Η ομόφωνη απόφαση της τελευταίας συνόδου των ηγετών των κρατών-μελών της ΕΕ έκλεισε, μεταξύ άλλων, έναν κύκλο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατέδειξε, με τον πιο πειστικό τρόπο, το ανεδαφικό των προσδοκιών της ελληνικής κυβέρνησης περί σωτήριας –ή έστω κατευναστικής– παρέμβασης της ΕΕ στην μεθοδική επίθεση που δέχονται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Το ερώτημα εάν η “ένωση ισοτίμων” δεν μπορεί ή δεν θέλει να εμπλακεί σε μια υπόθεση που καταρρακώνει το διεθνές κύρος και πλήττει ευθέως κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών-μελών της, παραμένει καθαρά φιλολογικό και πολιτικά αδιάφορο. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έδειξε συντετριμμένη από αυτήν την εξέλιξη. Θα έλεγε κανείς ότι είχε εργαστεί γι’ αυτήν.
Πότε με μισόλογα του τύπου “η επιβολή κυρώσεων δεν είναι αυτοσκοπός“, πότε με έμπρακτες υποχωρήσεις-προσαρμογές επί του πεδίου, πότε αναλαμβάνοντας τον ρόλο ανοικτού απολογητή της ευρωπαϊκής αδιαφορίας –«η Ευρώπη κάνει ένα βήμα τη φορά»– πιστοποίησε και στον πλέον ανήσυχο εταίρο την απροθυμία της να διεκδικήσει στο πλαίσιο Ενώσεων και Συμμαχιών τα εθνικά της δίκαια. Τη στιγμή που μόνο με υποτονικό τρόπο –υπολειπόμενο κατά πολύ της δραστήριας τουρκικής παρέμβασης– θέτει το ζήτημα σε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ, θα ήταν αφύσικο να περιμένει κανείς περισσότερα σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Πρόκειται για ένα είδος παραίτησης.
Η παραίτηση αυτή συνδέεται μάλλον με τις έντονες ανησυχίες της κυβέρνησης της ΝΔ για το εσωτερικό, το κοινωνικό μέτωπο. Σε μερικούς μήνες, μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος της πανδημίας με το εμβόλιο ή χωρίς αυτό, θα έρθει στην επιφάνεια η έκταση της οικονομικής καταστροφής που σφράγισε το απερχόμενο 2020. Οι προειδοποιήσεις και οι συνακόλουθες πιέσεις για ακόμα πιο βαθιές προσαρμογές της οικονομίας και της κοινωνίας στις επιθυμίες των ισχυρών οργανισμών, κρατών και καπιταλιστικών ομίλων έχουν ήδη ξεκινήσει. Προχθές “ανησυχούσε” το ΔΝΤ, οι δε “επιφυλάξεις” των διαφόρων “οίκων αξιολόγησης” εντείνονται. Όλα αυτά καταλήγουν στην ανάγκη υιοθέτησης μιας ακόμα πιο επιθετικής πολιτικής ενάντια σε ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, με αρχή, όπως πάντα, τον κόσμο της εργασίας.
Το αυταρχικό πλαίσιο
Καθώς στενεύουν τα χρονικά περιθώρια που χωρίζουν το προβληματικό σήμερα από το εκρηκτικό αύριο, η κυβερνητική μέριμνα στρέφεται, σχεδόν αποκλειστικά, σε προετοιμασίες αντιμετώπισης της επερχόμενης κρίσης. Η επιχειρούμενη δημιουργία ενός πυκνού νομικού και επιχειρησιακού πλέγματος καταστολής –στα όρια της άσκησης τρομοκρατίας– είναι μια πλευρά της προετοιμασίας αυτής.
Είναι αμφίβολο εάν τα μέτρα αυτά θα αποδώσουν, δημιουργώντας κλίμα υποταγής και παραίτησης σε μια καθημαγμένη κοινωνία. Από την άλλη υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να αποτελέσουν τα ίδια τα μέτρα αυτά ένα είδος θρυαλλίδας που θα συνενώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε ενιαίο κίνημα διαμαρτυρίας και εξέγερσης, αντιστρέφοντας τις κυβερνητικές προσδοκίες. Είναι κάτι που έχει πολλές φορές συμβεί στο παρελθόν.
Πέρα όμως από τη δημιουργία ενός αυταρχικού πλαισίου, το απολύτως απαραίτητο εφόδιο είναι η ύπαρξη ενός οικονομικού αποθέματος που θα επιτρέψει ελιγμούς στην πιεζόμενη κυβέρνηση. Το απόθεμα αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από τους μηχανισμούς της ΕΕ – αυτά τα πολυαναμενόμενα 32 δισ. που θα λειτουργήσουν ως ένα είδος πολιτικής εξασφάλισης.
