Η γέννηση του νεοφασισμού και κίνδυνος μιας δικτατορίας των “αντιπάλων” του

Η γέννηση του νεοφασισμού και κίνδυνος μιας δικτατορίας

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
7 Ιανουαρίου 2021

Μπορεί να απετράπη προς στιγμήν ο κίνδυνος της επικράτησης νεοφασιστικών δυνάμεων στο κέντρο του κόσμου μας, αλλά μόνο προς στιγμήν. Και η αποτροπή αυτή αυξάνει τον κίνδυνο εκθετικής αύξησης των δυνατοτήτων της αντίπαλης προς τον Τραμπ φράξιας να μας πάει σε άλλου τύπου, μεταμοντέρνο, τεχνο-φασισμό του πλήρους ελέγχου της πληροφορίας, άρα της σκέψης και βούλησης των ανθρώπων.

“Φέτος, λόγω των περιορισμών των ταξιδιών που σχετίζονται με τον COVID, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάστηκαν να κάνουν πραξικόπημα στο εσωτερικό τους”. Aυτό ήταν ένα από τα μηνύματα που λάβαμε μετά το αποτυχημένο προνουντσιαμένο του Τραμπ στην Ουάσινγκτον.

Αν πολύς κόσμος διεθνώς ανησύχησε, δεν ήταν και λίγοι οι «πικραμένοι» που γέλασαν με όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ και μοιάζουν απελπιστικά με όσα οργάνωσε η ίδια η υπερδύναμη σε δεκάδες χώρες του πλανήτη (μεταξύ αυτών, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, για να μην ξεχαστούμε εντελώς).

Στην Άγκυρα η κυβέρνηση εξέδωσε μια ανακοίνωση που εκφράζει “ανησυχία” για τα συμβαίνοντα και καλεί τις “δύο πλευρές” σε “αυτοσυγκράτηση”. Αγνοούμε αν αντανακλά μόνο την ισορροπιστική διπλωματία Ερντογάν και όχι μια υφέρπουσα ειρωνική διάθεση.

Αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων της Αφρικανικής Ένωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η πρόταση ενός φίλου από το Μαλί (στο οποίο η Ελλάδα αποφάσισε μάλιστα, αν είναι δυνατόν, να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις!). Ένας άλλος, από τη Λατινική Αμερική, πρότεινε να αναλάβει την Προεδρία των ΗΠΑ ο ανεκδιήγητος υποψήφιος δικτάτωρ-“καραγκιόζης” που προωθούσε ο Τραμπ για τη Βενεζουέλα Χουάν Γκουαϊδό (συνομιλητής και του δικού μας Υπουργού Εξωτερικών!).

Προ διημέρου αποτολμήσαμε την πρόβλεψη ότι, αν τελικά ο Τραμπ κάνει κίνημα, η πιθανότερη κατάληξη θα είναι μια φάρσα, αντίστοιχη με το αποτυχημένο πραξικόπημα του Χίτλερ το 1923, δέκα χρόνια πριν πάρει την εξουσία. Δεν γνωρίζουμε ακόμα παρά ένα ελάχιστο κλάσμα του τι πραγματικά έγινε στα παρασκήνια της Ουάσιγκτον, ιδίως στη στρατιωτική ηγεσία και στις μυστικές υπηρεσίες. Επί τη βάσει όμως όσων έκανε ο Τραμπ μετά τις εκλογές στις ένοπλες δυνάμεις και στην ηγεσία της NSA, αλλά και των δηλώσεων στενών συνεργατών του, εικάζουμε ότι ετοίμαζε μείζον πραξικόπημα για τη διατήρησή του στην εξουσία μετά τις 20 Ιανουαρίου,, όπως και μεγάλο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.

Αφού όμως το ξέραμε εμείς, το ήξεραν και οι αντίπαλοί του μέσα στον αμερικανικό κρατικό μηχανισμό και την παγκόσμια ιθύνουσα τάξη, και, πιθανότατα, περίμεναν να εκδηλωθεί η πρώτη κίνηση για να συντρίψουν την προσπάθεια, αν και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει απόδειξη αυτού του ισχυρισμού, πέραν του ότι εξηγεί πολύ ικανοποιητικά τι συνέβη.

