Η αμερικάνικη ιμπεριαλιστική στρατηγική της κατάκτησης στις σύγχρονες συνθήκες

1949
ιμπεριαλιστική

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια η αμερικανική ιμπεριαλιστική στρατηγική επιδίωξε να μειώσει το κόστος της ήττας και της υπονόμευσης ανεξάρτητων χωρών.

Τα μέσα και η μέθοδος είναι πολύ ορατά:–Καμπάνιες διεθνούς προπαγάνδας που δαιμονοποιούν τον υποδεικνυόμενο εχθρό. [Σ’ αυτές συμμετέχουν, και σ’ ένα βαθμό τις νομιμοποιούν, διάφορες υποτιθέμενα αριστερές ομάδες ή ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σ.τ.μ.]

–Στράτευση και συνεργασία Ευρωπαίων και περιφερειακών συμμάχων (Αγγλίας, Γαλλίας, Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ).

–Στρατολόγηση, εκπαίδευση και εξοπλισμός ντόπιων και ξένων μισθοφόρων που βαφτίζονται «αντάρτες» ή «δημοκράτες».

–Οικονομικές κυρώσεις ώστε να προκληθούν κοινωνικές εντάσεις μέσα στη χώρα-στόχο και πολιτική αστάθεια.

–Προτάσεις για τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας. Διαπραγματεύσεις χωρίς αμοιβαίες παραχωρήσεις, οι οποίες περιέχουν αλλαγές στα στρατηγικά όπλα με αντάλλαγμα υποσχέσεις για τον τερματισμό των κυρώσεων, για διπλωματική αναγνώριση και ειρηνική συνύπαρξη.

Ο στρατηγικός στόχος των ιμπεριαλιστών είναι ο αφοπλισμός προκειμένου να διευκολυνθεί η στρατιωτική και πολιτική παρέμβαση η οποία οδηγεί στην ήττα, στην κατοχή και στην αλλαγή καθεστώτος. Η επιβολή «πελατειακού καθεστώτος» που διευκολύνει τη λεηλασία των οικονομικών πόρων και εγγυάται την παραμονή των στρατιωτικών βάσεων όπως και τη διεθνή ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και την παροχή ορμητηρίου για περαιτέρω κατακτήσεις εναντίον γειτονικών χωρών και ανεξάρτητων ηγετών που οι ΗΠΑ τους θεωρούν αντιπάλους τους.

Αυτό το πρότυπο παρατηρείται σε διάφορες περιοχές του κόσμου όπου εμφανίζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα της αμερικανικής τακτικής και στρατηγικής για την οικοδόμηση αυτοκρατορίας, ιδίως στη Βόρεια Αφρική (Λιβύη), στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Παλαιστίνη, Συρία και Ιράν), στην Ασία (Βόρεια Κορέα) και στη Λατινική Αμερική (FARC στην Κολομβία).

Περίπτωση 1: Λιβύη

Ύστερα από αρκετές δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών να ανατραπεί η δημοφιλής κυβέρνηση του Μ. Καντάφι μέσω τοπικών φυλετικών και μοναρχικών ένοπλων ομάδων και μέσω διεθνών οικονομικών κυρώσεων, οι ΗΠΑ πρότειναν μια πολιτική διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού.

Άρχισαν διαπραγματεύσεις για να τερματιστούν οι κυρώσεις, πρόσφεραν διπλωματική αναγνώριση και εισδοχή στη «διεθνή κοινότητα», με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη από τη Λιβύη των στρατηγικών όπλων συμπεριλαμβανομένων των μακράς εμβέλειας βαλλιστικών πυραύλων και άλλων αποτελεσματικών αποτρεπτικών μέσων. Οι ΗΠΑ, όλως, δεν μείωσαν τις στρατιωτικές βάσεις τους– τη στρατιωτική ετοιμότητά τους– που στόχευαν την Τρίπολη.

