραιότητες της Γερμανίας και σε σχέση με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Τα ευρωπαϊκά καθήκοντα της γερμανικής ηγεσίας γίνονται υποσύνολο του ευρύτερου, παγκόσμιου ρόλου της. Στον οποίο θα αδυνατεί να ανταποκριθεί όσο είναι δέσμια μιας «υπερβολικά» ομόσπονδης, δυσκίνητης Ε.Ε., ή μιας Ε.Ε. που η δυσκινησία της θα προέρχεται από αλλεπάλληλα περιστατικά αποσκιρτήσεων και ειδικών σχέσεων. Στη θέση, λοιπόν, του οδικού χάρτη προς μια ομόσπονδη Ε.Ε., την οποία προβάλλει κυρίως η Κομισιόν, αντιπαρατάσσει την ιδέα μιας Ε.Ε. με διαφορετικούς βαθμούς ενοποίησης, μέσα από διακυβερνητικές συμφωνίες κρατών-«εθελοντών». Έτσι, άλλωστε, διαχειρίστηκε την κρίση χρέους την τελευταία επταετία: το σιδηρούν Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το Σύμφωνο για το ευρώ+, η Συνθήκη για τον ESM είναι διακρατικές συμφωνίες των χωρών του ευρώ, παραμένουν εκτός ενωσιακού δικαίου και η αυστηρή τήρησή τους επιβάλλεται ακόμη κι όταν συγκρούονται με τις Συνθήκες και τον Χάρτη Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Ένα σχήμα αλά καρτ ενοποίησης επιτρέπει στην κυρίαρχη Γερμανία να επιβάλει τους όρους της σε όλα τα πεδία ενοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχουμε περισσότερη οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης και επιτήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας -από «ανεξάρτητη αρχή», όπως λέει ο Σόιμπλε-, αλλά λιγότερη τραπεζική ένωση. Να έχουμε ενιαία κεφαλαιαγορά, αλλά κατακερματισμένη αγορά εργασίας, με νομιμοποιημένο το μισθολογικό και κοινωνικό ντάμπινγκ. Να έχουμε ενιαία πολιτική άμυνας και ασφάλειας, δηλαδή περισσότερη στρατιωτικοποίηση της Ε.Ε., αλλά «εθνικές» πολιτικές για τους πρόσφυγες και το άσυλο. Επιτήρηση των προϋπολογισμών για επιβολή της αιώνιας λιτότητας, αλλά μη επιτήρηση των μακροοικονομικών ισορροπιών, και άρα των υπερβολικών εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας.
Η αξιολόγηση και η ευρω-διχοτόμηση
Σ’ αυτό το μεγάλο ανακάτεμα της τράπουλας από τη γερμανική ελίτ παρεισφρέει και ο Β. Σόιμπλε και το Plan B του για την Ευρωζώνη. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επανειλημμένα από το 2012 έχει δημόσια εκφράσει τη θέση του για μια Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων, μ’ ένα σκληρό πυρήνα «προθύμων» και πλεονασματικών χωρών που θ’ ανταποκρίνονται στους κανόνες της θεσμοποιημένης λιτότητας, και μια περιφέρεια χωρών που θα βρίσκονται σε μια διαρκή πορεία επώδυνης προσαρμογής, δηλαδή σε Μνημόνια όπως το ελληνικό. Αυτό άλλοτε εκφράζεται ως «ευρώ Βορρά» και «ευρώ Νότου», δηλαδή ως δυο νομίσματα με διαφορετική ισοτιμία, κι άλλοτε με την εκδοχή των δυο παράλληλων νομισμάτων, του κοινού για τις εξωτερικές συναλλαγές και του «εθνικού» και ελεύθερα κυμαινόμενου για τις εσωτερικές, που θα αποτυπώνει νομισματικά τη μείωση μισθών, εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και κάθε άλλη μείωση που απαιτείται εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας. Την εκδοχή αυτή έθεσε στο τραπέζι ήδη από το 2010 η γερμανική ηγεσία, στο συζητούμενο τότε σενάριο της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας εντός ευρώ». Φυσικά και τότε αιτία, αφορμή και «εργαλείο» ήταν η Ελλάδα.
Το σχέδιο αυτό, όπως με τον επισημότερο τρόπο επιβεβαίωσε η Μέρκελ, δεν αποσύρθηκε ποτέ από τη γερμανική ελίτ. Καθώς μάλιστα το έχει υιοθετήσει και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), οι Χριστιανοδημοκράτες των Μέρκελ – Σόιμπλε έχουν επιπλέον κίνητρα να το επικαιροποιήσουν. Υπό το πρίσμα αυτό, η τακτική του Σόιμπλε να οδηγεί την αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου από το ένα αδιέξοδο στο άλλο με πρόσχημα το ΔΝΤ ή τον «πόλεμο» του Τραμπ, ίσως είναι μια ακόμη απόπειρα de facto εφαρμογής του παλιού γερμανικού σχεδίου. Ένα σενάριο δημιουργικής καταστροφής και ανακατασκευής της Ευρωζώνης στα μέτρα της νέας «παγκόσμιας» Γερμανίας.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 377 (8/2/2017).