Ένας καινούργιος κόσμος
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την ανάδειξη δύο νέων κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την καταστροφή των παλαιών, σταδιακά ο ιμπεριαλισμός άλλαξε περιεχόμενο. Από την δεκαετία του 1970 και την σχετική υποχώρηση της ισχύος της ΕΣΣΔ, η εναπομένουσα κυρίαρχη δύναμη δεν συγκεντρώνει πλέον για να επεξεργαστεί στο εσωτερικό της, τις πρώτες ύλες και την εργατική δύναμη των μη βιομηχανικών και υποτελών χωρών, όπως η παλιά ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Αντίθετα για ιστορικούς αλλά και ενδεχομένως εξαιτίας της μοναδικής ισχύος που απολαμβάνει λόγους, αποφασίζει να εξάγει η ίδια την βιομηχανία της εκεί όπου βρίσκονταν αυτές.
Πρόκειται για μεταβολή ιστορικών διαστάσεων. Οι ακριβείς αιτίες της δεν δύναται να αναλυθούν εδώ, όπως και όλες οι εξαιρετικές της επιπτώσεις, ωστόσο οφείλουμε να συγκρατήσουμε ένα ιδιαίτερο δομικό χαρακτηριστικό. Εξαιτίας της ειδικής μορφής της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των ΗΠΑ, αυτή η αλλαγή στην μορφή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού πραγματοποιείται, σε έστω σχετικό βαθμό, με όρους ελεύθερης αγοράς και όχι αυστηρής κρατικής ρύθμισης, όπως πολύ περισσότερο συνέβαινε στο παρελθόν. Ο κόσμος πια εισήλθε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την ελεύθερη, δίχως έλεγχο ή σχεδιασμό, διακίνηση κεφαλαίων και προϊόντων, δηλαδή τα δομικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού.
Η υποχώρηση του πολιτικού στοιχείου και ελέγχου από τις διεθνείς σχέσεις και η δόμησή τους με ολοένα και περισσότερο οικονομικούς όρους, επέτρεψε την ανεξέλεγκτη εξαγωγή του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής της δύσης, στην Κίνα και στην ανατολή. Με την μετατροπή της Κίνας και των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας σε βιομηχανικές δυνάμεις, ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής έχει επεκταθεί σχεδόν παντού, με αποτέλεσμα να καταστεί συνολικός. Αυτό ακριβώς το γεγονός και η σημασία του, που θεωρούμε θεμελιώδης, θα γίνει μια προσπάθεια να αναλυθεί εδώ.
Η μεγάλη αντίφαση
Η βασική επίπτωση της ενοποίησης, αλλά και ομογενοποίησης του συνόλου πλέον της παραγωγής που έχει επιτευχθεί από την επέκταση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής και της τεχνολογίας, είναι ότι η παραγωγή διεξάγεται κάτω από τους ίδιους όρους, μορφές και σχέσεις. Αναλυόμενη ανεξάρτητα η οργάνωση της παραγωγής εμφανίζεται κοινή ενώ το σύνολο της, ως το αποτέλεσμα ενός κοινού οργανωτικού συστήματος, παρότι διατηρεί στους εξωτερικούς της τύπους μορφές, πολιτικές και προγενέστερες. Έτσι είναι δυνατόν να εμφανίζεται ακόμη σαν εθνική, όπως για παράδειγμα ένα γερμανικό αυτοκίνητο, θεωρείται ως τέτοιο ακόμα και αν το μεγαλύτερο μέρος των εξαρτημάτων ή και το σύνολό του έχει παραχθεί αλλού. Το εθνικό πρόσημο στην παραγωγή τείνει να εκφράζει μάλλον μια συγκεκριμένη ποιότητα κατασκευής, παρά έναν γεωγραφικό ή εθνικό τόπο παραγωγής του.
Αυτό συμβαίνει καθώς η τεχνολογία των μέσων παραγωγής έχει σχεδόν εξισωθεί, με αποτέλεσμα οτιδήποτε να μπορεί να παραχθεί οπουδήποτε ενώ ταυτόχρονα, χάρη στην ελευθερία κίνησης των εμπορευμάτων, του επιτρέπεται να πουληθεί παντού. Αυτό σημαίνει πως οι οικονομικές σχέσεις έχουν αποσπαστεί από την γεωγραφία, όχι όμως και οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις που παραμένουν εγκλωβισμένες στα χωρικά και εθνικά τους πλαίσια και που η παραγωγή μπορεί πλέον να επιδρά εν μέρει εξωτερικά και αντιφατικά, ως προς αυτές. Έτσι ενώ οι όροι και οι μορφές της παραγωγής έχουν γίνει κοινές, δεν ισχύει το ίδιο και για τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς αυτές διαμεσολαβούνται από το πολιτικό στοιχείο, που παραμένει εθνικό, πολυμερισμένο και διακριτό. Μπορεί να ειπωθεί πως ζούμε στην εποχή του έθνους κράτους, χωρίς εθνική οικονομία. Ενώ η κοινωνική ιεραρχία, η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, οι ταξικές αντιθέσεις, η αναδιανομή του εισοδήματος, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, οι όροι και οι συνθήκες της καθημερινής ζωής παραμένουν ή εκφράζονται εθνικά, η παραγωγή και οι όροι της διεθνοποιήθηκαν. Αυτό ακριβώς το γεγονός επιτρέπει την εμφάνιση της κυρίαρχης αντίφασης του σημερινού τρόπου παραγωγής.
Πρόκειται για το γεγονός της εξίσωσης της παραγωγικότητας της εργασίας, ανεξάρτητα του τόπου όπου αυτή χρησιμοποιείται, αλλά όχι και της τιμής της. Με άλλους όρους η εξίσωση της αξίας χρήσης της εργασίας, λόγο της κοινότητας των όρων της παραγωγής, αλλά όχι και της ανταλλακτικής της που αναφέρεται περισσότερο σε κοινωνική και πολιτική ρύθμιση. Πάνω σε αυτό το χαρακτηριστικό έχει δομηθεί, προσαρμοζόμενο στην παραγωγική πραγματικότητα, το σύνολο του οικονομικού συστήματος που ονομάζουμε νεοφιλελευθερισμό. Τον θεμελιώδη νόμο αυτού, αποτελεί η ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου. Αυτή ενοποιεί την παραγωγή και επιτρέπει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, εκεί όπου η τιμή αυτής είναι χαμηλότερη. Η παραγωγή της μπορεί να πωληθεί παντού κυρίως εκεί όπου η τιμή της εργασίας παραμένει σχετικά υψηλή, οπότε η μεγαλύτερη αγοραστική ισχύς των εργαζομένων, επιτρέπει μια εξαιρετικά υψηλή κερδοφορία. Σε αυτές τις συνθήκες, η συνεχής μεταφορά όλο και μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής εκεί που η εργασία είναι φτηνή, θα έπρεπε να θεωρείτε αυτονόητη. Πηγάζει από την ίδια την γεωμετρία. Η διάσπαση της πώλησης από την παραγωγή διαταράσσει τον οικονομικό κύκλο, ενώ καθίσταται ικανή μονάχα επειδή τα κράτη της δύσης στήριξαν την αγοραστική δύναμη, είτε με τον δανεισμό για να καλύψουν το παραγωγικό έλλειμα και την επακόλουθη ανεργία, είτε επεκτείνοντας τον τομέα των υπηρεσιών. Η λύση του δανεισμού όμως φαίνεται πως πλέον δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως στο παρελθόν, γεγονός που φανερώνουν τόσο οι κρίσεις χρέους των χωρών της δύσης όσο όμως και η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, που εν μέρει χρηματοδοτούνταν από αυτόν, η συνεχής υψηλή ανεργία και η συνολική υποβάθμιση των όρων εργασίας. Η κρίση είναι πλέον τόσο ισχυρή, που η επιστροφή στην κρατική ρύθμιση και τον προστατευτισμό, επιχειρείται από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα της ελευθερίας, τις ΗΠΑ.
Η εργατική τάξη και ο προστατευτισμός
Η χρόνια υποβάθμιση των όρων της εργασίας, η αδυναμία μιας οποιασδήποτε κρατικής ρύθμισης των αντιθέσεων, η υποταγή του κοινωνικού στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, έχει μεταβάλλει την πολιτική συμπεριφορά των μη προνομιούχων. Οι συνεχόμενες ήττες της αριστεράς, όπου εδώ ο όρος χρησιμοποιείται συμβατικά, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις ΗΠΑ φανερώνουν την αδυναμία της να εκφράσει τους αδύναμους. Φανερώνουν επίσης την ανάγκη για μια νέα ανάγνωση των συνθηκών καθώς και τον επανακαθορισμό της πολιτικής και ιδεολογικής στρατηγικής της.
Οι πρόσφατες εκλογές στην Βρετανία υπήρξαν αυτές με το μεγαλύτερο πολιτικό διακύβευμα των τελευταίων δεκαετιών. Η Βρετανική κοινωνία κλήθηκε να αποφασίσει, όχι τον καλύτερο διαχειριστή ενός συστήματος που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση και κριτική όπως στο παρελθόν, αλλά την επιλογή για το αν θα συνεχίσει να αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή θα εφαρμόσει μια εθνική πολιτική, στα ζητήματα της οικονομίας και του εμπορίου που μας ενδιαφέρουν εδώ. Σε μια σπάνια στιγμή όπου στις εκλογές διακυβεύονταν μια πραγματική πολιτική επιλογή, η εργατική τάξη πήρε σαφή θέση. Πρόκειται για πραγματική ρήξη του κόσμου της εργασίας με τον νεοφιλελευθερισμό, που αναγκαστικά λόγο της απουσίας προοδευτικής έκφρασής της, εκφράστηκε πολιτικά με συντηρητικές μορφές. Επέλεξε με όρους οικονομικούς, τους μόνους ικανούς σε συνθήκες κρίσης, γνωρίζοντας πως το επίδικο ήταν η ίδια η δυνατότητα επιβίωσης της και οι όροι της. Είναι λογικό να στραφεί προς τις πολιτικές αυτές δυνάμεις που έχουν πλέον επαναφέρει το ζήτημα του προστατευτισμού, της εθνικής παραγωγής και της ρύθμισης του διεθνούς εμπορίου. Νοιώθει και πολύ σωστά πως η επιστροφή της παραγωγής, θα της επιστρέψει το μονοπώλιο της εργατικής δύναμης που κατείχε ως συλλογικός εργαζόμενος στα εθνικά πλαίσια, πως η επιβολή της παραγωγής στο εσωτερικό θα αυξήσει την ζήτηση για εργασία. Γνωρίζει πως ο προστατευτισμός θα επαναφέρει την ενότητα παραγωγού και καταναλωτή στο ίδιο πρόσωπο και θα επιβάλλει τους περιορισμούς που προκύπτουν, για την πραγματοποίηση του κέρδους, από την ταύτιση ξανά του εργατικού κόστους με την αγοραστική δύναμη, καθώς η παραγωγή και η πώληση θα διεξάγονται περισσότερο στο εσωτερικό. Γνωρίζει πως αυτά είναι γεγονότα ικανά και ενδεχομένως τα μοναδικά, να μεταβάλλουν τις αντικειμενικές συνθήκες και να ενισχύσουν την θέση της, στην σύγκρουση μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας.
Το εργατικό κόμμα στην Βρετανία απέρριψε αυτήν την επιλογή δίχως να προτείνει καμία εναλλακτική, για ένα αριστερό brexit ή έστω για μια προστασία της παραγωγής και της εργασίας στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαίνεται να παίρνει θέση ενάντια στην κρατική ρύθμιση του εμπορίου και του ελέγχου του κεφαλαίου εκ των πραγμάτων, ταυτιζόμενο με το διεθνές κεφάλαιο και ευρισκόμενο μάλλον εκεί που θα έπρεπε να είναι το αντίθετό του. Η εμμονή του εργατικού κόμματος στην υποστήριξη των συνθηκών που υποβιβάζουν τους όρους ζωής της εργατικής τάξης για δεκαετίες, στο όνομα ενός κάποιου αφηρημένου διεθνισμού, βασισμένου σε ιδεολογίες που έχουν πλέον αναστρέψει το πραγματικό τους πολιτικό περιεχόμενο και ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την κυρίαρχη, δεν της άφησε άλλη επιλογή. Αυτό που συνέβη στην Βρετανία, συμβαίνει παντού καθώς σε κάθε εκλογική μάχη, νικηφόρες πλέον είναι οι δυνάμεις της συντήρησης κυρίως εκεί όπου αυτές αμφισβητούν την παγκοσμιοποίηση. Αντικειμενικά αλλά και όπως αποτυπώθηκε τόσο στις βρετανικές όσο και στις αμερικανικές εκλογές η αριστερά τείνει να εκφράζει τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, την εργασία που έχει επωφεληθεί από την παγκόσμια αγορά. Έτσι βρίσκεται σε αντίφαση με τον εαυτό της, καθώς από την φύση της και όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις ταυτίζεται με τους αδύναμους, τα συμφέροντα των οποίων και αδυνατεί να υποστηρίξει. Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής πολιτική και ιδεολογική αποδυνάμωση και απαξίωση της.
Οι εργαζόμενοι φαίνεται να βρίσκονται σε θέση πιο προωθημένη από την πολιτική τάξη που τους εκπροσωπεί. Οι συντηρητικές μορφές της πολιτικής τους έκφρασης οφείλονται, σε μεγάλο ας ελπίσουμε μέρος, στην απουσία της αριστεράς από την επιλογή τους. Ευτυχώς αυτό είναι κάτι που μπορεί και πρέπει να διορθωθεί.