Η Μέση Ανατολή δεν έχει πια τη σημασία που είχε κάποτε. Το αποδεικνύει αυτό ο ελεγχόμενος (σε σύγκριση με όσα θα ίσχυαν μέχρι πρότινος) αντίκτυπος των όσων θεαματικών συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα, μετά τις επιθέσεις εναντίον δύο κομβικών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Aramco στα ανατολικά της Σαουδικής Αραβίας.
Στον απόηχο της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν το 1979 και της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν το ίδιο έτος, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, διατύπωσε το “δόγμα”, που έκτοτε φέρει το όνομά του, σύμφωνα με το οποίο η απόκρουση όποιου απειλεί την ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας και επιχειρεί να ελέγξει τον Περσικό Κόλπο αποτελεί κεντρική αμερικανική στρατηγική επιδίωξη.
Η εποχή εκείνη φαντάζει μακρινή. Η αναδιάρθρωση των οικονομιών και η εμφάνιση νέων τεχνολογιών αμβλύνει τον αντίκτυπο των όποιων κραδασμών προκύπτουν στην πολυτάραχη Μέση Ανατολή. Στις μέρες μας, ένα νέο πετρελαϊκό σοκ απλώς θα επιτάχυνε δραματικά την ήδη δρομολογημένη στροφή προς τα υβριδικά και ηλεκτρικά αυτοκίνητα ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υποβαθμίζοντας περαιτέρω τη σημασία της τροφοδοσίας από τον Περσικό Κόλπο.
Οι ίδιες οι ΗΠΑ αποτελούν, χάρη στους σχιστολιθικούς υδρογονάθρακες, τη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό του κόσμου (αν και τα διυλιστήριά τους δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τεχνολογικά τη μετάβασή τους από τις μεσανατολικές στις εγχώριες πετρελαϊκές ποικιλίες). Η ενεργειακή απεξάρτηση μεταφράζεται εν μέρει και σε πολιτική – ιδίως αφότου εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο ο Ντόναλντ Τραμπ, υποσχόμενος στο εκλογικό ακροατήριό του την απεμπλοκή από στρατιωτικές περιπέτειες σε μακρινούς τόπους και την αναμόρφωση, σε βάση περισσότερο “συναλλακτική”, των συμμαχιών οι οποίες “απομυζούν” τις ΗΠΑ.
Παίκτες που απουσίαζαν από την περιοχή της Μέσης Ανατολής καθ’ όλη τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, όπως η Ρωσία, διατυμπανίζουν την επιστροφή τους, ενώ νέοι πρωταγωνιστές, όπως η Κίνα, ξεδιπλώνουν τον φιλόδοξο “δρόμο του μεταξιού” που φυσική κατάληξή του έχει την Ανατολική Μεσόγειο.
Παράδοξη απόκλιση
Και το κυριότερο: η στρατιωτική ισχύς της Ουάσινγκτον και των περιφερειακών συμμάχων της δεν δείχνει να εκφοβίζει όσους, με πρώτο το Ιράν, αρνούνται να συμπλεύσουν με την υπερδύναμη. Εξού και τις τελευταίες ημέρες ζούμε μια παράδοξη απόκλιση ανάμεσα στην πολεμική ρητορική και την πραγματικότητα της εξαγοράς χρόνου.
Καταφθάνοντας την Τετάρτη στο Ριάντ για επείγουσες συνομιλίες ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικλ Πομπέο (πρώτος αξιωματούχος που έσπευσε να ενοχοποιήσει την Τεχεράνη για το πλήγμα στην Aramco) έκανε λόγο για “πράξη πολέμου”, ενώ κυβερνητική πηγή διοχέτευσε στο CBS την εκτίμηση ότι η επίθεση του Σαββάτου διατάχθηκε από τον αγιατολλάχ Αλί Χαμενεϊ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, πάλι, φροντίζει πάντοτε να συντηρεί ρητορικά τον φόβο μιας πολεμικής αναμέτρησης, ως “ύστατης” επιλογής από τις “πολλές” που έχει στη διάθεσή του, όμως καθιστά σαφές ότι η επίθεση του Σαββάτου δεν αφορά την ασφάλεια των ΗΠΑ, ότι δεν έχουν ακόμη αναληφθεί δεσμεύσεις έναντι των Σαουδαράβων (στους οποίους εναπόκειται να καθορίσουν τις ανάγκες τους, αναλαμβάνοντας μέρος του κόστους) και ότι δεν υπάρχει καμία βιασύνη στο πώς θα αντιμετωπισθεί το Ιράν, με το οποίο αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα οδηγηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Πάντως, το μήνυμα του Τραμπ ότι ζήτησε από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να ετοιμάσει νέες αυστηρές κυρώσεις εναντίον του Ιράν υπήρξε μιας μορφής επιστροφή στην πεπατημένη, ως υποκατάστατο και όχι προανάκρουσμα μιας πολεμικής εμπλοκής.