Η εύκολη κατάληψη του Καπιτωλίου σε μια χώρα που οι αστυνομικοί πυροβολούν και σκοτώνουν για πλάκα υποδεικνύει πιθανότατα συνεργασία των δυνάμεων ασφαλείας με το σχέδιο. Ακόμα πιο πιθανό είναι όμως ότι οι αντίπαλοι του Τραμπ άφησαν να εκδηλωθεί η πρώτη πράξη του πραξικοπήματος, ώστε να το καταστείλουν ευκολότερα στη συνέχεια. Η μέθοδος αυτή, του εκ των προτέρων υπονομευμένου “πραξικοπήματος-οπερέττας”, χρησιμοποιήθηκε στην ΕΣΣΔ (πιθανότατα με τη συνεργασία των αμερικανικών υπηρεσιών) τον Αύγουστο του 1991, ώστε να επιτρέψει την άνοδο στην εξουσία του Γέλτσιν, την απαγόρευση του ΚΚΣΕ και τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Τα όσα συνέβησαν στην Ουάσιγκτον μοιάζουν να επιβεβαιώνουν τόσο την εκτίμηση ότι ο Τραμπ εκπροσωπεί την αρχή μιας αμιγώς νεοφασιστικής κίνησης στις ΗΠΑ, όσο και το ότι όντως διεξάγεται ένας «εμφύλιος πόλεμος» στο δυτικό κατεστημένο και στον ίδιο τον πυρήνα του, την Αυτοκρατορία του παγκόσμιου Χρηματιστικού Κεφαλαίου, μεταξύ δύο τάσεων, μιας “μετριοπαθούς” και μιας εξτρεμιστικής. Αμφότερες είναι ολοκληρωτικές, κρινόμενες από την τελική στρατηγική τους επιδίωξη, την επιβολή μιας ολοκληρωτικής δικτατορίας του Χρήματος και της Δύσης σε όλο τον πλανήτη. Διαφέρουν όμως πολύ στις μεθόδους, τις ιδεολογίες και τις τακτικές για να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός.

Μέχρι τώρα, ο νεοφασισμός του Τραμπ οργανωνόταν από τα πάνω και μέσω των social media. Δεν διέθετε μαζικό κίνημα, όπως διέθεταν ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι. Άρχισε να το αποκτά με τη συγκρότηση ενόπλων συμμοριών των οπαδών του κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία Φλόυντ. Τώρα, και στην αντιπολίτευση, είναι πιθανό να το αποκτήσει.

Υπενθυμίζουμε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ψηφίστηκε από 74 εκατομμύρια πολίτες, 10 εκατομμύρια περισσότερους από το 2016. Τα δύο τρίτα από αυτούς, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πιστεύουν στην αναπόδεικτη και παράλογη θεωρία της νοθείας. Και αν αύριο το πρωί οι Νιού Γιορκ Τάιμς δημοσιεύσουν στην πρώτη σελίδα τους άρθρο ότι ο ήλιος βγαίνει από την Ανατολή, αυτοί μπορεί να πιστέψουν ότι βγαίνει από τη Δύση!

Αν συνεχίσουμε την αναλογία με την άνοδο του χιτλερισμού, είμαστε μετά το 1923 πηγαίνοντας προς ένα ενδεχόμενο 1933. Με τρεις όμως σημαντικές διαφορές. Πρώτον, ο Φασισμός δεν εμφανίζεται σε μια σημαντική, αλλά εν τέλει δευτερεύουσα χώρα του κόσμου, όπως η Γερμανία. Δεύτερο, δεν έχει εμφανισθεί εναλλακτική εντός του δυτικού καπιταλισμού, όπως ήταν ο Ρούζβελτ στη δεκαετία του 1930. Τρίτον, ζούμε στην εποχή των πυρηνικών όπλων και μιας πληθώρας τεχνολογιών που μπορούν να εξαφανίσουν τη ζωή από τον πλανήτη που κατοικούμε και θα το κάνουν σύντομα, αν δεν ξεσηκωθούν οι λαοί.

Μπάιντεν, ο Πρόεδρος Τίποτα

Το πιο αξιοθρήνητο πρόσωπο της 6ης Ιανουαρίου ήταν ο ίδιος ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Εμφανίστηκε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση στις τηλεοπτικές οθόνες όχι για να καταδικάσει τα όσα συμβαίνουν και να καλέσει τον αμερικανικό λαό να υπερασπίσει τη δημοκρατία, αλλά για να απευθύνει έκκληση στον ηγέτη του πραξικοπήματος να πάρει ο ίδιος την πρωτοβουλία να το σταματήσει. Δεν διανοείται, ακόμα και με ένα πραξικόπημα απέναντι, να θέσει σε κίνδυνο την ενότητα, σε τελικά ανάλυση, του άρχοντος συγκροτήματος στις ΗΠΑ.