Το 2003, ο Καντάφι υπέγραψε μια συμφωνία με τον Μπους τον νεότερο. Υπογράφηκαν επίσης σημαντικές αμερικανο-λιβυκές συμφωνίες για το πετρέλαιο και διπλωματικές συμφωνίες. Η σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Μπους Κοντολίζα Ράις επισκέφθηκε τον πρόεδρο Καντάφι, ως μια συμβολική ενέργεια ειρήνης και φιλίας — την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ διοχέτευαν στρατιωτική βοήθεια σε ένοπλες ομάδες μέσα στη χώρα.

Τον Φεβρουάριο του 2011, οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ομπάμα και την υπουργό Εξωτερικών Χ. Κλίντον μαζί με τους συμμάχους τους της ΕΕ (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο …) βομβάρδισαν τη Λιβύη – τις υποδομές της, τα λιμάνια, τα κέντρα μεταφορών, τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, τα νοσοκομεία και τα σχολεία της … Οι ΗΠΑ και η ΕΕ στήριξαν ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που πήραν τον έλεγχο μεγάλων πόλεων και αιχμαλώτισαν, βασάνισαν και δολοφόνησαν τον Μ. Καντάφι. Πάνω από 2 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες αναγκάστηκαν να φύγουν προς την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ή να επιστρέψουν στην Κεντρική Αφρική.

Περίπτωση 2: Ιράκ

Το Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν έπαιρνε όπλα και οικονομική βοήθεια από την Ουάσιγκτον για να επιτεθεί στο Ιράν. Αυτή η ντε φάκτο συμφωνία ώθησε τον Ιρακινό πρόεδρο να πιστέψει ότι η συνεργασία μεταξύ του εθνικιστικού Ιράκ και της ιμπεριαλιστικής Ουάσιγκτον εξέφραζε μια κοινή ατζέντα. Συνεπώς, η Βαγδάτη θεώρησε ότι θα είχε τη σιωπηρή αμερικανική υποστήριξη στην εδαφική της διαφορά με το Κουβέιτ. Όταν ο Σαντάμ εισέβαλε στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν, κατέστρεψαν, κατέλαβαν και διαμέλισαν το Ιράκ. Υποστήριξαν την κατάληψη εδάφους από τους Κούρδους στο βορρά και επέβαλαν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος Κλίντον βομβάρδισε επανειλημμένα το Ιράκ [επιβλήθηκαν επίσης εξαντλητικές οικονομικές κυρώσεις μέσω του ΟΗΕ], αλλά απέτυχε να απομακρύνει τον Σαντάμ.

Επί Μπους νεότερου, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, εισέβαλαν και έθεσαν υπό κατοχή το Ιράκ, δολοφονώντας αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινών και διαλύοντας όλη τη χώρα. Οι ΗΠΑ κατεδάφισαν συστηματικά το σύγχρονο κοσμικό κράτος και τους ζωτικούς θεσμούς του, υποδαυλίζοντας ταυτόχρονα τις πιο βάναυσες θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών Ιρακινών.

Η απόπειρα του Ιράκ να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον τη δεκαετία του 1980 ενάντια στο Ιράν οδήγησε στην εισβολή, την καταστροφή της χώρας, τη δολοφονία χιλιάδων μη θρησκευτικών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Σ. Χουσεΐν, καθώς και όλης της εκκοσμικευμένης και επιστημονικής διανόησης, και στη μετατροπή του Ιράκ σε ένα ξεδοντιασμένο υποτελές κράτος.

Περίπτωση 3: Συρία

Ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ Άσαντ, σε αντίθεση με τον Καντάφι και τον Χουσεΐν, διατήρησε κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας απέναντι στα ανοίγματα της Ουάσιγκτον, παρόλο που αποδέχτηκε τις αμερικανικές επιδρομές στον Λίβανο και τη στήριξη της χριστιανικής μειονότητας και της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης από τις ΗΠΑ.

Το 2011, οι ΗΠΑ παραβίασαν τον σιωπηρό συμβιβασμό τους και έδωσαν όπλα και χρήματα στους τοπικούς ισλαμιστές πελάτες τους για να τροφοδοτήσουν μια εξέγερση που πήρε τον έλεγχο μεγάλου μέρους της υπαίθρου χώρας και μεγάλων πόλεων, συμπεριλαμβανομένης της μισής Δαμασκού. Ο Άσαντ ζήτησε την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και των μαχητών της λιβανέζικης Χεζμπολάχ. Τα επόμενα εφτά χρόνια, οι ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, παρά την τεράστια στρατιωτική, οικονομική και επιμελητειακή υποστήριξη από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία.

Ενώ η Λιβύη και το Ιράκ απέτυχαν, η Συρία επέζησε και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της, επειδή είχε την ετοιμότητα να εξασφαλίσει μια συμμαχία με στρατηγικούς συμμάχους πετυχαίνοντας να εξουδετερώσει τις ένοπλες μισθοφορικές ομάδες στο έδαφός της.

Περίπτωση 4: FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας)

Οι FARC σχηματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως στρατός χωρικών, κατά κύριο λόγο, που αυξήθηκε από 200 αρχικά σε σχεδόν 30.000 μαχητές με εκατομμύρια υποστηρικτές κυρίως στην ύπαιθρο. Στην πραγματικότητα, εκτός των μεγάλων πόλεων, στην Κολομβία είχε επικρατήσει ένα δυαδικό σύστημα εξουσίας.

Οι FARC έκαναν αρκετές προσπάθειες να διαπραγματευτούν μια συμφωνία ειρήνης με το κολομβιανό ολιγαρχικό καθεστώς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια προσωρινή συμφωνία οδήγησε τμήματα των FARC στην παράδοση των όπλων, τη συγκρότηση ενός κόμματος, της Πατριωτικής Ένωσης, και στη συμμετοχή στις εκλογές. Μετά από αρκετές εκλογικές επιτυχίες, η ολιγαρχία αιφνίδια παραβίασε τη συμφωνία, εξαπέλυσε μια εκστρατεία τρόμου και δολοφόνησε 5.000 ακτιβιστές του κόμματος και αρκετούς προεδρικούς και κοινοβουλευτικούς υποψήφιους, καθώς και εκλεγμένους αξιωματούχους. Έτσι, οι FARC επέστρεψαν στον ένοπλο αγώνα.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων διαπραγματεύσεων, στα 1980-81, το ολιγαρχικό καθεστώς σταμάτησε αιφνίδια τις συνομιλίες και πραγματοποίησε επιδρομές στο σημείο των συναντήσεων με σκοπό να δολοφονήσει τους αντιπροσώπους των FARC, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες, το 2016, οι FARC συμφώνησαν να διεξάγουν «διαπραγματεύσεις ειρήνης» με το καθεστώς του Χουάν Μάρκος Σάντος, ενός πρώην υπουργού Άμυνας που είχε ηγηθεί της εκστρατείας μαζικής εξόντωσης στις αγροτικές περιοχές και στις φτωχογειτονιές των πόλεων το 2001-2010. Όμως, είχαν ήδη πραγματοποιηθεί μεγάλες πολιτικές αλλαγές μέσα στις FARC. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, είχαν δολοφονηθεί ή είχαν πεθάνει οι ιστορικοί ηγέτες και είχαν αντικατασταθεί από μια νέα φρουρά που δεν είχε ούτε την εμπειρία ούτε τη δέσμευση να εξασφαλίσει συμφωνίες οι οποίες θα προωθούσαν την ειρήνη με δικαιοσύνη, κρατώντας ταυτόχρονα τα όπλα στην περίπτωση που το αναξιόπιστο ολιγαρχικό καθεστώς, το οποίο είχε σαμποτάρει επανειλημμένα τις διαπραγματεύσεις, υπαναχωρούσε από τις «συμφωνίες ειρήνης».

Επιδιώκοντας τυφλά την ειρήνη, οι FARC συμφώνησαν να αποστρατεύσουν και να αφοπλίσουν τον επαναστατικό τους στρατό. Απέτυχαν να εξασφαλίζουν έλεγχο επί των κοινωνικο-οικονομικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του αναδασμού γης. Η ασφάλεια αφέθηκε στα χέρια των στρατιωτικών δυνάμεων του καθεστώτος που συνδέονται με τους μεγάλους γαιοκτήμονες, τις εφτά αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και τα αποσπάσματα θανάτου των εμπόρων ναρκωτικών.

Η «συμφωνία ειρήνης» κατέστρεψε τις FARC. Όταν αφοπλίστηκαν, το καθεστώς υπαναχώρησε από τη συμφωνία: δεκάδες μαχητές των FARC δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν, οι ολιγάρχες διατήρησαν όλο τον έλεγχο στη γη εκτοπίζοντας τους αγρότες, αρπάζοντας φυσικούς πόρους, τη δημόσια χρηματοδότηση, και οι ελίτ έλεγξαν τις εκλογικές διαδικασίες. Οι ηγέτες των FARC και οι απλοί αγωνιστές φυλακίστηκαν και απειλήθηκαν με θανάτωση, ενώ τα ιδιωτικά και δημόσια ΜΜΕ επιδίδονται σε συνεχές μπαράζ εχθρικής προπαγάνδας εναντίον τους.

Η καταστροφική συμφωνία ειρήνης των FARC οδήγησε σε εσωτερικές διασπάσεις, διαιρέσεις και απομόνωση. Στα τέλη του 2017, οι FARC διαλύθηκαν: κάθε ομάδα ακολούθησε τον δικό της δρόμο. Ορισμένοι συνενώθηκαν και πάλι σε μικρές ανταρτικές ομάδες, άλλοι εγκατέλειψαν τον αγώνα και επιδίωξαν απασχόληση, νέες ευκαιρίες συνεργασίας με το καθεστώς ή έγιναν καλλιεργητές κόκας.

Η ολιγαρχία και οι ΗΠΑ εξασφάλισαν την παράδοση και την ήττα των FARC μέσω διαπραγματεύσεων που ουδέποτε εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών στρατιωτικής σύγκρουσης.

Περίπτωση 5: Ιράν: η Πυρηνική Συμφωνία

Το 2015, το Ιράν υπέγραψε μια συμφωνία με εφτά συνυπογράφοντες: τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Κίνα, τη Ρωσία και την ΕΕ. Η συμφωνία προέβλεπε ότι το Ιράν θα περιόριζε την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου το οποίο έχει διπλή χρήση –πολιτική και στρατιωτική— και θα την μετέφερε εκτός χώρας. Επέτρεψε την επιθεώρηση των πυρηνικών εγκαταστάσεών του από δυτικές υπηρεσίες – οι οποίες βρήκαν ότι η Τεχεράνη τηρεί πλήρως τις προβλέψεις της συμφωνίας.

Ως αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ και οι συνεργάτες τους συμφώνησαν να τερματίσουν τις οικονομικές κυρώσεις, να ξεπαγώσουν τα ιρανικά περιουσιακά στοιχεία και να τερματίσουν τους εμπορικούς, τραπεζικούς και επενδυτικούς περιορισμούς.

Οι Ιρανοί τήρησαν πλήρως τα συμφωνηθέντα. Τα εργαστήρια εμπλουτισμένου ουρανίου σταμάτησαν να παράγουν και μετέφεραν εκτός χώρας το υπόλοιπο στοκ. Οι διεθνείς επιθεωρητές απέκτησαν πλήρη πρόσβαση στις ιρανικές εγκαταστάσεις.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση του Ομπάμα δεν τήρησε τη συμφωνία. Ορισμένες κυρώσεις καταργήθηκαν, άλλες όμως ενισχύθηκαν, περιορίζοντας απόλυτα την πρόσβαση του Ιράν στις χρηματοπιστωτικές αγορές – μια σαφής παραβίαση της συμφωνίας.

Με την εκλογή του Ντ. Τραμπ, οι ΗΠΑ απέρριψαν τη συμφωνία («η χειρότερη που έχει συναφθεί ποτέ») και σε συνέργεια με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπ. Νετανιάχου απαίτησαν την πλήρη επαναφορά των κυρώσεων, τη διάλυση όλων των αμυντικών συστημάτων του Ιράν και την υποταγή του στις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας όσον αφορά τη Μέση Ανατολή.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ απέρριψε τη συμφωνία, σε αντίθεση με όλες τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, ευνοώντας τις θέσεις του Ισραήλ για απομόνωση, αφοπλισμό και επίθεση στο Ιράν και για την εγκατάσταση ενός καθεστώτος ανδρεικέλων στην Τεχεράνη.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν επιχείρησε να «τροποποιήσει» (sic) τη συμφωνία, προκειμένου να συμπεριλάβει κάποιες απαιτήσεις του Τραμπ όσον αφορά τις νέες στρατιωτικές παραχωρήσεις εκ μέρους του Ιράν, στις οποίες περιλαμβάνονται (1) η εγκατάλειψη των συμμάχων του στην περιοχή (Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Παλαιστίνη, Λίβανος-Χεζμπολάχ και ισλαμικά μαζικά κινήματα), (2) η διάλυση και ο τερματισμός του εξελιγμένου αμυντικού συστήματος διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων, (3) η αποδοχή της αμερικανικής (ισραηλινής) επιτήρησης και επιθεώρησης όλων των ιρανικών στρατιωτικών βάσεων και επιστημονικών κέντρων.

Η παρέμβαση του Μακρόν επιδίωκε να «σώσει» τη μορφή της «συμφωνίας» καταργώντας τα ουσιαστικά στοιχεία της. Ο Μακρόν συμμερίζεται τους σκοπούς του Τραμπ, αλλά επιδιώκει μια βήμα προς βήμα προσέγγιση, βασισμένη στην «τροποποίηση» της υπάρχουσας συμφωνίας. Ο Τραμπ επέλεξε την προσέγγιση του Ισραήλ, μια μετωπική αποκήρυξη συνολικά της συμφωνίας, συνοδεία ανοικτών απειλών στρατιωτικής επίθεσης, εάν το Ιράν απορρίψει τις παραχωρήσεις που απαιτούν οι ΗΠΑ και αρνηθεί να παραδοθεί στην Ουάσιγκτον.

Περίπτωση 6: Παλαιστίνη

Οι ΗΠΑ υποκρίθηκαν ότι μεσολάβησαν σε μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, που όριζε πως το Ισραήλ θα αναγνώριζε την Παλαιστίνη, θα τερμάτιζε την αποικιοποίησή της και θα επιδίωκε ειρηνικό διακανονισμό με αμοιβαία συμφωνία σε μια λύση δύο κρατών βάσει των προ του 1967 συνόρων και εδαφών και των ιστορικών δικαιωμάτων. Οι ΗΠΑ επί Κλίντον χαιρέτισαν τη συμφωνία και στη συνέχεια υποστήριξαν όλες τις παραβιάσεις της, τρέχουσες και μελλοντικές, από τους Ισραηλινούς. Πάνω από 600.000 έποικοι του Ισραήλ άρπαξαν γη και έδιωξαν δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους. Το Ισραήλ εισβάλλει συνέχεια στη Δυτική Όχθη και έχει δολοφονήσει και φυλακίσει δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους, έχει πάρει ολοκληρωτικά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν, όπλισαν και χρηματοδότησαν βήμα προς βήμα την εθνοκάθαρση εις βάρος των Παλαιστίνιων που εφάρμοσε το Ισραήλ και την αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού της Παλαιστίνης με την εγκατάσταση Εβραίων εποίκων.

