Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και ο αντίστοιχος της Ιταλίας υπέγραψαν στις 9/6/2020 διμερή-διακρατική συνθήκη με τίτλο «Για την οριοθέτηση των αντιστοίχων θαλασσίων ζωνών». Επίσης, αυθημερόν, εκδόθηκε σχετική Ανακοίνωση του ελληνικού ΥΠΕΞ.
Η πιο πάνω Συμφωνία σχολιάστηκε θετικά από τη πλειοψηφία των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των επιστημόνων καθώς και από τον ΥΠΕΞ της Τουρκίας. Θεωρήθηκε δε πανάκεια, ως η λύση για την παράνομη Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης ή για τις από το 1974 παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, παρά τα θεσμοθετημένα ελληνικά δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες κατά τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας 1982.
Θα αναλύσουμε τη Συμφωνία αυτή, η οποία έχει δημοσιοποιηθεί στα μέσα κοινωνικής ενημέρωσης και δικτύωσης. μέσω των οποίων την παραλάβαμε και την αναρτούμε στο τέλος αυτού του κειμένου. Προσεγγίζοντάς την από την άποψη της διεθνούς και εθνικής ευθύνης της ελληνικής κυβέρνησης για την εφαρμογή των κανόνων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, σχετικά με την άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων για την θέσπιση και την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή πρακτική και τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων.
Η ελληνική κυβέρνηση έκανε αυτή τη πολιτική επιλογή να επιβεβαιώσει την από 24/5/1977 Συμφωνία Ελλάδας Ιταλίας του 1977, που είχε συνομολογηθεί με το προϊσχύον συμβατικό καθεστώς της Σύμβασης Γενεύης 1958, αντί να συνομολογήσει μία νέα Συμφωνία οριοθέτησης με την Ιταλία, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων της Σύμβασης του 1982 που έχουν κυρώσει η Ελλάδα και η Ιταλία.
Ειδικότερα
1. Το Προοίμιο της από 9/6/2020 της παραπάνω Συμφωνίας συμπεριλαμβάνει την έκφραση: «επιβεβαιώνοντας τη Συμφωνία του 1977».
Η ελληνική κυβέρνηση έκανε αυτήν την πολιτική επιλογή να επιβεβαιώσει την από 24/5/1977 Συμφωνία Ελλάδας Ιταλίας του 1977, που είχε συνομολογηθεί από το προϊσχύον συμβατικό καθεστώς της Σύμβασης Γενεύης 1958, όπως είχε νόμιμο δικαίωμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 83(4) και 311 ΣΔΘ 1982.
Η πολιτική αυτή επιλογή θεωρούμε δεν έχει νομικά και εθνικά πολιτικά πλεονεκτήματα για τους παρακάτω αναφερόμενους λόγους:
Α. Αυτή η Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής και Ιταλικής Δημοκρατίας του 1977 «περί της οριοθετήσεως των ζωνών της υφαλοκρηπίδας των ανηκουσών είς έκαστον των δύο κρατών», συνομολογήθηκε σύμφωνα με το προϊσχύον νομικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παρακτίων κρατών στην υφαλοκρηπίδα, η οποία δεν έτυχε ευρείας επικύρωσης από τα κράτη μέλη της διεθνούς κοινότητας. Η Ελλάδα κύρωσε αυτήν τη Σύμβαση του 1958 με το ΝΔ 1182/1982, όταν η Τουρκία αμφισβήτησε έμπρακτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου ( βλ. Ε. Ρούκουνας ΔΔΔ, σ.85).
Β. Η επιλογή αυτή δεν δικαιολογείται εφόσον και η Ελλάδα – Ιταλία έχουν κυρώσει τη ΣΔΘ 1982. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσιμα εάν η ελληνική κυβέρνηση συνομολογούσε συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με ένα κράτος που δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, όπως είναι η Τουρκία, εκτός εάν η κυβερνητική πολιτική βούληση ήταν να «δείξει» στην Τουρκία ότι δέχεται την εφαρμογή αυτής της Συνθήκης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα, που συμβαλλόμενα κράτη είναι η Τουρκία και η Ελλάδα
Γ. Η ελληνική αντιπολίτευση αντέδρασε στην ελληνική Βουλή κατά τη κύρωση αυτής της Σύμβασης του 1977, με την αιτιολογία ότι εξυπηρετεί κυρίως τα ιταλικά συμφέροντα (βλ. Ημερήσιο τύπο για τον Ν.786/21-6-1978, ΦΕΚ 101 Α).
Δ. Η εφαρμογή της Σύμβασης ΔΘ του 1982 υπερισχύει της Σύμβασης του 1958 μεταξύ των κρατών-μελών της ΔΣΔΘ 1982, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία
Ε. Το νέο συμβατικό Δίκαιο της Θάλασσας, όπως περιλαμβάνεται στη Σύμβαση 1982, ευνοεί την Ελλάδα – γι αυτό η Τουρκία αρνείται να την κυρώσει. Περιλαμβάνει δε νέες διατάξεις, που δεν περιλάμβανε το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς του 1958, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 55 για τη θέσπιση ΑΟΖ, του άρθρου 121 για τα πλήρη δικαιώματα των νησιών σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες και του άρθρου 76 ΣΔΘ 1982 για το νέο ορισμό ως προς τον καθορισμό του πλάτους της υφαλοκρηπίδας. Αυτός ο νέος ορισμός περιλαμβάνει το κριτήριο της απόστασης για περιοχές 200νμ από τις ακτές και το κριτήριο φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους υπό τη θάλασσα για πέραν 200νμ και διεκδίκηση εύρους υφαλοκρηπίδας που το ανώτατο όριο είναι 350νμ., τον καθορισμό του εξωτερικού ορίου της υφαλοκρηπίδας και τη νομική θεμελίωση των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας.
