Δεν γράφω συχνά για τα εκπαιδευτικά. Δεν σημαίνει ότι δεν με απασχολούν. Το αντίθετο, με απασχολούν πολύ. Και όχι μόνο επειδή έχω δύο παιδιά που αγωνίζονται να μορφωθούν μέσα στη σύγχρονη ελληνική δημόσια εκπαίδευση. Κυρίως διότι το θέμα της παιδείας είναι ζήτημα αναπαραγωγής και εξέλιξης της κοινωνίας.
Δεν θα επιχειρηματολογήσω κατά της απόφασης του Υπουργού Παιδείας, να καταργήσει την προκρούστεια διδασκαλία των «εργαστηριακών» Λατινικών από το πρόγραμμα των σπουδών της ανθρωπιστικής κατεύθυνσης, της τρίτης δέσμης, ή όπως αλλιώς τη λένε. Είμαι θύμα αυτής της εργαλειακής εφεύρεσης ενός σίγουρου μαθήματος εξέτασης στις πανελλήνιες εξετάσεις, όπου η σπουδή της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένο το 30% του συνόλου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς εγκλωβιζόταν στο επίπεδο της γνώσης του “regina rosas amat” και του “Ovidius poeta in terra pontica exulat”. Δεν είναι γιατί πιστεύω, και από τις προηγούμενες φράσεις ο αναγνώστης μπορεί να το αναγνωρίσει, ότι είναι η βάση των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών, άρα και η γνώση της λατινικής βοηθά στη σπουδή τους. Στενοχωρούμαι γιατί δεν έχω το εργαλείο, σήμερα με τη δυνατότητα της τεχνολογίας, που μου παρέχει δωρεάν πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος της κλασικής αρχαιότητας να προσεγγίσω από πρώτο χέρι τον Πλίνιο, τον Τίτο Λίβιο, το Σουητώνιο, τον Οβίδιο. Έμαθα μόνο το γερούνδιο, το γερουνδιακό, το απαρέμφατο και την αφαιρετική. Από εκεί και πέρα δεν έχω ιδέα μουσικής σε μία γλώσσα που όταν εξετάστηκα κρίθηκα άριστος με 19,5. Από τη συζήτηση στο σχολείο έμενε έξω το ότι οι μεγαλύτερες και αρτιότερες εργασίες στην Ελληνική Φιλοσοφία έχουν γίνει από τους υπομνηματιστές, που έγραφαν πάνω στα σπάνια αντίγραφα των κωδίκων τις απόψεις τους και τις παρατηρήσεις τους, είτε μεταξύ των γραμμών, είτε στο περιθώριο του χειρογράφου. Και οι περισσότεροι έγραφαν στα λατινικά.
Η αρχαία ελληνική γραμματεία, σώζεται σε λιγότερα από χίλια έργα. Τη διαδέχεται η λατινική γραμματεία με λίγα λιγότερα σωζόμενα έργα. Από εκεί και πέρα υπάρχουν περίπου τα τετραπλάσια έργα που συγκροτούν τη θεολογική χριστιανική πατρολογία ελληνική και λατινική, που παρά το ότι ασχολούνται με το θείο είναι μεγάλες κατακτήσεις της στωικής, νεοπλατωνικής και μετα-αριστοτελικής σκέψης και ο υπομνηματισμός. Αυτό διαρκεί περίπου 1200 χρόνια. Δεν μπορούμε απλά να τα διαγράψουμε διότι δεν μας βολεύουν, ή γιατί υπάρχουν μεταφράσεις. Ακολουθούν τα μεσαιωνικά ελληνικά, ο ελληνικός διαφωτισμός, η πρώιμη νεώτερη λογοτεχνία. Δυστυχώς, λόγω άγνοιας του τονικού συστήματος, είναι εκ πρώτης όψεως αποτρεπτική η μελέτη του πρωτοτύπου.
Τι θα πει η γνώση του πρωτοτύπου; Αυτό που μπορεί κανένας να εισπράξει προσεγγίζοντας την ακριβέστατη γλώσσα του Θουκυδίδη, το έμμετρο μυστήριο της Αρχαίας Τραγωδίας, ή την αγάπη για τη ζωή και τον έρωτα που εκφράζεται από τη Σαπφώ και τον Αρχίλοχο, είναι αυτό που μπορεί κανείς να εισπράξει όταν γνωρίζοντας Ιταλικά μπορεί να προσεγγίσει το “Bella Ciao” ή το “Azzuro” πέρα από ένα έργο του Γκράμσι, ή του Παλμίρο Τολιάτι, γνωρίζοντας Αγγλικά τους στίχους από το “Hotel California”, το έργο «Ένας Όμηρος» του Μπρέναν Μπήαν, το εγωπαθές του Όσκαρ Ουάιλντ, ή στα Γερμανικά τον Σίλλερ και τον Μπρεχτ. Στα πιο πεζά, όταν κάποιος διαβάσει το ίδιο άρθρο στην εγκυκλοπαίδεια Britannica στα Αγγλικά και στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού-Δανδράκη, όπου η γλωσσική διαφορά καταλήγει στην αντίληψη ενός «άλλου κόσμου».
Ένα από τα έργα που έχουν μιλήσει στην ψυχή μου είναι τα «Τετράδια από τη φυλακή» του Γκράμσι. Κυρίως, διότι ο μεγάλος στοχαστής προσπαθήσει να αποφυλακίσει το πνεύμα του για να επιβιώσει και καταπιάνεται σωρεία από «ευγενή» ζητήματα, που αφορούν στην εξέλιξη της κοινωνίας, δεν άπτονται, όμως, τη ζοφερής του καθημερινότητας, και κάνει την καθημερινότητά του στη φυλακή πιο υποφερτή.
Στο έργο αυτό σημαντική αξία έχουν οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Γκράμσι, ο οποίος, λόγω της φυλάκισής του, αγωνιά για το ρόλο που θα διαδραματίσει η απουσία του στην σχολική εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών του Ντέλιο και Τζουλιάνο. Ο Γκράμσι, που στέκεται σε αυτό που λέμε επιστημολογικά κριτήρια και καταλήγει στην ανάγκη της ανάπτυξης της «κριτικής αυτοσυνείδησης» απέναντι στην ιδεολογική αναπαραγωγή αποσπασματικής ιδεολογικής γνώσης (π.χ. βλέπε την κριτική του στο σοβιετικό σχολείο της εποχής του) απαντά και στο ερώτημα για τη χρησιμότητα των αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών «πως οι γλώσσες αυτές δεν είναι για να παραγγείλεις κάτι σε ένα μπαρ ή σε ένα ρεστοράν. Οι αρχαίες γλώσσες μας χρησιμεύουν για να καταλάβουμε μια πολύ σημαντική στιγμή του παρελθόντος. Ό,τι συζητάμε σήμερα έχει ήδη συζητηθεί από τους Λατίνους και τους Έλληνες». Πολλές από τις αξιοθαύμαστες απόψεις του Γκράμσι για τα παιδαγωγικά, μπορεί ο αναγνώστης να τις αναζητήσει στο έργο του Φράνκο Λομπάρντι “Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Αντόνιο Γκράμσι”, όπου απαντά και στο ερώτημα για το τι χρειάζονται τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά στην εκπαίδευση.
Στην προσπάθεια της εξέλιξης του νέου ανθρώπου χρειάζονται πολλές άχρηστες γνώσεις. Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν αρκεί να γνωρίζει να στρίβει το κατσαβίδι. Πρέπει να γνωρίζει και άλλα πράγματα, τέχνη, φιλοσοφία, οικονομικά. Για τη χρησιμότητα της περιττής γνώσης μπορούμε να ανατρέξουμε στο σχετικά πρόσφατο έργο του Νούτσιο Όρντινε «Η χρησιμότητα του Άχρηστου», στο οποίο περιγράφεται ένας μηχανισμός πως το υπόβαθρο για αυτή την καλλιέργεια, την κουλτούρα, τη συναισθηματική νοημοσύνη, την ενσυνειδητότητα τη δίνουν οι «άχρηστες» γνώσεις, γιατί το πνεύμα κινεί το σώμα και συλλαμβάνει και αφομοιώνει τις παραστάσεις, που εκπορεύονται από άλλα παρόμοια πνεύματα. Αυτή η σύλληψη, συνιστά την κατανόηση. Η αγωγή καλλιεργεί την εσωτερική δυνατότητα κατανόησης του πνεύματος και η διδασκαλία επιβάλλει ένα σώμα γνώσεων, η ιδέα αιχμαλωτίζεται, όπως είχα διαβάσει παλιά στο Δημητράκο, και μαζί της το αντικείμενο ή ο κόσμος, που αντιπροσωπεύει γίνεται δικός μας.
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της απάντησης του ερωτήματος. Τα μεγάλα μονοπωλιακά συμφέροντα αποστρέφονται την ιδέα της ευρείας, μαζικής, δημόσιας παιδείας για το Λαό και την εργατική τάξη. Γι΄ αυτό δημιουργούν «κάστες» εκπαίδευσης, με διαχωρισμούς από την πιο τρυφερή ηλικία. Ο εργάτης σήμερα πρέπει να γνωρίζει να γράφει, να διαβάζει και να αριθμεί. Μέχρι εκεί όμως. Μέχρι την ανάγνωση του εντύπου οδηγιών (ελληνιστί manual) χρήσης του εργοστασιακού μηχανήματος, κυρίως για λόγους ασφαλείας και εντατικοποίησης της παραγωγής. Ο ξενοδοχειακός υπάλληλος πρέπει να γνωρίζει και λίγο ξένη γλώσσα. Ο ανώτερος υπάλληλος να έχει και γνώσεις και έτσι περνάμε στις διαβαθμίσεις, από την εμπορική σχολή, το κολέγιο, το πανεπιστήμιο, το μεταπτυχιακό, το διδακτορικό, το μεταδιδακτορικό. Με άκρα εξειδίκευση, που δεν εξασφαλίζει επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά εργαλειακή ένταξη στην παραγωγική συγκρότηση, με γνώσεις απίστευτες, αλλά εν τέλει χωρίς γνώση, χωρίς εποπτεία. Σε μία δικτατορία του ωφελιμισμού.
Αυτό βαφτίζεται ως «αριστεία», δεν είναι όμως τίποτε άλλο από μια αναπαραγωγή μιας ταξικής αντίληψης. Εκείνος που έχει ένα χάντικαπ στο ξεκίνημα, διότι μπορεί να έχει λίγο περισσότερες προσλαμβάνουσες γιατί προέρχεται από ένα οικογενειακό περιβάλλον ευπορότερο με περισσότερες προσλαμβάνουσες, π.χ. ένα βιβλίο τέχνης, ένα υπολογιστή, και έχοντας κάποιον να ασχοληθεί μαζί του, θα έχει ένα καλύτερο επίπεδο ετοιμότητας για πρόσληψη γνώσης και για εξέλιξη. Ο φτωχός μοιραία θα κατευθυνθεί στον κόσμο της τεχνικής εκπαίδευσης, που προσφέρει εξειδίκευση, αλλά όχι καλλιέργεια. Στη Γερμανία ο διαχωρισμός αυτός γίνεται στα 8 έτη.
Έτσι ο κορυφαίος χρήσιμος, χωρίς «άχρηστες γνώσεις» μπορεί να κάνει τα πάντα, ποτέ όμως δεν θα σηκώσει το κεφάλι να αλλάξει την κοινωνία. Δεν θα μπορεί καν να εντοπίσει τη συζήτηση που διαχέεται από διάφορες «άσχετες» διαδικασίες και αναπαραγωγές της καθημερινότητας, και με την καλλιέργεια μπορεί να συστηματοποιούνται σε οργανωμένη γνώση, αντίληψη και υπόδειγμα.
Για να καταλάβουμε τι θα πει αυτό μπορούμε να αναλογιστούμε τι θα ήταν η παγκόσμια συζήτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς χωρίς έργα όπως το «Λογοτεχνία και Επανάσταση» του Τρότσκι, ή χωρίς τις «Μελέτες στον Ευρωπαϊκό Ρεαλισμό» του Λούκατς.
Διάβαζα χτες με τη μικρή μου κόρη, που ετοιμάζεται να διαβεί την πόρτα του Γυμνασίου, το σχολικό εγχειρίδιο της Α’ Γυμνασίου, ώστε να αρχίζει να παίρνει μυρωδιά τι είναι αυτά τα φοβερά και τρομερά «Αρχαία», που έχει μια απλοποιημένη διασκευή του Πρωταγόρα ( 324-326) και αφορά στην εκπαίδευση των νέων στην Αθήνα.
Πέρα από τις όποιες ενστάσεις μπορούμε να έχουμε για την συγκρότηση της αθηναϊκής κοινωνίας, ξετυλίγεται μπροστά μας ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι πέρα από την αντίληψη του τι είναι καλό ή κακό, που σταματά περίπου στο νηπιαγωγείο του σήμερα, αφού είναι έργο της μητέρας, της τροφού, του παιδαγωγού και του πατέρα, η εκπαίδευση ξεκινά με τέσσερις κατηγορίες δασκάλων. Τους γραμματιστές, που μαθαίνουν στα παιδιά γραφή, ανάγνωση, προφανώς αριθμητική, τους κιθαριστές, που εκπαιδεύουν στην τέχνη της κιθάρας και του αυλού[1], αλλά κυρίως στη ρυθμική αγωγή («ρύθμιον») και την αρμονία και την απομνημόνευση της επικής και λυρικής ποίησης, δηλαδή των έργων που συνοδεύονταν εναρμόνια με την κιθάρα, και μετά οι παιδοτρίβες (γυμναστές) που γυμνάζουν τους νέους στα γυμνικά αθλήματα (δρόμο, άλμα ρίψεις κλπ.) εντός του γυμνασίου και στα δυναμικά (πάλη, παγκράτιο) που γίνεται στην παλαίστρα. Ακολούθως, με τα εφόδια αυτά ο νέος θα ανέπτυσσε τη γνώση του με τη διδασκαλία των φιλοσόφων (σοφιστών) που γινόταν στο Γυμνάσιο και την Παλαίστρα, και παρακολουθούσε τη διδασκαλία της Αρχαίας Τραγωδίας στους χορηγικούς δραματικούς αγώνες και θα συμμετείχε μετά τη στρατιωτική εκπαίδευση αμειβόμενος στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου.
Βλέπουμε ότι το αντικείμενο ήταν η πρόσληψη κυρίως άχρηστων γνώσεων. Βέβαια, δεν έχουμε συστηματοποίηση της παραγωγής ή αδυσώπητο εγκλωβισμό στην επαναληψιμότητα κλπ. που αποτελούν αυτά που είναι κυρίαρχα σήμερα και κατά το Μαξ Βέμπερ συγκροτούν την προτεσταντική αντίληψη του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Μπορεί όμως να στέκεται πάντα ως οδηγός για τη δημιουργία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου.
Για να δούμε πως εντοπίζεται το ζήτημα αυτό στην ελληνική εκπαίδευση. Η μονοτονική γραφή έχει φέρει, μια στρεβλή αντίληψη για τη γραφή και τη γραμματική, και αρκετές δεκάδες κανόνες, φτιαχτούς και άχρηστους, και πολύ πιο δύσκολους από εκείνους της πολυτονικής και της ιστορικής ορθογραφίας. Φαντάζουν μυστηριώδη και ακατανόητα τα φθογγικά πάθη, η αλλαγή των συμφώνων στις δασυνόμενες σύνθετες λέξεις, που λόγω απουσίας του τονικού συμβόλου ή του πνεύματος αναπληρώνονται από μία ιερογλυφική αντίληψη της γραμματικής. Το ίδιο η απαρεμφατική σύνταξη (απαγορεύεται το κάπνισμα), όπως και το μεγάλο πρόβλημα της σύνταξης των αντικειμένων στην ορθή πτώση, στο εμπρόθετο μετά την κατάργηση της δοτικής, την αναγνώριση και την τοποθέτηση του επιρρήματος, τη συμφωνία κατά αριθμό και πτώση του επιθέτου με το ουσιαστικό. Αυτό αντανακλάται και στη σκέψη. Φαίνεται στα μαθηματικά αυτή η στρέβλωση, όπου τα απλούστατα σύμβολα της Άλγεβρας και της Φυσικής δεν διδάσκονται ορθά με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει η μεταφορά στην απλότητα και μεγαλοφυΐα της μαθηματικής επαγωγικής σκέψης. Το ίδιο και στη Χημεία. Τα ωραία προβλήματα που μας εξασκούσαν την παρατηρητικότητα και την πρακτική σκέψη με τη γεωμετρία και τη στερεομετρία διδάσκονται με ακατανόητο και βασανιστικό τρόπο. Δε μιλάω για στοιχειώδεις γνώσεις λογοτεχνίας, ιστορίας και γεωγραφίας. Εκεί υπάρχει ζοφερή άγνοια.
Μα πως και τα άμοιρα παιδιά να βρουν ενδιαφέρον για να μάθουν; Με τα τερατώδη ακατανόητα βιβλία; Αρχίζοντας μια φορά στο δημοτικό φτάνουν κάπου στην Στ’ Δημοτικού. Από εκεί ξαναρχίζουν πιο οργανωμένα. Ποια είναι η κατάληξη;
Η πλειοψηφία των αποφοίτων της θεωρητικής κατεύθυνσης δεν μπορεί να προσεγγίσει ένα πρόβλημα ευκλείδειας γεωμετρίας που βασίζεται στο πυθαγόρειο θεώρημα, μια απλή ανίσωση. Οι απόφοιτοι της θετικής κατεύθυνσης δεν παίρνουν μυρωδιά από ιστορία, και φιλοσοφία. Τα παιδιά μας αρχίζουν να διδάσκονται από την Πρώτη Δημοτικού Αγγλικά και από την Τετάρτη δεύτερη ξένη γλώσσα. Κανονικά στην Τρίτη Γυμνασίου έπρεπε να είναι ικανά όλα να ανταποκριθούν σε εξέταση επιπέδου C1 στα αγγλικά και να μπορούν να διαβάζουν αν όχι Μπάιρον και Τζον Λοκ, τουλάχιστον δοκιμιακά κείμενα και τον τύπο στα Αγγλικά, και στη δεύτερη γλώσσα Β2. Χωρίς φροντιστήριο όμως δεν μπορούν να πουν ούτε καλημέρα και το κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας είναι επιστημονική φαντασία.
Στη φιλοσοφία έχουν μεσάνυχτα. Ιστορία ευρωπαϊκή δεν το συζητώ, Βυζαντινή σπαράγματα, αρχαία και μυθολογία κάποια ελάχιστα πράγματα, νεώτερη σχεδόν τίποτα, ότι μαθαίνουν από την τηλεόραση. Χημεία και φυσική στο πρακτικό ζήτημα π.χ. να αλλάξουμε μια λάμπα κλείνοντας το διακόπτη, με πρακτική διδασκαλία μεταδίδουμε κόλπα.
Και εν τέλει φτάνουμε στο δύσκολο. Στο λόγο. Δεν θα μιλήσω ότι αγνοούμε βασική λογοτεχνία και ποίηση. Αλλά για την έκφραση η εκμάθηση της οποίας γίνεται χωρίς την αναφορά σε λογοτεχνικό υπόδειγμα, τελείως μηχανιστικά και τεχνοκρατικά με τη λεγόμενη «έκθεση». Τις προηγούμενες γενιές τις ταλαιπώρησε ο λεγόμενος δοκιμιακός λόγος. Μάθαμε λοιπόν σε μια ουδέτερη χρήση της γλώσσας χωρίς συναίσθημα. Άλλοι θεωρώντας ότι η ιδεατή γλώσσα ήταν η γλώσσα του Μάριου Πλωρίτη και άλλοι η γλώσσα του Κορδάτου. Χωρίς μέσες οδούς. Και καταλήγουμε σε μία ξύλινη κουραστική γλώσσα, με ή χωρίς γλωσσικές ακρότητες. Η σύγχρονη λογογραφία μισεί τη λογοτεχνία.
Δεν μάθαμε ότι το κείμενο χρειάζεται συγκεκριμένη έκταση και πλάνο, επομένως είτε γράφουμε σχοινοτενή κείμενα, όπου το ζουμί είναι μία παράγραφος, γιατί δεν μπορούμε να στήσουμε από δίπλα μια παράγραφο πριν που να εντοπίζει το πρόβλημα , μια άλλη να το τοποθετεί, μια άλλη να εξηγεί τη θέση μας και μια τελευταία που να καταλήγει προτασιακά, καταγγελτικά ή διαπιστωτικά. Και εδώ φαίνεται η αμηχανία περί τη διδασκαλία της γλώσσας, άρα και της οργάνωσης της σκέψης.
Ακόμη και όταν μάθαμε να κάνουμε ένα πλάνο, χωρίς στοιχειώδη γνώση της φιλοσοφίας, άρα και χωρίς ιδεολογικό αξιακό υπόβαθρο, για βασικά υπαρξιακά ερωτήματα, δεν μπορούμε να εκφράσουμε αυτό που θέλουμε και να καταλήξουμε σε συμπέρασμα. Και φτάνουμε στα πλέον τραγικά, τα οποία προκύπτουν από την απουσία της διδασκαλίας της Λογικής και της Ρητορικής. Η άγνοια της Λογικής, αντανακλά το κωμικοτραγικό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Η άγνοια της παραλληλίας, τη υπαλληλίας, και της δόμησης του συλλογισμού μας υποχρεώνει στην ανάγνωση και την ακρόαση, άρα και στην εκπαίδευση σε ένα λόγο χωρίς αρχή μέση και τέλος. Το ερώτημα δεν απαντάται, αφού ο απαντών εστιάζει λόγω αδυναμίας κατανοήσεως σε άλλο ζήτημα από εκείνο που εντοπίζει η ερώτηση, και όταν απαντάται αυτό γίνεται με ένα τρόπο παράλογο, όπου το επιεικέστερο λογικό μειονέκτημα είναι η κυκλική απόδειξη, ο φαύλος κύκλος, όπου ο συλλογισμός δομείται προϋποθέτοντας το αποδεικτέο γεγονός ως αποδεδειγμένο.
Στις περιπτώσεις πάλι που έχουν ξεπεραστεί, από εξωγενείς παράγοντες αυτά τα προβλήματα, εκεί η άγνοια της ρητορικής δημιουργεί άλλα προβλήματα. Δεν μπορεί να διατυπωθεί όχι οραματικός, αλλά ούτε υψηλός λόγος. Δεν μπορεί ο ρήτορας να απευθυνθεί στο κοινό διατηρώντας το ενδιαφέρον του με κάποια λεκτικά σχήματα, ή οδηγώντας στον ενθουσιασμό που επιφέρει η επικοινωνία σε μια υψηλή έννοια και τον ανάλογο τόνο.
Τι σχέση έχει αυτό με τα Λατινικά. Επιφανειακά καμία, ουσιαστικά μεγάλη. Πρέπει να πάψει η παιδεία μας να επικεντρώνει στον ωφελιμισμό. Πρέπει να δίνει κάτι παραπάνω. Ίσως όχι Λατινικά, αλλά έστω όλα τα υπόλοιπα. Δεν μπορεί η όλη εκπαιδευτική διαδικασία από την Πρώτη Δημοτικού να στοχεύει μόνο στην προγύμναση της Τρίτης Λυκείου για την επιτυχία στην Ανώτατη Σχολή. Κυρίως πρέπει να δίνει όλα τα υπόλοιπα.
Κλείνοντας το σχοινοτενές αυτό άρθρο στο οποίο ο αναγνώστης ελπίζω να μη εντοπίσει τις αβελτηρίες που κατακρίνω και να με κατατάξει στην κατηγορία των «διδασκάλων που εδίδασκαν και νόμον δεν εκράτουν», νομίζω ότι χωρίς τον στόχο και τις αλλαγές που διαισθάνομαι ότι χρειάζονται στην εκπαίδευση, με αφορμή την κατάργηση της διδασκαλίας της Λατινικής, φοβάμαι ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε στο σημερινό δυσώδες και ζοφερό τέναγος. Και αν έχει βάση το Ευαγγελικό «από των λόγων σου δικαιωθήση», σωτηρία δεν έχουμε.
[1] Για τη σημασία της Μουσικής στη ζωή και τη συγκρότηση της κοινωνίας των Αρχαίων πρβλ αναφορά σε Πλάτωνος Πολιτεία 423 επόμενα, όπου και το κορυφαίο motto «Ουδαμού γαρ κινούνται οι της μουσικής τρόποι, άνευ νόμων πολιτικών των μεγίστων».