Περίπτωση 7: Βόρεια Κορέα

Πρόσφατα, οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι τάσσονται υπέρ μιας κατόπιν διαπραγματεύσεων συμφωνίας την πρωτοβουλία για την οποία είχε ο Βορειοκορεάτης πρόεδρος Κιμ Γιονγκ-ουν. Η Πιονγιάνγκ προσφέρθηκε να τερματίσει τα πυρηνικά προγράμματα και τις πυρηνικές δοκιμές της και να διαπραγματευτεί μια συμφωνία διαρκούς ειρήνης που να περιλαμβάνει την αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου της Κορέας και τη διατήρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Νότια Κορέα.

Ο Τραμπ ακολούθησε μια τακτική «υποστήριξης» των διαπραγματεύσεων … ενώ, παράλληλα, ενέτεινε τις οικονομικές κυρώσεις και συνέχισε τις στρατιωτικές ασκήσεις στη Νότια Κορέα. Στην πορεία προς τις διαπραγματεύσεις οι ΗΠΑ δεν έκαναν αμοιβαίες παραχωρήσεις. Ο Τραμπ απειλεί να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις εάν η Β. Κορέα δεν υποταχθεί στην θέση της Ουάσιγκτον να αφοπλιστεί και να διαλύσει τα αμυντικά της συστήματα.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ απαιτεί από τη Β. Κορέα να ακολουθήσει την πολιτική εκείνη η οποία οδήγησε στην αμερικανική εισβολή, στρατιωτική κατάκτηση και καταστροφή του Ιράκ, της Λιβύης και των FARC.

Οι διαπραγματεύσεις της Ουάσιγκτον για μια συμφωνία ειρήνης με τη Β. Κορέα θα ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με την πρόσφατα παραβιασθείσα από τις ΗΠΑ «πυρηνική συμφωνία» με το Ιράν – μονομερής αφοπλισμός της Τεχεράνης και στη συνέχεια υπαναχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία.

Για όσους οικοδομούν αυτοκρατορίες όπως οι ΗΠΑ, οι διαπραγματεύσεις αποτελούν μια τακτική αντιπερισπασμού για να αφοπλίσουν ανεξάρτητες χώρες, προκειμένου να τις εξασθενίσουν και στη συνέχεια να επιτεθούν, όπως δείχνουν όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Συμπέρασμα

Στο κείμενό μας υπογραμμίσαμε πώς χρησιμοποιεί η Ουάσιγκτον τις «διαπραγματεύσεις» και τις «ειρηνευτικές διαδικασίες»: ως τακτικά όπλα για την οικοδόμηση της αυτοκρατορίας. Αφοπλίζοντας τους αντιπάλους, διευκολύνει τους στρατηγικούς σκοπούς, όπως η αλλαγή καθεστώτος.

Η επίγνωση ότι οι ιμπεριαλιστές είναι δόλιοι εχθροί δεν σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να απορρίπτουν τις ειρηνευτικές διαδικασίες και διαπραγματεύσεις – επειδή αυτό θα έδινε στην Ουάσιγκτον ένα προπαγανδιστικό όπλο. Αντ’ αυτού, οι αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις παρακάτω κατευθύνσεις.

–Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να οδηγούν σε αμοιβαίες παραχωρήσεις – οι παραχωρήσεις δεν πρέπει να είναι μονόπλευρες, και κυρίως δεν πρέπει να μην είναι αμοιβαίες οι μειώσεις οπλικών προγραμμάτων.

–Οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει ποτέ να οδηγούν σε διάλυση των αμυντικών δυνάμεων, πράγμα που καθιστά πιο ευάλωτες τις χώρες και επιτρέπει αιφνίδιες επιθέσεις. Οι διαπραγματευτές πρέπει να διατηρούν την ικανότητά τους να επιβάλλουν υψηλό κόστος στις ιμπεριαλιστικές παραβιάσεις και ιδίως στις αιφνίδιες ανατροπές των στρατιωτικών και οικονομικών συμφωνιών. Οι ιμπεριαλιστές που παραβιάζουν τις συμφωνίες διστάζουν να επέμβουν όταν το ανθρώπινο και εθνικό τίμημα που θα πληρώσουν είναι υψηλό και πολιτικά αντιδημοφιλές.

–Όσοι εναντιώνονται στα ιμπεριαλιστικά σχέδια δεν πρέπει να είναι απομονωμένοι. Πρέπει να εξασφαλίζουν στρατιωτικές συμμαχίες. Η περίπτωση της Συρίας είναι σαφής. Ο Άσαντ έχτισε μια συμμαχία με τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ που απέκρουσε αποτελεσματικά τους ένοπλους μισθοφόρους που στήριζαν οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η ΕΕ, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία.

Το Ιράν συμφώνησε να εξαλείψει την πυρηνική του ικανότητα, αλλά διατήρησε το πρόγραμμα των διηπειρωτικών αμυντικών του πυραύλων που του δίνει τη δυνατότητα αντιποίνων στην περίπτωση αιφνίδιων στρατιωτικών επιθέσεων από το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι το Ισραήλ θα επιμείνει να αναλάβουν οι ΗΠΑ το κόστος των πολέμων στη Μ. Ανατολή, προς δικό του όφελος.

Η Β. Κορέα έχει ήδη προχωρήσει σε μονομερείς, μη αμοιβαίες παραχωρήσεις έναντι των ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό έναντι της Ν. Κορέας. Εάν δεν μπορέσει να εξασφαλίσει συμμάχους (όπως η Κίνα και η Ρωσία) και εάν τερματίσει το πρόγραμμα των αποτρεπτικών πυρηνικών της όπλων θα υποστεί πίεση για ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις.

Η άρση των οικονομικών κυρώσεων μπορεί να εντάσσεται στις αμοιβαίες παραχωρήσεις, αλλά όχι με την υπονόμευση των στρατηγικών αμυντικών ικανοτήτων.

Οι βασικές αρχές είναι αμοιβαιότητα, στρατηγική άμυνα και τακτική οικονομική ευελιξία. Η κεντρική ιδέα είναι ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι σύμμαχοι, μόνο μόνιμα συμφέροντα. Η πλανημένη εμπιστοσύνη στις αλαζονικές δυτικές ιμπεριαλιστικές «αξίες» και η μη ρεαλιστική αναγνώριση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων μπορεί να αποβούν μοιραίες για ανεξάρτητους ηγέτες και καταστροφικές για ένα λαό, όπως δείχνουν καθαρά οι περιπτώσεις του Ιράκ, της Λιβύης και της Παλαιστίνης, και κόντεψαν να γίνουν μοιραίες για τη Συρία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του Ιράν: οι ΗΠΑ υπέγραψαν μια συμφωνία το 2015 και την αποκήρυξαν το 2018.   Επιβάλλεται η Β. Κορέα να διδαχθεί από την ιρανική εμπειρία.

Το ιμπεριαλιστικό χρονοδιάγραμμα για την αποκήρυξη μιας συμφωνίας μπορεί να ποικίλλει. Η Λιβύη υπέγραψε συμφωνία αφοπλισμού με τις ΗΠΑ το 2003 και η Ουάσιγκτον τη βομβάρδισε το 2011.

Όπως και να έχει, ο κανόνας είναι ένας: δεν υπάρχει ιστορικό παράδειγμα ιμπεριαλιστικής δύναμης που να απαρνιέται τα συμφέροντά της για να τηρήσει μια συμφωνία. Τηρεί τις συμφωνίες μόνο όταν δεν έχει άλλη επιλογή.

Πηγή: Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας