Χαμένοι στη μετάφραση…
Διαβάζουμε: Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού Συμβουλίου (eurogroup) κ. Μάριο Σεντένο δήλωσε για το ελληνικό χρέος μετά το τέλος της συνεδρίασης του συμβουλίου στη Βουλγαρία «Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν, αν χρειάζεται, στο τέλος του προγράμματος υπό την προϋπόθεση ότι θα αυτό θα εφαρμοστεί πλήρως».
Δύο ώρες αργότερα ο Έλληνας υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δηλώνει υπογραμμίζοντας στο σχετικό δελτίο τύπου που εξεδόθη από την ελληνική πλευρά: «η συζήτηση για το χρέος συνεχίζεται και θα ολοκληρωθεί μέχρι τις 21 Ιουνίου». Για να ακολουθήσουν αμέσως μετά οι γνωστοί πανηγυρισμοί….
Εδώ έχουμε δύο σαφώς διαφορετικές τοποθετήσεις. Δεν είναι δυνατό να ισχύουν και οι δύο ταυτόχρονα. Κάποια από τις δύο είναι ψευδής και παραπλανά. Παραπλανά σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα για την Ελλάδα, όπως είναι το χρέος.
Όμως αυτή η διαφορά μεταξύ της τοποθέτησης του πλέον αρμόδιου για το θέμα προέδρου του συμβουλίου Σεντένο και του Έλληνα υπουργού συνεχίστηκε και στο επίσης σημαντικό ζήτημα της περίφημης «καθαρής» εξόδου της χώρας από τη μνημονιακή επιτήρηση.
Ο Σεντένο δήλωσε: «εξετάστηκε το θέμα της ενισχυμένης εποπτείας, όπως αυτή προτάθηκε από την Κομισιόν»… Ο Ευκλείδης «διευκρίνισε»: «υπογραμμίστηκε ότι θα έχουμε μία ενισχυμένη παρακολούθηση, που ουδεμία σχέση έχει με πιστοληπτική γραμμή, πόσο μάλλον με αξιολογήσεις, που έχουν και προαπαιτούμενα και εκταμιεύσεις».
Έτσι καλούμαστε όλοι εμείς να ερμηνεύσουμε εάν υπάρχει και τι είδους διαφορά μεταξύ «εποπτείας» και «παρακολούθησης» -ενισχυμένες βέβαια και οι δύο! Φυσικά και δεν θα έχουμε αξιολογήσεις που προηγούνται εκταμιεύσεων ποσών, αφού τέτοιες εκταμιεύσεις δεν προβλέπονται και κανείς δεν τις θέλει. Επειδή η εικόνα που επιδιώκεται από όλες τις πλευρές είναι η επιστροφή στην «κανονικότητα» και την ευρωζώνη -θριαμβεύτρια- να το εγγυάται.
Αλλά θα έχουμε -και αυτό είναι σαφές οποιαδήποτε ερμηνεία κι αν δοθεί στη «μετάφραση»- δημοσιονομικούς στόχους και «μεταρρυθμιστικά» προαπαιτούμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες προγενέστερες αποφάσεις, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 14.1 του Κανονισμού της Ε.Ε. 472/2013, το οποίο προβλέπει ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ».
Πέραν αυτού, όμως, επιδιώκεται η ισχύς της λεγόμενης αρχής της αιρεσιμότητας. Δηλαδή, η δημιουργία ενός μηχανισμού ελέγχου με βάση τον οποίο η Ελλάδα θα παρακολουθείται στενά εάν υλοποιεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και προαπαιτούμενα, και μόνον εάν εκπληρώνει αυτές τις προϋποθέσεις θα τίθενται, σταδιακά, σε εφαρμογή τα προαποφασισμένα μέτρα ρύθμισης του χρέους. Και όλα αυτά για να διασφαλιστεί, ότι ακόμη και στο απώτερο μέλλον δεν θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα ανατρέψει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις «μεταρρυθμίσεις» που έχουν επιβληθεί, ή θα κριθεί ότι πρέπει να επιβληθούν περαιτέρω..
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει, ότι οι «θεσμοί» δεν θα κραδαίνουν πάνω από τη χώρα την απειλή της μη εκταμίευσης κάποιων δόσεων δανείων, αφού τέτοια δεν θα υπάρχουν πλέον, αλλά αυτό καθ’ αυτό το χρέος και την αποπληρωμή του. Αυτό σημαίνει -στην πράξη- συνέχιση της επιτροπείας με κατ’ επίφαση λιγότερο brutal, αλλά εξ ίσου καταπιεστικές και διαλυτικές της ελληνικής κοινωνίας μεθόδους στο διηνεκές. Και αυτό ακριβώς είναι που η ελληνική πλευρά, αλλά και οι «θεσμοί» θέλουν με κάθε τρόπο να κρύψουν, για να προβάλλουν το success story που είναι αναγκαίο -λίγο ως πολύ- για όλους.