Ο παλαιός ορισμός του πλάτους της υφαλοκρηπίδας, κατά τη Σύμβαση του 1958, περιελάμβανε το κριτήριο του βάθους του βυθού από την ακτή των 200 μέτρων και το ασαφές κριτήριο της εκμετάλλευσης, διότι εάν η εκμετάλλευση του βυθού γινόταν σε βάθος πλέον των 200μ και τότε η υφαλοκρηπίδα επεκτεινόταν μέχρι αυτό το σημείο Αυτό το κριτήριο της δυνατότητας εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων για τον καθορισμό του πλάτους της υφαλοκρηπίδας και των σχετικών δικαιωμάτων του κάθε συμβαλλομένου κράτους στην υφαλοκρηπίδα του, περιλαμβάνουν οι διατάξεις του άρθρου ΙΙ της Σύμβασης του 1977 επί λέξει: «Εάν κοίτασμα τι… διαμοιράζεται υπό της διαχωριστικής γραμμής και εάν το μέρος του κοιτάσματος το κείμενον εις μία των δύο πλευρών της διαχωριστικής γραμμής είναι εκμεταλλεύσιμον εν όλω ή εν μέρει εξ εγκαταστάσεων κειμένων εις την ετέραν πλευράν ταύτης, αι δύο κυβερνήσεις θα επιδιώξουν εν συνεννοήσει μετά των κατεχόντων των μεταλλευτικών τίτλων, εάν υφίστανται τοιούτοι, όπως συμφωνήσουν επί των όρων εκμεταλλεύσεως κοιτάσματος ίνα η εκμετάλλευσις είναι κατά το δυνατόν αποδοτικωτέρα και τοιαύτης φύσεως ώστε έκαστον των Μερών διατηρεί το σύνολο των δικαιωμάτων του επί των ορυκτών πόρων του βυθού και του υπεδάφους υφαλοκρηπίδος αυτού».
Εν προκειμένω γεννάται το ερώτημα εάν η ελληνική κυβέρνηση δέχεται τώρα τον παραπάνω παλαιό ορισμό του πλάτους της υφαλοκρηπίδας και τον καθορισμό του εξωτερικού ορίου της υφαλοκρηπίδας βάσει του κριτηρίου της εκμετάλλευσης και του κριτηρίου του ισοβαθούς των 200 μέτρων της Σύμβασης της Γενεύης του 1958, όπως αναφέρεται (βλ. Α. Στρατή, Δίκαιο της Θάλασσας, σ.530. Πίνακα εθνικών διεκδικήσεων θαλασσίων ζωνών παγκοσμίως. Σύμφωνα με τα παραπάνω καθορίζονται τα ελληνικά και τα ιταλικά κυριαρχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης κοιτασμάτων.
Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί διότι είναι γνωστό ότι η Ελλάδα, κατά τον Πίνακα Εθνικών Διεκδικήσεων Θαλασσίων Ζωνών παγκοσμίως, έχει καταθέσει στον ΓΓ ΗΕ μονομερώς καθορισμό εξωτερικού ορίου υφαλοκρηπίδας βάσει της μεθόδου-κριτήριου ίσης απόστασης-μέσης γραμμής ελλείψει συμφωνίας, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΣΔΘ1982.
2. Οι διατάξεις της από 9/6/2020 Συμφωνίας δεν περιλαμβάνουν ρητή ειδική αναφορά τόσο των θαλάσσιων ζωνών, που έχουν τη βούληση τα δύο κράτη να οριοθετήσουν, όσο και των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης του 1982 που διέπουν το καθεστώς της κάθε θαλάσσιας ζώνης, παρότι η Ελλάδα και η Ιταλία είναι συμβαλλόμενα κράτη της παραπάνω Σύμβασης. Αλλά διατυπώνεται μία γενικόλογη αναφορά στις θαλάσσιες ζώνες που το κάθε συμβαλλόμενο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία κατά το διεθνές δίκαιο, που μπορεί να είναι τόσο το συμβατικό όσο και το εθιμικό διεθνές δίκαιο.
Θεωρούμε ότι μία τέτοια διατύπωση θα ήταν δικαιολογημένη, μόνο εάν η Ελλάδα συνομολογούσε Σύμβαση οριοθέτησης με ένα κράτος που δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, όπως είναι η Τουρκία. Άλλωστε, κατά την διεθνή πρακτική, οι συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών μελών της Σύμβασης 1982, αναφέρουν ρητά τις θαλάσσιες ζώνες που οριοθετούνται και τις διατάξεις της Σύμβασης του 1982 που τις διέπει (βλ. un.org.depts/los/delimitation treaties infobase).
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η από 17/2/2013 Κύπρου- Αιγύπτου, στο άρθρο 1 αναφέρει τη θαλάσσια ζώνη που αφορά η συμφωνηθείσα οριοθέτηση, δηλαδή την ΑΟΖ, παρότι η Κύπρος προσήλθε στη Συμφωνία, όπως και η Ελλάδα με την Ιταλία, χωρίς να έχει κηρύξει ΑΟΖ. Η Κύπρος θέσπισε ΑΟΖ μεταγενέστερα με το Ν.64/2004 με αναδρομική ισχύ από 17/2/2013. βλ. Article 1 (a) The delimitation of the exclusive economic zone between the two Parties is effected by the median line of which every point is equidistant from the nearest point on the baseline of the two Parties. (b) The median line and its limits is defined by points 1 to 8 according to the list of geographical coordinates annexed to this Agreement (annex I).
Γεννάται συνεπώς το ερώτημα ποιες είναι συγκεκριμένα οι θαλάσσιες ζώνες που οριοθετούνται με αυτή τη Συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας και γιατί επελέγη η παραπάνω αοριστία.
Η Ιταλία προσήλθε στην εν λόγω Συμφωνία έχοντας υιοθετήσει εσωτερική νομοθεσία για την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων θέσπισης α) από το 1977 εύρους χωρικής της θάλασσα στα 12νμ, β) συνορεύουσας ζώνη για «την αντιμετώπιση της Λαθρομετανάστευσης» και αρχαιολογικής ζώνης, και γ) ζώνης οικολογικής προστασίας, που αρχίζει πέρα από το εξωτερικό όριο της ιταλικής χωρικής θάλασσας. (βλ.Decree of the President of the Republic No. 816 of 26 April 1977-territorial and contiguous zone, Law 61 on the Establishment of an ecological protection zone beyond the outer limit of the territorial sea 8 February 2006,starting from the outer limits of Italy’s territorial sea and going as far as the limits determined pursuant to paragraph 3).
Όμως η Ελλάδα προσήλθε στη παραπάνω Συμφωνία χωρίς να έχει εκδώσει εσωτερική νομοθεσία για άσκηση κυριαρχικών της δικαιωμάτων θέσπισης εύρους της χωρικής της θάλασσα στα 12 νμ, χωρίς να έχει κηρύξει συνορεύουσα ζώνη, ζώνη οικολογικής προστασίας, αρχαιολογική ζώνης, αποκλειστική αλιευτική ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη και να ασκεί δικαιοδοσία σε αυτές τις ζώνες. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να είχαν ασκήσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και να είχαν επεκτείνει την ελληνική δικαιοδοσία στις πιο πάνω θαλάσσιες ζώνες, κατά την Σύμβαση 1982, αλλά απείχαν εσφαλμένα.
Η Τουρκία αντιτίθεται στη θέσπιση των ανωτέρω ζωνών στο Αιγαίο παρότι η θέσπιση-κήρυξη όλων των θαλασσίων ζωνών και του εύρους τους εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του κυρίαρχου παράκτιου κράτους και την εσωτερική του νομοθεσία των κρατών-μελών της ΣΔΘ 1982.
3. Η ελληνική κυβέρνηση στην από 9/6/2020 Συμφωνία δέχεται συμβατικά:
Α) ότι η ελληνική χωρική θάλασσα έχει εύρος 6 ναυτικά μίλια και πέραν αυτών διεθνή ύδατα, και Β) τις ευθείες γραμμές βάσης της Ιταλίας, διότι αποφάσισε να συνομολογήσει την από 9/6/2020 Συμφωνία οριοθέτησης χωρίς να έχει χαράξει ευθείες γραμμές βάσης εξωτερικού ορίου αιγιαλίτιδας ζώνης και γενικά χωρίς να έχει χαράξει γραμμές βάσης για καμία θαλάσσια ζώνη άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και δικαιοδοσίας, τις οποίες να έχει απεικονίσει σε Πίνακα γεωγραφικών συντεταγμένων σε Ναυτικό χάρτη ή σε γεωδαιτικό σύστημα, κατά τη διεθνή υποχρέωση της δημοσιότητας.
Αυτή η κυβερνητική συμβατική δέσμευση έχει τις παρακάτω συνέπειες:
Α) είναι αντίθετη στο ισχύον νομικό καθεστώς πλάτους της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, που η Ελλάδα έχει καταθέσει στον ΓΓ/ΟΗΕ.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με σχετικό Πίνακα ΗΕ, έχει καταθέσει μονομερώς, σύμφωνα με το κυριαρχικό της δικαίωμα, στον ΓΓ ΟΗΕ ότι έχει εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης για τον εναέριο χώρο 10 νμ κατά το ΠΔ 6/8 Σεπτεμβρίου 1931 και 6νμ για τον θαλάσσιο χώρο. (βλ. Α. Στρατή σ.521 Πίνακας Εθνικών Διεκδικήσεων Θαλασσίων Ζωνών παγκοσμίως, 10/9/2013).
Το ισχύον ΠΔ 6/18-9-1931 «περί καθορισμού χωρικών υδάτων όσον αφορά τα ζητήματα αεροπορίας και αστυνομίας», στο άρθρο 2 περιλαμβάνει ότι το πλάτος χωρικών υδάτων είναι 10 μίλια από τις ακτές της επικράτειας και κατά το Ν.5017/1931 περί πολιτικής αεροπορίας «όπου το κράτος ασκεί απόλυτη κυριαρχία στα χωρικά ύδατα και στον υπερκείμενο εναέριο χώρο». Ο δε Ν Ν.ΔΡΜΑ 1913(4141)/1913 «Περί διάπλου και διαμονής εμπορικών πλοίων παρά Ελληνικές Ακτές και περί Αστυνομίας λιμένων και όρμων εν καιρώ πολέμου και για συμφέροντα εθνικής άμυνας», «ως ελληνική θάλασσα νοείται από της ακτής έως αποστάσεως 10 νμ περιλαμβανομένη θαλάσσια ζώνη». Aυτός ο Νόμος, κατά μία άποψη καθορίζει εύρος χωρικής θάλασσας, ή κατά την άποψη Ι. Σπυρόπουλου, καθορίζει εύρος συνορεύουσας ζώνης και απαιτεί έκδοση ΠΔ για να τεθεί σ εφαρμογή. (βλ. Ι. Κρατερός-Α.Στρατή, ό.π).
Επειδή η από 9-6-2020 Συμφωνία περιλαμβάνει συμβατική αναγνώριση πλάτους ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης των 6νμ χωρίς διευκρίνιση για ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη του υπερκείμενου εναέριου χώρου των 10νμ, είναι δυνατόν:
(α) να ενισχύσει τη μακροχρόνια τουρκική επιδίωξη περί ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης 6νμ στον εναέριο χώρο και να αποτελέσει –αρνητικό- πρότυπο σύμβασης οριοθέτησης και με τη Τουρκία, όπως επιδιώκεται από πολλούς Έλληνες πολιτικούς και επιστήμονες.
(β) Δεν εναρμονίζεται με τη διεθνή πρακτική. Όλα σχεδόν τα κράτη της διεθνούς κοινότητας όταν προσέρχονται σε συμφωνίες οριοθέτησης άλλων θαλασσίων ζωνών, εκτός αιγιαλίτιδας ζώνης, έχουν ήδη προηγουμένως υιοθετήσει Νόμο ή Διάταγμα για το πλάτος 12νμ της αιγιαλίτιδας ζώνης και έχουν ταυτόχρονα χαράξει γραμμές βάσης, που και απεικονίζονται σε Πίνακες γεωγραφικών συντεταγμένων για τη μέτρηση της.
Συνομολογεί δε ρητά ότι δεν έχει θεσπίσει ΑΟΖ, διότι η θαλάσσια ζώνη της ΑΟΖ είναι θαλάσσια ζώνη ειδικού καθεστώτος «SUI GENERIS» κατά τα άρθρα 55 ΣΔΘ 1982 και δεν είναι διεθνή ύδατα. Σε κάθε περίπτωση, η κήρυξη-θέσπιση ΑΟΖ ενός παράκτιου κράτους, εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του κυρίαρχου παράκτιου κράτους και την εσωτερική του νομοθεσία.
(γ) Διατηρεί, και στο πλαίσιο μίας συμφωνίας οριοθέτησης μετά την κύρωση της ΣΔΘ 1982, το καθεστώς μίας αδικαιολόγητης αναβολής από το 1995 (κυρωτικός Ν.2321/1995 της ΣΔΘ 1982) μονομερούς άσκησης του κυριαρχικού της δικαιώματος επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12νμ, που γίνεται με μονομερή εθνική γνωστοποιητέα πράξη και καλύπτει όλες τις θαλάσσιες-εναέριες περιοχές της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 ΣΔΘ 1982.
Η Ιταλία (ΠΔ 816/26 Aπριλίου 1977) και άλλα 135 συμβαλλόμενα κράτη, δηλαδή 136 παράκτια κράτη από τα 142 της ΣΔΘ 1982, μεταξύ των οποίων η Κύπρος, η Αίγυπτος από το 1990 και η Αλβανία, έχουν ασκήσει μονομερώς το κυριαρχικό δικαίωμα επέκτασης αιγαλίτιδας ζώνης στα 12νμ. Επίσης και η Τουρκία στη Μαύρη θάλασσα 12νμ. (βλ. Ιταλικό Προεδρικό Διάταγμα 816/1977 περί εφαρμογής Ν.1658/28-4-1961, National legislation – DOALOS/OLA – United Nations, Decree of the President of the Republic No. 816 of 26 April 1977, containing regulations concerning the application of Law No. 1658 of 8 December 1961, authorizing accession to the Convention on the Territorial Sea and the Contiguous Zone, 29 April 1958, η Κύπρος Territorial Sea Law 1964).
Η πιο πάνω προβλεπόμενη μονομερής άσκηση του κυριαρχικού της δικαιώματος επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12νμ, φαίνεται να αναβάλλεται από τα αβάσιμα τουρκικά νομικά επιχειρήματα περί συνδρομής ειδικών περιστάσεων στο Αιγαίο, που επιβάλλουν τον περιορισμό του κυριαρχικού δικαιώματος επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12νμ, προκειμένου να διεκδικήσει η Τουρκία θαλάσσιες ζώνες, που δεν δικαιούται, και από την απειλή χρήσης βίας («αιτία πολέμου») – κάτι το οποίο είναι διεθνές αδίκημα κατά τις διατάξεις του άρθρου 2(4) ΧΗΕ. Την διατύπωση αυτή ακολουθούν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις απαιτώντας τουρκική συναίνεση για την άσκηση του πιο πάνω ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος, με νομικά επιχειρήματα που στερούνται νομικής βάσης και απορρίφθηκαν, αν και υποστηρίχθηκαν, κατά τη διάρκεια της Γ Συνδιάσκεψης για το Δίκαιο Θαλάσσης, με συνέπεια να μη συμπεριληφθούν στη ΣΔΘ 1982.
Έτσι λοιπόν η κυβέρνηση θεώρησε «διπλωματική επιτυχία», μία πρωτοτυπία στις διεθνείς σχέσεις, το ότι στην Κοινή Γνωστοποίηση Ελλάδας-Ιταλίας προς την Ευρ. Επιτροπή, αναφέρεται στο ελληνικό κυριαρχικό δικαίωμα επέκτασης παντού της αιγιαλίτιδας ζώνης μας! (βλ. Ανακοίνωση 9/6/2020 του ελληνικού ΥΠΕΞ).
Η εξήγηση για την πιο πάνω κυβερνητική επιλογή αναβολής μονομερούς άσκησης του ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος και κατά την από 9/6/2020 συνομολόγηση της συμφωνίας οριοθέτησης, είναι ότι μόνον εάν είχε η ελληνική χωρική θάλασσα το ίδιο πλάτος των 6νμ όπως είχε και το 1977 και τον ίδιο τρόπο μέτρησης αυτού του πλάτους, δηλαδή τα ίδια σημεία μέτρησης-ίδιες ευθείες γραμμές βάσης, θα μπορούσε αυτή να συνομολογηθεί. Η ΑΟΖ είναι η παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης θαλάσσια ζώνη, η οποία αρχίζει από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Επίσης άλλη μία βάσιμη εξήγηση είναι η εκφρασθείσα κυβερνητική βούληση περί μερικής επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης η οποία είναι αντίθετη προς τη ΣΔΘ 1982, το γενικό διεθνές -συμβατικό και εθιμικό- δίκαιο διότι, μεταξύ των άλλων, στρέφεται κατά της ενότητας –συνέχειας- του εδάφους του ελληνικού κράτους, που συμπεριλαμβάνει και την αιγιαλίτιδα ζώνη, κατά του αδιαίρετου της άσκησης εδαφικής κυριαρχίας καθώς και της κυριαρχίας στην αιγιαλίτιδα ζώνη, κατά το άρθρο 2 ΣΔΘ 1982. Επίσης είναι αντίθετη στη διεθνή πρακτική.
Β) Η ελληνική κυβέρνηση για την Συμφωνία οριοθέτησης, δέχεται τις ευθείες γραμμές βάσης της Ιταλίας που έχει χαράξει για τη μέτρηση του εύρους της ιταλικής χωρικής θάλασσας και τον καθορισμό του εξωτερικού ορίου της ιταλικής αιγιαλίτιδας ζώνης, σύμφωνα με το Ιταλικό Προεδρικό Διάταγμα 816/26-4-1977. Στις 24-5-1977, που συνομολογήθηκε η Συμφωνία Ελλάδας- Ιταλίας η Ιταλία είχε ήδη χαράξει ευθείες γραμμές βάσεις και για το Ιόνιο, συμπεριλαμβανομένων φυσικών και ιστορικών κόλπων (ιστορικοί κόλποι Τάραντα).
Αντίθετα η Ελλάδα ούτε μετά τις 24/5/1977 μήτε έως στις 9/6/2020 είχε χαράξει γραμμές βάσης για το εσωτερικό όριο και ευθείες γραμμές βάσης για το εξωτερικό όριο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης αλλά και ούτε έχει προβεί σε κλείσιμο κόλπων έως 20νμ όπως προβλέπει η ελληνική νομοθεσία (Ν.ΔΡΜΑ4141, 26-3-1913) ή αποδέχονται οι ελληνικές κυβερνήσεις κλείσιμο κόλπων μέχρι 10νμ, σύμφωνα με το Υπόμνημα Χάρτη στο ΔΔΧ το 1976 για την υπόθεση της υφαλοκρηπίδας Αιγαίου, που αναφέρει όρια χωρικών υδάτων με βάση Φυσική Ακτογραμμή και κλείσιμο κόλπων μέχρι 10νμ. Αλλά το ανώτατο επιτρεπτό όριο κλείσιμο εισόδου Κόλπων είναι 24 νμ, δηλαδή το διπλάσιο των 12νμ, που είναι το επιτρεπτό όριο πλάτους αιγιαλίτιδας ζώνης.
Η Ελλάδα, ως παράκτιο κράτος-μέλος της ΣΔΘ 1982, έχει διεθνή υποχρέωση δημοσιότητας, που θεσπίζεται στις διατάξεις 16 παρ.2 ,75 παρ 2 για ΑΟΖ και 84 παρ.2 ΣΔΘ 1982 καθώς και στο ΨΗΦΙΣΜΑ 28/70 της 9-12-2013 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που καλεί τα συμβαλλόμενα κράτη να καταθέσουν Πίνακες Γεωγραφικών Συντεταγμένων κατά το Παγκόσμιο Γεωδαιτικό Σύστημα ή Ναυτικούς Χάρτες. Ο σκοπός της θέσπισης αυτής της διεθνούς υποχρέωσης είναι η ασφάλεια ναυσιπλοΐας και τα δικαιώματα των Παρακτίων Κρατών.