Παράλληλα, ο γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, ανακοίνωσε την αποστολή εμπειρογνωμόνων του οργανισμού στη Σαουδική Αραβία για να διακριβωθούν όσα αφορούν τις επιθέσεις του Σαββάτου, ενώ στην τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ με τον Βρετανό πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον, συζητήθηκε η αναγκαιότητα μιας “κοινής διπλωματικής απάντησης” στο Ιράν.
Τα όρια της “μέγιστης πίεσης”
Η “ομπρέλα” των ΗΠΑ πάνω από την Αραβική Χερσόνησο δείχνει να έρχεται αντιμέτωπη με ανυπέρβλητα όρια. Τόσο εσωτερικά (που αφορούν την απροθυμία του αμερικανικού πληθυσμού για νέες περιπέτειες στην περιοχή, όπως γνωρίζει πολύ καλά ο μαχόμενος για την επανεκλογή του Τραμπ) όσο και εξωτερικά.
Η υιοθέτηση της τακτικής της “μέγιστης πίεσης” έναντι του Ιράν έχει οδηγήσει στην αυτοπαγίδευση του Τραμπ. Και αυτό διότι υποτιμήθηκε η βούληση της Ισλαμικής Δημοκρατίας να απαντήσει δυναμικά, αντί να υπομένει παθητικά τον οικονομικό στραγγαλισμό της. Στον ασύμμετρο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών, το μήνυμα της Τεχεράνης ότι τυχόν ανάφλεξη δεν μπορεί να μείνει οριοθετημένη αλλά θα γενικευτεί και η υπογράμμιση της αξιοπιστίας του με “διαψεύσιμα”, αμφίβολης πατρότητας, πλήγματα έφερε μια σκακιστική ισοπαλία.
Οι συμμαχίες του Ιράν με παίκτες της περιοχής, όπως οι Χούθι, η λιβανική Χεζμπολλάχ ή οι σιίτες πολιτοφύλακες του Ιράκ ενισχύθηκαν. Αντίθετα, στο στρατόπεδο των αραβικών μοναρχιών παρατηρείται αποσυσπείρωση: κοντά στην προηγούμενη αντιπαράθεση της Σαουδικής Αραβίας με το Κατάρ, ήρθε να προστεθεί και η διαφοροποίηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που ήδη πριν από τις επιθέσεις του Σαββάτου είχαν υιοθετήσει γραμμή εκτόνωσης των εντάσεων με το Ιράν και την Υεμένη.
Περίπλοκη σχέση
Αλλά και μεταξύ Ριάντ και Ουάσινγκτον δεν λειτουργεί κανένας “αυτοματισμός”. Ούτε η σαουδαραβική πλευρά ενθουσιάζεται στην ιδέα να ανοίξει τις πύλες σε υπηρεσίες και στρατεύματα των ΗΠΑ (εξού και τονίζει διαρκώς ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση) ούτε ο Τραμπ πρόκειται να λάβει “διαταγές” από τους Σαούντ ή να ρισκάρει αβίαστα τις προοπτικές επανεκλογής του. Οι σχέσεις των δύο πλευρών έχουν περιπλακεί μετά την υπόθεση Κασόγκι και το Κογκρέσο από καιρό προσπαθεί να διακόψει κάθε αμερικανική εμπλοκή στο δράμα της Υεμένης.
Προς το παρόν, οι Σαουδάραβες ιθύνοντες φροντίζουν να αφήνουν ανοιχτό το σενάριο της ιρανικής ενοχής. Είναι όμως απορίας άξιο γιατί το Ιράν θα επέλεγε μια “πολεμική ενέργεια”, χωρίς να γενικεύσει την αντιπαράθεση, αφήνοντας έτσι τον χρόνο στους αντιπάλους του να προετοιμάσουν την απάντησή τους. Είναι, επίσης, άβολο να υποτεθεί ότι το πλήγμα στην Aramco προήλθε από τα ανατολικά, δηλ. από εκείνη την πλευρά που κατεξοχήν καλύπτουν τα αμερικανικής προελεύσεως αντιαεροπορικά συστήματα της Σαουδικής Αραβίας.