Επί της ουσίας των όσων συμβαίνουν ο Μπάιντεν δεν είπε τίποτα, περιοριζόμενος να επαναλαμβάνει πόσο μεγάλη χώρα είναι η Αμερική και η Δημοκρατία της (τη στιγμή μάλιστα ακριβώς που μόνο αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει) και εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του για τα τζάμια που έσπασαν οι διαδηλωτές για να μπουν στο Καπιτώλιο.

Ο Μπάιντεν δεν είχε ούτε μια κουβέντα να πει απευθυνόμενους στους χιλιάδες διαδηλωτές που συγκεντρώθηκαν στην Ουάσιγκτον και στα 74 εκατομμύρια των Αμερικανών που ψήφισαν Τραμπ. Δεν φάνηκε να καταλαβαίνει (ή αν καταλαβαίνει δεν έχει καμία απάντηση να δώσει) τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων, ούτε τους λόγους που τους οδήγησαν στην εξέγερση. Δεν έχει τίποτα να πει στη μισή Αμερική που, δικαιολογημένα, έχει χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη της στην ιθύνουσα ελίτ της πολιτικής, των επιχειρήσεων και των Μέσων Ολοκληρωτικής Ενημέρωσης, όπως αξίζει πλέον να τα αποκαλούμε.

Το να αποκαλείς τους αντιπάλους σου ρατσιστές και φασίστες δεν ωφελεί πολύ, όπως δεν ωφελούν και οι ηθικοπλαστικές διδασκαλίες. Για να παύσει η (δικαιολογημένη) οργή τους να τροφοδοτεί τον νεοφασισμό, πρέπει να τους προταθεί άλλη εναλλακτική και η ιθύνουσα τάξη των ΗΠΑ δεν φαίνεται να διαθέτει καμία.

Δεν είναι μόνο ο Μπάιντεν που δεν έχει να τους πει τίποτα, κανένας από την ιθύνουσα ελίτ δεν έχει να τους πει. Ο ίδιος ο Ομπάμα, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό The Atlantic, δεν βρήκε άλλο επιχείρημα για να πείσει ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα από το να συγκρίνει την εποχή μας με εκείνη του Τζέγκις Χαν! (Αν κρίνουμε άλλωστε από την αποτρόπαιη βαρβαρότητα της δολοφονίας δι’ εξευτελισμού του Μουαμάρ Καντάφι και την ικανοποίηση της Υπουργού του Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, που παρακολουθούσε live το θέαμα, ή της Κυρίας Ολμπράιτ, που θεωρούσε δικαιολογημένο τον θάνατο 500.000 παιδιών στο Ιράκ, ας μας επιτραπεί διατηρούμε τις αμφιβολίες μας για το αν όντως ζούμε σε καιρούς καλύτερους από αυτούς των μογγολικών επιδρομών).

Οι Δημοκρατικοί έφαγαν τέσσερα χρόνια απευθύνοντας στον Τραμπ την παράλογη κατηγορία ότι είναι πράκτορας του Πούτιν, παράλογη διότι δεν μπορεί να γίνει ένας πράκτορας της Ρωσίας πρόεδρος στη Ουάσιγκτον – για να γίνει χρειάζεται τη στήριξη και προστασία κάποιου ισχυρού κέντρου του αμερικανικού κατεστημένου. Εμείς δεν πιστεύουμε στη θεωρία των πρακτόρων, αν όμως ο Τραμπ είναι πράκτορας, τότε εκ της εξωτερικής του πολιτικής, όλοι στην Ουάσιγκτον γνωρίζουν ποιανού είναι και κανείς δεν το λέει.

Η κριτική των Δημοκρατικών στον Τραμπ δεν έγινε για τις νεοφασιστικές του τάσεις, αλλά από την άποψη τού ότι δεν εξυπηρετεί ικανοποιητικά τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, Η κριτική αυτή τον βοήθησε στην πραγματικότητα να φιλοτεχνήσει το δήθεν “αντιπολεμικό” προφίλ του και να κερδίσει οπαδούς.

Δεν υπήρχε άλλωστε καμμία περίπτωση να εκλεγεί ο Μπάιντεν, αν δεν κινητοποιούνταν εκατομμύρια Αμερικανοί στη βάση, τρομοκρατημένοι από τον Τραμπ, και αν δεν τον είχαν στηρίξει άνθρωποι όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Μπέρνι Σάντερς, που έχουν αποδείξει την γνησιότητα της αντίθεσής τους προς το κατεστημένο. Και καλώς έκαναν, γιατί ο μεν Μπάιντεν ήταν μια κακή λύση, ο δε Τραμπ, με δεδομένη την οικολογική, πυρηνική και μεσανατολική πολιτική του, μπορούσε να μας πάει σε παγκόσμια καταστροφή. Το αληθινό του πρόγραμμα ήταν “Δικτατορία στη Δύση”, πόλεμος κατά πάντων εκτός αυτής» και αν σκεφτεί κανείς το τι έκανε χάνοντας τις εκλογές, εύκολα συνειδητοποιεί τι θα γινόταν αν τις κέρδιζε.

Όπως και αντίστροφα, είναι ασφαλώς εντελώς παράλογες οι επιθέσεις του Τραμπ στους Δημοκρατικούς, κατ’ εξοχήν κόμμα της χρηματιστικής ολιγαρχίας, ότι είναι Σοσιαλιστές και Αριστεροί.

Στον πολιτικό λόγο και των δύο παρατάξεων που συγκρούονται στην Αμερική κυριαρχεί τώρα ο παραλογισμός, γεγονός που είναι η καλύτερη ένδειξη πως η παρούσα κρίση στις ΗΠΑ δεν είναι παρά το προανάκρουσμα των πολύ σοβαρότερων που έρχονται.

Η απειλητική σκιά του τεχνολογικού Ολοκληρωτισμού

Θα ήταν ελλιπής η παραπάνω παρουσίαση των κατά τη γνώμη μας βασικών συμπερασμάτων από την 6η Ιανουαρίου, αν παραλείπαμε να υπογραμμίσουμε και κάτι άλλο. Τα γεγονότα ανέδειξαν ποιος είναι ο πραγματικός Κυρίαρχος, ο Δικτάτωρ με την έννοια που τον προσδιορίζει ο Καρλ Σμιτ, δηλαδή ο αποφασίζων κατ’ εξαίρεση σε καταστάσεις ανάγκης. Και αυτός δεν είναι άλλος από τους ιδιοκτήτες της Google, του Facebook, του Twitter, των γιγάντων του Ίντερνετ.

Αυτοί αποφασίζουν, σε τελική ανάλυση, ποια από τις φράξιες της άρχουσας τάξης θα επικρατήσει, αυτοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια συνείδηση. Αν διατηρούν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να λογοκρίνουν τον θεωρητικά ισχυρότερο άνθρωπο στον πλανήτη, τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό σημαίνει ένα πράγμα: Έχουμε χάσει, όλοι οι πολίτες του κόσμου, το δικαίωμα έκφρασης και, σε μεγάλο βαθμό, και το δικαίωμα στη σκέψη, αφού για να μπορέσεις να σκεφτείς χρειάζεσαι πρόσβαση στα πραγματικά δεδομένα, αλλά και σε διαφορετικές απόψεις.

Είπανε ότι στην εποχή μας τα πραξικοπήματα γίνονται με τις τράπεζες όχι με τα τεθωρακισμένα (with banks, not with tanks). Εμείς, όπως και η Κύπρος, είχαμε το θλιβερό προνόμιο να γίνουμε το προνομιακό πεδίο εφαρμογής των νέων πραξικοπημάτων, αφού υποστήκαμε και τα παλιά. Τώρα όμως τα πραξικοπήματα γίνονται επίσης με τον έλεγχο της πληροφορίας και των δεδομένων.

Έχουμε επομένως δύο απειλές να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα:

  • Μια φασιστική απειλή κλασικού ολοκληρωτισμού, που αν επικρατήσει θα οδηγήσει σε καταστροφή το γένος μας,
  • Μια μεταμοντέρνα απειλή ολοκληρωτισμού δια της κλοπής του μυαλού μας που επίσης θα οδηγήσει σε καταστροφή το γένος, σε λίγο όμως πιο μακρινές προθεσμίες και με πιο περίπλοκη διαδρομή

Η μία τάση τροφοδοτεί την άλλη. Η ύπαρξη του Τραμπ ενισχύει τον Μπάιντεν, η ύπαρξη του Μπάιντεν ενισχύει τον Τραμπ. Μόνο η εμφάνιση μιας αξιόπιστης ριζοσπαστικής εναλλακτικής μπορεί να μας γλυτώσει και από τους δύο κινδύνους.

Πηγή:kosmodromio.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας