Η DW έχει ένα ενδιαφέρον άρθρο του Κώστα Συμεωνίδη, που γράφει για το πώς κέρδισε η Γερμανία 7 δισεκατομμύρια ευρώ… δανειζόμενη.
Για τους κοινούς θνητούς η διαδικασία έχει ως εξής: αφού πάρει κανείς ένα δάνειο καλείται στη συνέχεια να το επιστρέψει υπό τη μορφή δόσεων. Ένα μέρος διοχετεύεται στην αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου, στο λεγόμενο χρεολύσιο και το άλλο μέρος στην αποπληρωμή των τόκων. Στην περίπτωση των διαχειρισθέντων από τον γερμανό υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς κρατικών ταμείων όμως η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική: για το γερμανικό κράτος η ανάληψη χρέους το 2020 όχι μόνο δεν συνοδεύτηκε από την καταβολή τόκων, αλλά αντιθέτως οδήγησε σε δυσθεώρητα και απροσδόκητα κέρδη.
Τεράστια ζήτηση παρά τις απώλειες
Μέχρι και τις 3 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους η έκδοση κρατικών ομολόγων απέφερε έσοδα από τόκους ύψους συνολικά επτά δισεκατομμυρίων ευρώ. Με απλά λόγια: οι επενδυτές πλήρωσαν φέτος περί τα 7 δισ. ευρώ στη Γερμανία για να της δανείσουν χρήματα. Αυτό προκύπτει σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς από την απάντηση του υπουργείου Οικονομικών σε επερώτηση του βουλευτή του Die Linke (Αριστερά) Φάμπιο ντε Μάζι. Όπως αναφέρει στην απάντησή του το υπουργείο, τα απροσδόκητα έσοδα οφείλονται «στα ιστορικά εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια».
«Χάρη στα αρνητικά επιτόκια το κράτος κερδίζει από την πώληση ομολόγων», σχολιάζει ο βουλευτής του κόμματος Die Linke. Και παρότι τα γερμανικά ομόλογα αποφέρουν ουσιαστικά ζημίες στους αγοραστές τους, παραμένουν ιδιαίτερα δημοφιλή. Οι προσφορές των επενδυτών υπερκαλύπτουν συνήθως κατά δύο φορές την έκδοση .
Με το τριπλό ΑΑΑ από τους Οίκους Αξιολόγησης η πιστοληπτική ικανότητα της Γερμανίας θεωρείται άριστη. Πέραν της εξαιρετικής αυτής βαθμολογίας όμως είναι γεγονός ότι η αγορά ομολόγων είναι και πολύ μεγάλη. Μεταξύ των αγοραστών βρίσκονται συνταξιοδοτικά ταμεία, διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και άλλοι θεσμικοί επενδυτές. Όντας από τα πιο ασφαλή λιμάνια λοιπόν και ελλείψει εναλλακτικών που αποφέρουν κέρδος, οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να δανείσουν στη Γερμανία βγαίνοντας ακόμη και ζημιωμένοι. Αξιοσημείωτο ότι στις 30 Νοεμβρίου η μέση απόδοση των γερμανικών ομολόγων κυμαινόταν στο μείον 0,56%.
Ο ΕΚΤ
Ένας από τους βασικούς λόγους του φαινομένου των αρνητικών επιτοκίων είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συγκαταλέγεται στους κύριους αγοραστές που προχωρά συστηματικά σε μαζική αγορά χρεογράφων. Με τον τρόπο αυτό αυξάνει η ζήτηση που με τη σειρά της μειώνει τις αποδόσεις. Μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές PSPP, η ΕΚΤ είχε αγοράσει μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο γερμανικά χρεόγραφα (κρατικά ομόλογα, χρεόγραφα κρατιδίων αλλά και ινστιτούτων) συνολικού ύψους 562 δισ. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και άλλα 125 δισ. ευρώ του έκτακτου λόγω πανδημίας προγράμματος αγοράς ομολόγων PEPP.
«Η ΕΚΤ κάνει τη δουλειά της και κρατά χαμηλά τα επιτόκια για τις χώρες της Ευρωζώνης», σχολιάζει ο ντι Μάζι. «Το ύψος των επιτοκίων είναι ιστορικά χαμηλό και το ποσοστό του χρέους χαμηλότερο σε σχέση με τα επίπεδα της οικονομικής κρίσης. Μπορούμε να επωφεληθούμε από τα χρέη. Σε αυτά τα συμφραζόμενα η επιστροφή στο χρεόφρενο (σσ. συνταγματικά κατοχυρωμένο πλαφόν στον νέο δανεισμό του γερμανικού δημοσίου) θα συνιστούσε οικονομικό παραλογισμό».
Λόγω πανδημίας η Γερμανία δανείστηκε φέτος το ποσό ρεκόρ των 406,5 δισ. ευρώ από τις αγορές. Η παρούσα κρίση προκαλεί φορολογική τρύπα πολλών δισεκατομμυρίων ενώ την ίδια ώρα η κυβέρνηση δαπανά τεράστια ποσά για να στηρίξει την οικονομία και να περιορίσει τις συνέπειες της πανδημίας. Η έκδοση των νέων ομολόγων έχει στόχο να καλύψει τη διαφορά μεταξύ εσόδων και δαπανών. Παράλληλα όμως πρέπει να εξυπηρετηθούν και παλιά δάνεια ύψους 248 δισ. ευρώ.