Και στην προσπάθεια να βρεθεί ο τρόπος χωρίς να αλλοιωθεί η ουσία της οικονομικής κατοχής και των αποτελεσμάτων της στην κοινωνία, παρατηρούνται αυτές οι φραστικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφορετικών πλευρών.
Μιλώντας όμως οι ευρωπαίοι ιθύνοντες από θέση ισχύος, έχουν την πολυτέλεια να είναι περισσότερο ειλικρινείς, αφού το άλλοθι γι’ αυτούς πάντα υπάρχει «να, εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, είναι οι Έλληνες που αρνούνται να προσαρμοστούν….»!
Αντίθετα, η ανάγκη ενός success story είναι πλέον ζήτημα ζωής, ή θανάτου για την ελληνική πλευρά και για τα κόμματα που μοιράζονται εναλλασσόμενα τη διακυβέρνηση, εφαρμόζοντας κατά γράμμα της κατοχικές πολιτικές εξόντωσης της κοινωνίας, παρά τις μεταξύ τους κοκορομαχίες για το ποιος είναι αποτελεσματικότερος στην υλοποίηση αυτών των πολιτικών.
Μέχρι τώρα επιβίωναν, όχι μόνο με την πυγμή, αλλά καλλιεργώντας και τη φρούδα ελπίδα, ότι να, όπου νάναι τελειώνουν τα βάσανα και επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Μια ελπίδα που διαψεύστηκε παταγωδώς πολλές φορές στο διάστημα των οκτώ χρόνων που πέρασαν από την επιβολή των μνημονίων. Μια ακόμη διάψευση -φοβούνται και καλά κάνουν- ότι δεν θα γίνει ανεκτή από την κοινωνία. Αυτό τρέμουν. Πολύ περισσότερο εάν αυτή η διάψευση συνοδευτεί με μια σοβαρή περιπέτεια σε σχέση με τα εθνικά θέματα, που επιδεινώνονται διαρκώς.
Πάρα τη φαινομενική σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος στο καθιερωμένο δίπολο κεντροδεξιάς – κεντροαριστεράς, τα υπόγεια ρεύματα στο κοινωνικό σώμα είναι έντονα και το γνωρίζουν, παρά τη φαινομενική τους ψυχραιμία, συνεπικουρούμενη από τα καθοδηγούμενα ΜΜΕ. Στην τρομάρα τους αυτή, προσπαθούν -εκλιπαρώντας τους ξένους- να κερδίσουν χρόνο και προσπαθώντας ταυτόχρονα στο εσωτερικό να παρουσιάσουν το «ποτήρι μισογεμάτο», πανηγυρίζουν με κάθε δευτερεύον στοιχείο που θα μπορούσε να παρουσιαστεί θετικό. Να γιατί μπερδεύονται και στη «μετάφραση» αποφάσεων και δηλώσεων,… «ευκλειδείως» παραχαράζοντας τες!
Τι πραγματικά ισχύει
Για να δούμε όμως τι πραγματικά ισχύει και ποιος λέει ψέματα, παραχαράζοντας την αλήθεια, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην προηγούμενη -αποτυπωμένη γραπτά και συνεπώς μη αμφισβητήσιμη- απόφαση του eurogroup για το ελληνικό χρέος, εκείνη της 24ης Μαΐου 2016 και είναι η μόνη που προσώρας ισχύει, αφού επιβεβαιώθηκε και με μεταγενέστερες αποφάσεις του συμβουλίου όπως εκείνη της 15ης Ιουνίου 2017. Τίποτα μάλιστα δεν προμηνύει ότι επίκειται κάποια σοβαρή διαφοροποίηση του πλαισίου όπως καθορίστηκε τότε, παρά τις πιέσεις του ΔΝΤ για ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους με «κούρεμα». Διότι το ΔΝΤ γνωρίζοντας -όπως όλοι εξ άλλου- τα πραγματικά δεδομένα, ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δική του καταρρακωμένη διεθνώς αξιοπιστία, παρά για τις πολιτικές επιδιώξεις και τις επικοινωνιακές στοχεύσεις των ευρωπαίων. Έτσι παραμένει στο ρόλο του «Πόντιου Πιλάτου» στρογγυλεύοντας κι αυτό με τη σειρά του την πραγματικότητα.
Το eurogroup λοιπόν τότε (Μάιος 2016) αναγνώρισε από τις πρώτες γραμμές του ανακοινωθέντος που εξεδόθη, ότι όντως υφίσταται ζήτημα εξέτασης της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, «the eurogroup considered today the sustainability of Greek public debt», αναφέρει, αφού όμως ενέταξε ευθύς εξαρχής την εξέταση αυτή στο πλαίσιο των αποφάσεων του της 9ης Μαΐου του ίδιου χρόνου, και ενόψει της πλήρους εφαρμογής όλων των προαπαιτούμενων του 3ου μνημονίου και ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων.
Αμέσως μετά συμφώνησε να αξιολογήσει,«to assess», τη βιωσιμότητα του χρέους στη βάση ενός νέου κριτηρίου, ότι δηλαδή οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της χώρας πρέπει να παραμένουν κάτω από 15% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμη βάση (περίπου μέχρι το 2022) και κάτω από 20% για τη μετέπειτα περίοδο. Αυτό σημαίνει σε απόλυτους αριθμούς, ότι οι όποιες αποφάσεις ληφθούν -πάντα μετά το τέλος του προγράμματος- θα πρέπει να διασφαλίζουν σε απόλυτους αριθμούς με τα σημερινά δεδομένα, ότι οι δανειακές ανάγκες της χώρας μας δεν θα ξεπερνούν τα 177Χ15%= 26,5 δις ευρώ ετησίως μέχρι, και τα 35,4 δις ευρώ μετά το 2022. Με τις αντίστοιχες αυξομειώσεις αναλόγως της πορείας του ΑΕΠ. Συνεπώς όλες οι ρυθμίσεις θα πρέπει να εξυπηρετούν τους παραπάνω περιορισμούς.
Στη συνέχεια και για να επιτευχθεί αυτό, περιγράφησαν οι διάφορες τεχνικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναδιάρθρωση των δανείων όπως χαμηλότερα επιτόκια, επιμήκυνση, και αρκετά άλλα τεχνικά εργαλεία, και έσπευσε ομοφώνως να υπογραμμίσει ότι το ονομαστικό κούρεμα αποκλείεται. Ο αποκλεισμός αυτός μιας ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του χρέους είναι αυτό, που οδήγησε το eurogroup στην παράκαμψη του κλασικού κριτηρίου βιωσιμότητας ενός χρέους, που είναι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ και στην «εφεύρεση» νέων κριτηρίων βιωσιμότητας. Πρόκειται -όπως εξ άλλου επισημάνθηκε από τότε- περί μιας αυθαίρετης μεθοδολογίας που ουσιαστικά δυσκολεύει την έξοδο στις αγορές παρά τα όσα ισχυριζόμενα περί του αντιθέτου.
Με βάση λοιπόν τις αρχές που περιέγραψε το eurogroup τότε, συμφωνήθηκε -και από ελληνικής πλευράς, αφού η απόφαση υπήρξε ομόφωνη-, ένα σύνολο μέτρων τα οποία θα τεθούν σταδιακά σε εφαρμογή, «which will be phased in progressively», με σκοπό να επιτευχθούν οι στόχοι του 15% και του 20% επί του ΑΕΠ.
Αυτή η προοδευτική εφαρμογή των μέτρων διακρίνεται σε τρία διακριτά στάδια:
Το βραχυπρόθεσμο που ορίζεται από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος (δηλαδή του τρίτου μνημονίου) όπως η εξομάλυνση των λήξεων των δανείων του EFSF (ανεξόφλητο υπόλοιπο τότε 130,9 δις) και ορισμένες διευκολύνσεις στα περιθώρια επιτοκίου.
Το μεσοπρόθεσμο στάδιο όπου το eurogroup αναμένει ένα πιθανό δεύτερο πακέτο μέτρων το οποίο θα ακολουθήσει την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM. Αυτά τα μέτρα θα εφαρμοστούν εάν μια επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα εκπονηθεί από τους «θεσμούς» στο τέλος του προγράμματος, δείξει ότι είναι απαραίτητα, για να ικανοποιούνται τα κριτήρια των ακαθάριστων δανειακών αναγκών του 15% και του 20%.
Έτσι καθίσταται πραγματικά τραγελαφικός, για την ελληνική πλευρά, ο ισχυρισμός περί υπεραποδόσεως της ελληνικής οικονομίας, που έτσι κι αλλιώς είναι ψευδής, αφού με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι δεν είναι απαραίτητο ένα τέτοιο πακέτο μέτρων ελάφρυνσης του χρέους! Πιο καλύτερη υπηρεσία στις απόψεις τύπου Σόιμπλε δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Τέλος, το μακροπρόθεσμο στάδιο το οποίο περιλαμβάνει την υιοθέτηση ενός μόνιμου προληπτικού μηχανισμού που θα ενεργοποιείται όταν χρειάζεται για να κρατά τις χρηματοδοτικές ανάγκες στα επίπεδα που έχουν ορισθεί χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές όπως αναβολή πληρωμής επιτοκίων, επιμήκυνση δανείων και άλλα.
Τα παραπάνω με απλά λόγια σημαίνουν, ότι η πρόθεση είναι να δοκιμαστεί η δυνατότητα της Ελλάδας να δανείζεται από τις αγορές κάθε χρόνο μέχρι 26,5 δις ευρώ τα πρώτα μετά το τέλος του προγράμματος χρόνια και κατόπιν μέχρι 35,4 δις, προκειμένου μαζί με τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα να εξυπηρετείται απρόσκοπτα το χρέος προς τους «θεσμούς» και να υλοποιείται το ελληνικής «ιδιοκτησίας» «ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο» του κυρίου Τσακαλώτου, για να μη χρειαστεί νέο πρόγραμμα. Αυτό όμως σημαίνει, ότι με ένα μέσο επιτόκιο από τις «αγορές» έστω 3,8%, μια επιπλέον ετήσια επιβάρυνση στο δυσθεώρητο χρέος της τάξης του 26,5Χ3,5%=1,007 δις ευρώ για τα πρώτα χρόνια και του 1,5 δις ευρώ ετησίως για τα επόμενα. Πόθεν όλα αυτά και μάλιστα προσθετικά κάθε χρόνο;;;; Τι ρυθμούς ανάπτυξης θα πρέπει να επιτύχει η εθνική οικονομία για να θεωρηθεί, ότι -από ένα σημείο και μετά- το χρέος θα καταστεί «βιώσιμο» με βάση το λόγο αυτού προς το ΑΕΠ; Διότι η πραγματική μείωση σε απόλυτα μεγέθη θα πρέπει να θεωρείται με τα σημερινά δεδομένα και χωρίς την καταγγελία του ως ληστρικού και παράνομου, τουλάχιστον επιστημονική φαντασία!
Απλά το χρέος προς τους «θεσμούς» θα μετατρέπεται σταδιακά -αυξανόμενο- σε χρέος προς τις «αγορές» και θα εξαρτάται αποκλειστικά από την καρτερία μετατρεπόμενη σε δυνατότητα των Ελλήνων να σφίγγουν ολοένα και περισσότερο το ζωνάρι, για να μεταθέτουν για λίγο αργότερα την επική χρεοκοπία που επίκειται. Όμως αυτή η μετάθεση δίνει τον αναγκαίο χρόνο τόσο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα για την παράταση της επιβίωσής του (κι έχει ο…θεός), όσο και στους ευρωπαίους επικυρίαρχους, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση από τους στόχους τους, να παρουσιάσουν μια καλύτερη εικόνα προς τους ευρωπαϊκούς λαούς, που ολοένα και περισσότερο αμφισβητούν την ευρωένωση.
Αντί επιλόγου
Εάν οι ευρωπαίοι «εταίροι» είχαν την παραμικρή διάθεση να παρεκκλίνουν από εκείνες τις αποφάσεις και να τις βελτιώσουν ουσιαστικά προς όφελος της χώρας μας, τότε γιατί δεν υπήρξε μια αντίστοιχη διατύπωση, όλον αυτόν τον καιρό; Πολύ περισσότερο στο τελευταίο eurogroup στη Σόφια;
Γιατί αυτό το «χάσιμο στην μετάφραση» μεταξύ των δηλώσεων των ιθυνόντων;
Γιατί αυτή η «παραχαραξομετρία», που οδηγεί στην άνευ προηγουμένου δυστοπία;;
Γι’ εμάς η απάντηση είναι απλή, γι’ εσάς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές μένει να το σκεφθείτε λίγο πιο σοβαρά και να αποφασίσετε:
Διότι αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η συνέχιση της αφαίμαξης της χώρας με κάθε τρόπο, μέχρι το «ευάερο ευήλιο και γωνιακό» ελληνικό οικόπεδο περιέλθει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, καθώς και -καθαρό από δουλείες και δεσμεύσεις που αφορούν τον ντόπιο πληθυσμό-, απόλυτη ιδιοκτησία τους….