Η απαιτουμένη κατάθεση γίνεται με τη μορφή προφορικής σημείωσης (Note verbale) ή επιστολής του Μόνιμου Αντιπροσώπου στα ΗΕ ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο για την κατάθεση. Η κατάθεση θα πρέπει: (ι) να συνοδεύεται από σχετική εθνική νομοθεσία θέσπισης πλάτους θαλάσσιας ζώνης με Πίνακα ή Πίνακες γεωγραφικών συντεταγμένων για κάθε περιοχή του θαλάσσιου/υδάτινου εδάφους του κράτους κατά το γεωδαιτικό σύστημα, (ιι) να δηλώνει το κράτος τη πρόθεση κατάθεσης της σχετικής νομοθεσίας και των συνημμένων Πινάκων συντεταγμένων, σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα της ΣΔΘ 1982.
Έτσι στον Πίνακα Εθνικών Διεκδικήσεων Θαλασσίων Ζωνών παγκοσμίως, αναφέρονται τα κράτη που έχουν καταθέσει είτε μονομερώς είτε μετά από συμφωνία στον ΓΓ/ ΗΕ, ευθείες γραμμές βάσης, μονομερή καθορισμό εξωτερικού ορίου με συντεταγμένες ή καθορισμό εξωτερικού ορίου βάσει συμφωνιών οριοθέτησης, ή καθορισμό εξωτερικού ορίου βάσει της μέσης γραμμής ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης, ή τον καθορισμό του εξωτερικού ορίου της υφαλοκρηπίδας βάσει του κριτηρίου της εκμετάλλευσης και του κριτηρίου του ισοβαθούς των 200 μέτρων της Σύμβασης της Γενεύης του 1958, ή καθορισμό του εξωτερικού ορίου βάσει της μέσης γραμμής ελλείψει συμφωνίας, όπως η Ελλάδα που έχει καταθέσει το Νόμο 2289/1995 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.4001/2011, δηλαδή καθορισμό εξωτερικού ορίου υφαλοκρηπίδας βάσει της μέσης γραμμής ελλείψει συμφωνίας κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΣΔΘ1982. (βλ.Α.Στρατή σ.521. Επίσης πληροφορίες γι αυτές τις καταθέσεις των παρακτίων κρατών διατίθενται στον ιστότοπο www.un.org/Depts/los).
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Κύπρος κατέθεσε μονομερώς το 2019 Πίνακα για το βόρειο και βορειοδυτικό τμήμα της Κύπρου τα εξωτερικά όρια ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας (βλ.Ν.5158/2019144 MZN 2019LOS 7-5-2019 – ενοποίηση με Ν.64(1) 2004, 97(1)/2014-144 MZN 2019LOS 7-5-2019), επίσης η Αίγυπτος (βλ. Διάταγμα 27/1990 και Διάταγμα 2-5-1990), ο Λίβανος με το ΝΔ 138/7-9-1983, και η Αλβανία έχει χαράξει ευθείες γραμμές βάσης με το Ν.8771/2001 που επηρεάζουν τη χάραξη μέσης γραμμής με την Ελλάδα
Η οριοθέτηση είναι μονομερής ενέργεια του κυρίαρχου κράτους και προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 14 ΣΔΘ (βλ. Ε. Ρούκουνας, ΔΔΔ, σ.255). Κανένας κανόνας του διεθνούς δικαίου, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 15, 74, 83 ΣΔΘ, δεν επιβάλλουν στα κράτη την υποχρέωση να συμφωνήσουν, διότι αλλιώς η μη σύναψη συμφωνίας θα αποτελούσε παραβίαση διεθνούς υποχρέωσης. Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι αντίθετος προς την έννοια της κρατικής κυριαρχίας. Η δε παραπομπή στο άρθρο 38 παρ 2 ΚατΔΔ προϋποθέτει συγκατάθεση-συναίνεση των κρατών-μερών, συνεπώς υπερισχύει η κρατική κυρίαρχη βούληση.
Η χάραξη φυσικών γραμμών βάσης και ευθειών γραμμών βάσης, δηλαδή η επιλογή των σημείων μέτρησης της αιγιαλίτιδας ζώνης, όπως και κάθε θαλάσσιας ζώνης, πραγματοποιείται με κριτήρια εθνικά. Ο τρόπος δε χάραξης των γραμμών βάσης για το εσωτερικό όριο και των ευθειών γραμμών βάσης για εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί το βασικό στοιχείο για τον υπολογισμό των υπολοίπων θαλασσίων ζωνών, όπως η ΑΟΖ, που δικαιούται ένα παράκτιο κράτος.
Όμως το κυρίαρχο αυτό δικαίωμα οριοθέτησης υποβάλλεται στους περιορισμούς των διεθνών κανόνων, δηλαδή στον περιορισμό ότι τα εξωτερικά όρια που το παράκτιο κράτος θα απεικονίσει, είτε μονομερώς είτε κατόπιν συμφωνίας οριοθέτησης σε Πίνακες γεωγραφικών συντεταγμένων, θα πρέπει να είναι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο διότι άλλως αυτό το κράτος δεν μπορεί να αντιτάξει αυτά τα εξωτερικά όρια σε τρίτα κράτη. Τα τρίτα κράτη θα πρέπει να αποδέχονται τη νομιμότητα των ενεργειών οριοθέτησης του παράκτιου κράτους, που ενεργεί είτε μονομερώς είτε κατόπιν συμφωνίας, για να έχουν νομικά αποτελέσματα.
Έτσι η Ελλάδα υποστηρίζει ότι οι συντεταγμένες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της Συμφωνία οριοθέτησης Τουρκίας –Λιβύης, είναι παράνομες «are fictitio us, illegal and arbitrary», διότι παραβιάζουν το άρθρο 121 παρ 2 της ΣΔΘ 1982, το δικαίωμα των ελληνικών νησιών σε αυτή τη θαλάσσια ζώνη να δημιουργήσουν θαλάσσιες ζώνες όπως κάθε χερσαίο έδαφος, συνεπώς αυτές δεν έχουν κανένα νομικό αποτέλεσμα και δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν στην Ελλάδα. (Βλ.United Nations A/74/758 General Assembly Distr.: General 19 March 2020).
Συνεπώς η δήλωση του Έλληνα ΥΠΕΞ ότι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών επιτυγχάνεται όχι με μονομερείς καταθέσεις συντεταγμένων, δεν έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 14,16 παρ 2,75 παρ.2, 84 παρ.2 στη ΣΔΘ 1982, του Ψηφίσματος 28/70 της 9-12-2013 της ΓΣ/ΟΗΕ ούτε και πραγματικό έρεισμα στη διεθνή πρακτική των κρατών μελών της ΣΔΘ 1982 αλλά και μη συμβαλλομένων κρατών. (βλ. www.un.org/Depts/los).
Από τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει η σημασία που έχει το γεγονός ότι η Ελλάδα προσήλθε σε αυτή τη συμφωνία χωρίς δικές της γραμμές βάσης αιγιαλίτιδας ζώνης, κυρίως χωρίς τη θέσπιση δικών της ευθειών γραμμών βάσης για τη χάραξη του εξωτερικού ορίου της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Επίσης η Ελλάδα δεν έχει υποχρέωση να δεχθεί γραμμές βάσεις του γειτονικού κράτους. Οι συντεταγμένες του 1977 έδιναν μειωμένη επήρεια-περιορισμένα δικαιώματα σε ελληνικά νησιά, όπως τα Διαπόντια νησιά (70%) και τις Στροφάδες (32%, μόνο). Αυτή η κυβερνητική επιλογή έχει συνέπειες για τα εθνικά συμφέροντα.
Γεννάται το ερώτημα εάν αυτή η κυβερνητική τακτική, εκδηλώνει κυβερνητική βούληση περί εφαρμογής των ευθειών γραμμών βάσης της Αιγύπτου ή της Λιβύης ή της Αλβανίας, κατά τις επιδιωκόμενες συμφωνίες οριοθέτησης.
Επιπρόσθετα με την παραπάνω συμφωνία, ο Έλληνας ΥΠΕΞ δεν «μεγάλωσε την Ελλάδα», διότι συνομολόγησε συμφωνία οριοθέτησης χωρίς επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 νμ – και χωρίς να έχει χαράξει ευθείες γραμμές βάσης αλλά δέχθηκε τις από το 1977 ευθείες γραμμές Βάσης της Ιταλίας. Η αύξηση του ελληνικού εδάφους, δηλαδή ή η μεταβολή των θαλασσίων ορίων του ελληνικού εδάφους, επέρχεται με την επέκταση της χωρικής θάλασσας στα 12νμ -η αιγιαλίτιδα ζώνη θεωρείται εθνικό έδαφος- και τη χάραξη γραμμών βάσης και ευθειών γραμμών βάσης με την οποία επέρχεται η αύξηση των εσωτερικών υδάτων και αιγιαλίτιδας ζώνης. Απαιτεί δε εθνικό νόμο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 του Συντάγματος.
4. Η ελληνική κυβέρνηση δέχεται την εφαρμογή της οριοθετικής γραμμής της υφαλοκρηπίδας του 1977 ως κοινή οριοθετική γραμμή για όλες τις θαλάσσιες ζώνες στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία κατά το διεθνές δίκαιο.
Αυτή η οριοθετική γραμμή του 1977 έχει μετρηθεί από τις ευθείες γραμμές βάσης που η Ιταλία έχει θεσπίσει με την εθνική της νομοθεσία και καθορίζεται από 16 σημεία και έχει συνολικό μήκος 125 νμ. (βλ. Α. Στρατή, ο.π. σ. 162). Έτσι θεωρήθηκε το 1977 ότι η οριοθετική γραμμή επηρεάζεται υπέρ της Ιταλίας με μερικά τετραγωνικά ναυτικά μίλια, το βόρειο σημείο βρίσκεται περίπου 7 νμ νοτιότερα του τριεθνούς Ελλάδας, Ιταλίας και Αλβανίας. Η μόνη διαφοροποίηση που προβλέπεται στην από 9/6/2020 είναι ότι «η παρούσα οριοθέτηση θα επεκταθεί προς οιαδήποτε κατεύθυνση» ενώ η Σύμβαση του 1977 προέβλεπε «η οριοθέτηση αυτή θα επεκταθεί μεταγενεστέρως προς τας αυτάς κατευθύνσεις».
Η χάραξη ενιαίου θαλάσσιου όρίου δεν επιβάλλεται από τη ΣΔΘ ή από το συμβατικό δίκαιο, αλλά από την πολιτική βούληση των κρατών της διεθνούς κοινότητας. Όταν υπάρχουν αλληλοεπικαλυπτόμενες ζώνες δικαιοδοσίας. Θεωρείται δε θαλάσσιο όριο πολλαπλών χρήσεων (βλ Βλ. Α. Στρατή, ο.π. παραγρ 987-985).
Η ταύτιση κοινής οριοθετικής γραμμής Υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, κατά μία άποψη δεν είναι απόλυτη στην εφαρμογή της (βλ. Α. Στρατή ο.π σ. 282). Κατά δε την διεθνή πρακτική και τη διεθνή νομολογία, δεν είναι ευνοϊκή για όλα τα μέρη-κράτη εκτός εάν το ένα μέρος-κράτος αναλάβει την ευθύνη να μην επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη των νησιών πέραν της οριοθετικής γραμμής, όπως η Συμφωνία Φιλανδίας- Σουηδίας. Επίσης δεν είναι ευνοϊκή ρύθμιση διότι καθιστά τα υπερκείμενα ύδατα-ύδατα ΑΟΖ απλό τμήμα της υφαλοκρηπίδας (βλ. υπόθεση οριοθέτησης θαλασσίας μεθορίου περιοχής του Κόλπου Μάιν 1984).
Κατάλλη άποψη η κοινή οριοθετική γραμμή υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ αποτελεί μία συνήθη διεθνή πρακτική που μπορεί ναντιμετωπίσει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Θεωρούμε ότι για τους παραπάνω λόγους το ενιαίο θαλάσσιο όριο δεν ευνοεί την Ελλάδα.
5. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι για τη χάραξη του ενιαίου θαλασσίου ορίου ΥΦ/ΑΟΖ θα εφαρμοσθεί η ίση απόσταση-μέση γραμμή του 1977 ως μεθόδου οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας (ως οριογραμμή της ΑΟΖ Ελλάδας- Ιταλίας). Με τη σημερινή Συμφωνία, η μέση αυτή γραμμή θα ισχύει και για τα υπερκείμενα της υφαλοκρηπίδας ύδατα. δηλαδή και για την ΑΟΖ.
Η Συμφωνία του 1977 περιλαμβάνει μεν την εφαρμογή της μεθόδου της μέσης γραμμής αλλά συμπεριλαμβάνει ρητά «λαμβανομένων υπόψη των αμοιβαίων διαρρυθμίσεων». Οι «αμοιβαίες διαρρυθμίσεις» ήταν προφανώς η επιλογή των σημείων μέτρησης και τα μειωμένα δικαιώματα-μειωμένη επήρεια κάθε είδους και μεγέθους ελληνικού νησιού, νησίδιο ή νησίδα ή βράχος.
Η παραπάνω μέθοδος της μέσης γραμμής συνίσταται ότι παν σημείο της γραμμής ευρίσκεται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης από τις οποίες μετριέται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης κάθε κράτους . Εν προκειμένω τα εγγύτερα σημεία είναι αυτά του 1977, οι ευθείες γραμμές βάσης είναι οι ιταλικές του 1977 με τις ιταλικές γεωγραφικές συντεταγμένες και το πλάτος της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, που είναι του 1977, δηλαδή τα 6 νμ και 12 νμ της ιταλικής αιγιαλίτιδας ζώνης.
Αυτή η μέθοδος ή η αρχή της μέσης γραμμής, περιλαμβανόταν στις διατάξεις του άρθρου 6παρ.1 της Σύμβασης Γενεύης του 1958 ως βασική μέθοδος οριοθέτηση για την υφαλοκρηπίδα μεταξύ κρατών με αντικείμενες ακτές. Η αρχή ίσης απόστασης-μέσης γραμμής διατηρήθηκε: (ι) ως μέθοδο οριοθέτησης με τον συμβατικό κανόνα του άρθρου 15 της ΣΔΘ1982 μόνο για την αιγιαλίτιδα ζώνη, και (ιι) ως εθιμικός κανόνας οριοθέτησης της ΑΟΖ και της Υφαλοκρηπίδας ή κατ άλλη άποψη εισήχθη ως συμβατικός κανόνας στις διατάξεις των άρθρων 83 παρ 1 και 74 παρ.1 ΣΔΘ 1982, διότι συμπεριλαμβάνουν ότι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές γίνεται με βάση το διεθνές δίκαιο, δηλαδή συμβατικό και εθιμικό. (βλ. Ε. Στρατή, παρ.1091 και 1009).
Τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα από το 1982 εγκαταλείπουν το κριτήριο της φυσικής προέκτασης του εδάφους της ξηράς στο έδαφος της θάλασσας (76 ΣΔΘ 1982), που εφαρμόσθηκε στην υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας Βόρειας Θάλασσας 1969, που επικαλείται η Τουρκία, και εφαρμόζουν πλέον την αρχή της ίσης απόστασης-μέσης γραμμής. (βλ. Υποθέσεις οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας Λιβύης-Τυνησίας 1982, Λιβύης-Μάλτας 1985, Υπόθεση Νικαράγουας-Κολομβίας, 2012.βλ. Ε. Στρατή παρ.1009).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Τουρκία δεν εφήρμοσε την αρχή της μέσης γραμμής αλλά εφάρμοσε την αρχή της φυσικής προέκτασης στη παράνομη συμφωνία οριοθέτησης Τουρκίας-Λιβύης.
Αυτή η μέθοδος οριοθέτησης επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό της μέσης γραμμής σημείο προς σημείο- γραμμή βάσης προς γραμμή βάσης από κοινού με τις γεωγραφικές συντεταγμένες.
Θεωρείται μία αντικειμενική μέθοδος οριοθέτησης για όλες τις θαλάσσιες ζώνες.
Όμως η αντικειμενικότητα της εξαρτάται από την επιλογή των σημείων για τη χάραξη των γραμμών βάσης από τα οποία σημεία βάσης θα υπολογισθεί η Μέση Γραμμή.
Δηλαδή στη χάραξη της μέσης γραμμής έπιδρά (ι) εάν επιλεγούν οι συστάδες νησιών ή μεμονωμένα νησιά ή όλοι οι νησιωτικοί σχηματισμοί και οι βράχοι με πλήρη ή μειωμένα δικαιώματα, και, (ιι) εάν επιλεγούν αντικειμενικά τα εγγύτερα σημεία βάσει γεωγραφικών χαρακτηριστικών των ακτών ή επιλεγούν ή θα ληφθούν υπόψη επιλεγμένα χωρίς αντικειμενικότητα σημεία. Είναι η σημαντική η επιλογή των σημείων ευθειών γραμμών βάσης για τη χάραξη της μέσης γραμμής .
Το ίσον της απόστασης κάθε σημείου της γραμμής υπολογίζεται από τα εγγύτερα σημεία γραμμών βάσης, δηλαδή τα γειτονικά κράτη μοιράζονται τη θαλάσσια περιοχή που ευρίσκεται ανάμεσα τους. Στην υπόθεση Νικαράγουα –Κολομβία 2012 εφαρμόσθηκε η μέθοδος της αρχής της μέσης γραμμής στα νησιά αλλά η χάραξη έγινε βάσει επιλεγμένων σημείων σε συνδυασμό με τη φυσική γεωγραφία των ακτών.
Συνεπώς και αυτή η καταρχή αντικειμενική μέθοδος οριοθέτησης παρουσιάζει γενικά αβεβαιότητα, όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων.
Ειδικά δε η εφαρμογή της στη παραπάνω Συμφωνία οριοθέτησης δεν είναι αντικειμενική και εθνικά συμφέρουσα εφόσον η Ελλάδα: (ι) δεν έχει χαράξει γραμμές βάσεις και ευθείες γραμμές βάσεις, (ιι) έγινε επιλογή συστάδας νήσων και μεμονωμένων ελληνικών νησιών, Διαπόντιων Νήσων, των Στροφάδων ,των Οθωνών με μειωμένα δικαιώματα από τα οποία υπολογίσθηκε η μέση γραμμή όπως και το 1977 υπο το καθεστώς της Συμβασης 1958 , που δεν περιελάμβανε διάταξη για πλήρη δικαιώματα κάθε΄νησιωτικού σχηματισμού ένώ η Συμβαση 1982 περιλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 121 ή και (ιιι) μη αντικειμενική επιλογή εγγυτέρων σημείων.
Επιπρόσθετα εάν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα εκχώρησε στην Ιταλία κυριαρχικό δικαίωμα εκμετάλλευσης ζώντων φυσικών πόρων-αλιευμάτων με αντάλλαγμα τα περιορισμένα δικαιώματα του 1977 των ελληνικών νησιών στην υφαλοκρηπίδα, ενώ ή Ιταλία στην συμφωνία οριοθέτησης με τη Τυνησία συμβιβάσθηκε μόνο θύλακα υφαλοκρηπίδας στα νησιά της, δηλαδή μειωμένα δικαιώματα, διότι συνομολόγησε ιδιαίτερη συμφωνία για το δικαίωμα αλιείας!
6.Εκχώρηση κυριαρχικού δικαιώματος, δηλαδή εξουσία απόλυτη, αποκλειστική και πλήρης- έρευνας και εκμετάλευσης ζώντων φυσικών πόρων σε ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και ΑΟΖ.
Η κυβέρνηση εκχώρησε εδαφική κυριαρχία με οικονομικό περιεχόμενο, που είναι η μόνιμη κυριαρχία ενός ανεξάρτητου κράτους στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους (βλ. Χάρτης Οικονομικών Δικαιωμάτων –Υποχρεώσεων 1973, Αποφάσεις ΓΣ/ΟΗΕ).
Επίσης οι διατάξεις της ΣΔΘ 1982 για τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους, τόσο στην αιγιαλίτιδα ζώνη όσο και στην ΑΟΖ, προβλέπουν άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων έρευνας – εκμετάλευσης -διαχείρισης αλιευμάτων και προστασίας εναλίου πλούτου σε απόσταση 200νμ από τις ακτές. Επίσης η ιστορική εξέλιξη της ΑΟΖ και η θέσπιση της στη ΣΔΘ 1982 ανταποκρίνεται στο αίτημα των κυριάρχων παρακτίων κρατών να διασφαλίσουν την πλήρη και αποκλειστική εκμετάλλευση των αλιευμάτων για το λαό τους.
Παράλληλα οι διατάξεις της κοινής αλιευτικής πολιτικής στο πλαίσιο του ισχύοντος Κανονισμού (Κανον. ΕΚ αριθ.1152/21-11-2012), που ισχύει έως 31-12-2022, τα κράτη-μέλη της ΕΕ εξουσιοδοτούνται να διατηρήσουν το καθεστώς παρέκκλισης από την αρχή της ελεύθερης πρόσβασης μέσα στη θαλάσσια ζώνη των 12 νμ μέχρι 31-12-2022, δηλαδή να διατηρήσουν το αποκλειστικό – πλήρες δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης αλιευμάτων μόνο υπέρ των Ελλήνων.
Όμως η ελληνική κυβέρνηση, αντί να επεκτείνει στα 12 ναυτικά μίλια και να εφαρμόσει αυτές τις δεσμευτικές για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ διατάξεις, υπογράφει με την Ιταλία Κοινή Γνωστοποίηση προς την Ευρωπ. Επιτροπή, με την οποία τα δυο κράτη ζητούν την μελλοντική τροποποίηση του ισχύοντος Κανονισμού 1152/2012, δηλαδή μετά τις 31-12-2022, ώστε όταν η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12νμ να διατηρηθεί η υπάρχουσα αλιευτική δραστηριότητα των Ιταλών αλιέων στη περιοχή μεταξύ 6-12 νμ,
Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζει ιστορικά δικαιώματα αλιείας στην Ιταλία, σύμφωνα με τις δηλώσεις Ιταλού ΥΠΕΞ ενώ δεν προβλέπεται από τη ΣΔΘ 1982.
Οι διατάξεις των άρθρων 61-62 της ΣΔΘ 1982 επιτρέπουν τη σύναψη συμφωνίας πρόσβασης αλιέων τρίτων κρατών σε εθνικά αλιεύματα εφόσον το παράκτιο κράτος-Ελλάδα έχει προσδιορίσει με εθνική νομοθεσία το επιτρεπτό όριο αλιείας στην ΑΟΖ, το πλεόνασμα των αλιευμάτων του στην ΑΟΖ, την ικανότητα εκμετάλλευσης της επιτρεπτής ποσότητας αλιευμάτων στην ΑΟΖ του από το λαό του και τις προϋποθέσεις πρόσβασης των αλιέων τρίτων χωρών. Συνεπώς οι Ιταλοί αλιείς συμφωνείται να συνεχίσουν να αλιεύουν «στα διεθνή ύδατα» δυνάμει προσδιορισμού του πλεονάσματος και της ικανότητας αλιείας των ελλήνων αλιέων και όχι βάσει ιστορικών δικαιωμάτων τους. Άλλωστε αυτή η ιταλική επιτυχία εξασφαλίζει και την εφαρμογή του ιταλικού νόμου για τη θέσπιση οικολογικής ζώνης πέραν από τη χωρική της θάλασσα. (βλ.Law 61 on the Establishment of an ecological protection zone beyond the outer limit of the territorial sea 8 February 2006).
7. Τέλος η από 9/6/2020 Ανακοίνωση του ελληνικού ΥΠΕΞ περιλαμβάνει ότι «η ΣΔΘ 1982 αντανακλά εθιμικό δίκαιο στο σύνολο της».
Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νομικά βάσιμος διότι δεν υπάρχει σχετική μελέτη των 320 άρθρων της ΣΔΘ 1982, άρθρο προς άρθρο, που να αποδεικνύει ότι έχει εντάξει σε όλες τις διατάξεις των άρθρων κανόνες εθιμικού διεθνούς δικαίου.
Γεννάται το ερώτημα γιατί αυτή η παραδοχή του ελληνικού ΥΠΕΞ όταν αντισυμβαλλόμενός του είναι η Ιταλία, που έχει κυρώσει τη ΣΔΘ 1982 και δεσμεύεται στην εφαρμογή αυτών των συμβατικών κανόνων. Η βάσιμη απάντηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε, είναι για να «ακούσει» η Τουρκία, που δεν έχει υποχρέωση εφαρμογής των κανόνων της ΣΔΘ 1982, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 Σύμβασης για το Δίκαιο των Συνθηκών 1969, τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα κράτη της Σύμβασης 1982, «τίποτα δεν εμποδίζει στα άρθρα 34-37, που προβλέπουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από τις συνθήκες για τρίτα κράτη, έναν κανόνα ο οποίος προέρχεται από μία συνθήκη να γίνει υποχρεωτικός για τρίτο κράτος ως αναγνωρισμένος εθιμικός κανόνας». (βλ. ΑΣΤΡΑΤΗ ό.π., παρ. 89).
Επίσης ο ίδιος ο κ. Νίκος Δένδιας, παραδέχθηκε ότι η από 9/6/2020 συμφωνία «έχει συναφθεί στη βάση της UNCLOS [Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας]” και όχι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της ΣΔΘ 1982, που όφειλε να συνομολογήσει εφόσον πρόκειται για συμφωνία μεταξύ κρατών μελών της ΣΔΘ 1982.
Από όσα παραπάνω αναλύσαμε, προκύπτει ότι αυτή η διμερής συμφωνία δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, διότι δεν ασκήθηκαν: (ι) πριν και κατά τη συνομολόγηση της τα προβλεπόμενα στη ΣΔΘ 1982 κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού παράκτιου κράτους σε αντίθεση με την Ιταλία, (ιι) δεν επιτεύχθηκε δίκαιη εξισορρόπηση ελληνικών και ιταλικών κρατικών συμφερόντων, και (ιιι) έχει συνέπειες για τη συνομολόγηση συμφωνιών οριοθέτησης με άλλα γειτονικά κράτη.
Η Δρ. Κέρη Π. Μαυρομμάτη είναι Δρ. Διεθνούς Δικαίου, Δικηγόρος, μέλος του ΕΠΑΜ.
Η Συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Ελλάδας Ιταλίας της 9/6/2020, όπως δημοσιεύθηκε στα ΜΜΕ (φωτο 1-4).