Υποταγή στις Βρυξέλλες
Σε περίπτωση που αυτά λείψουν ή καθυστερήσουν ο κίνδυνος να βρεθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμέτωπη με το απόλυτο κενό είναι ορατός. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο η οποιαδήποτε ανυπακοή, διαφωνία, αντίδραση στις θελήσεις και τις αποφάσεις των ισχυρών χωρών της ΕΕ, απλά απαγορεύονται στην ελληνική πλευρά. Η απόλυτη αυτή προσαρμογή-υποταγή συμπεριλαμβάνει και τα όσα σχετίζονται με τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Στις συνόδους της ΕΕ –αλλά και του ΝΑΤΟ– η δυσχερής θέση, στην οποία βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση, είναι απόλυτα ορατή. Ως επακόλουθο ουδείς ανησυχεί για τυχόν αντιδράσεις της Ελλάδας ακόμα και στα πλέον δυσμενή γι’ αυτήν σενάρια. Διπλωματικά, πολιτικά, η Ελλάδα απλώς δεν υπάρχει στον μηχανισμό της λήψης αποφάσεων.
Ουδείς ασχολείται με αυτήν ει μη μόνο για την έκφραση κάποιας συμπάθειας – έκφραση για την οποία πανηγυρίζουν στην Αθήνα. Εκ των πραγμάτων η χώρα έχει μεταβληθεί σε ένα είδος προτεκτοράτου, κάτι σαν την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου όμως οι εθνικές γέφυρες των κατοίκων της με γειτονικά κράτη, της επιτρέπουν κάποια ψήγματα αυτόβουλης πολιτικής ύπαρξης. Στην Ελλάδα δυστυχώς, ούτε αυτό υπάρχει.
Η αόρατη παρουσία της χώρας μας στον ευρωπαϊκό, ατλαντικό, δυτικό ορίζοντα, δεν είναι κάτι χωρίς συνέπειες και κόστος. Με το να είναι πλέον δέσμιος παρά σύμμαχος και εταίρος, ο ελληνικός παράγοντας προβάλλει ως κενός χώρος σε μια ιδιαίτερα στρατηγική περιοχή. Περιοχή όπου εκδηλώνονται έντονα όλα τα φαινόμενα ανατροπής της τάξης του κόσμου, όπως την γνωρίζαμε ως και δέκα χρόνια πριν.
Πατροπαράδοτος φόβος
Ολοένα και περισσότερο ο κενός αυτός χώρος γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ χωρών και δυνάμεων με απουσία της Ελλάδας. Οι συζητήσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, που κατέληξαν σε αποτύπωση σχεδιασμών πάνω στον χάρτη, ή η σχεδιαζόμενη πολυεθνική διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο, όπου θα κυριαρχήσουν η Γαλλία και η Τουρκία, καταδεικνύουν τις επικρατούσες τάσεις.
Ο καθορισμός προτεραιοτήτων από την ελληνική κυβέρνηση εδράζεται πάνω στον “πατροπαράδοτο” ιστορικά φόβο των κοινωνικών εντάσεων και αντιδράσεων. Πέρα από την ζοφερή πραγματικότητα, οι ιστορικές καταβολές της παράταξης που κυβερνά συνηγορούν στην ιεράρχηση αυτή. Οι εξελίξεις στο ορατό μέλλον, όμως, ίσως φέρουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι πλέον δυσοίωνες διαγράφονται ήδη στον ορίζοντα ως απόλυτη καταιγίδα.
Η γειτονική Τουρκία έχει αντιληφθεί δυνατότητες και προθέσεις της ελληνικής πλευράς και δεν έχει κανένα λόγο να διακόψει, ή να περιορίσει την ως τώρα άκρως πετυχημένη πολιτική της. Σε λίγους μήνες –έχει αναγγελθεί– μπορεί να δούμε γεωτρύπανο σε θάλασσες καθόλου αδιάφορες για την ελληνική πλευρά. Πλανάται δε το ερώτημα. Έχουν αντιληφθεί οι ιθύνοντες της Αθήνας ότι πολύ γρήγορα μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με μια πολυεπίπεδη κρίση; Όπου θα έχουν να αντιμετωπίσουν το εκρηκτικό κοινωνικό ζήτημα παράλληλα με την έμπρακτη εξωτερική απειλή;
Έχουν υποψιαστεί άραγε ότι οι προσπάθειές τους να εξασφαλίσουν εργαλεία αντιμετώπισης της μίας απειλής είναι πολύ πιθανό να τους αφήσουν χωρίς πολιτικά εργαλεία και στη μία και στην άλλη περίπτωση; Έχουν αντιληφθεί ότι σε μια τέτοια πολύ πιθανή περίπτωση θα καταστρέψουν εκτός από τον εαυτό τους και τη χώρα; Μήπως το καλοκαίρι του 1974 έχει κάτι να τους πει πάνω σε όλα αυτά;