Το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, ο Ταγίπ Ερντογάν απηύθυνε διάγγελμα στο τουρκικό έθνος για να αναγγείλει τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της CΟVID-19. Το κεντρικό μήνυμα ήταν ότι τα χειρότερα, όσον αφορά την υγειονομική κρίση, έχουν περάσει και εκείνο που προέχει τώρα είναι η ανάταξη της οικονομίας. Την υπερχειλίζουσα αισιοδοξία του διαγγέλματος σκίαζε μια αυστηρή προειδοποίηση: «Έχουμε επίγνωση των κακόβουλων σχεδίων όσων βάζουν παγίδες στην εθνική οικονομία», τόνισε ο Τούρκος πρόεδρος, ενώ τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης στοχοποιούσαν τρεις μεγάλες ξένες τράπεζες –την αμερικανική Citigroup, τη γαλλική BNP Paribas και την ελβετική UBS– για σορτάρισμα εις βάρος της τουρκικής λίρας.
Είναι γεγονός ότι, παρά την κριτική που δέχεται από την αντιπολίτευση και τους δημάρχους των μεγάλων πόλεων, ο Ερντογάν πιστώνεται την αρκετά επιτυχημένη, μέχρι στιγμής, διαχείριση της πανδημίας. Η υβριδική στρατηγική που επέλεξε (απαγόρευση κυκλοφορίας τα Σαββατοκύριακα, αλλά όχι τις καθημερινές, κλείσιμο εμπορικών κέντρων, ρεστοράν και καταστημάτων, αλλά όχι αναστολή της βιομηχανικής δραστηριότητας) άντεξε στη δοκιμασία της πραγματικότητας, ενώ το σύστημα υγείας αποδείχθηκε περισσότερο ανθεκτικό από ό,τι περίμεναν πολλοί.
Με 83 εκατομμύρια κατοίκους, η Τουρκία έχει μέχρι στιγμής λιγότερους από 4.000 νεκρούς με τον ρυθμό αύξησης να περιορίζεται σε λίγες δεκάδες ανά εικοσιτετράωρο. Επιπλέον, ο Ερντογάν πιστώνεται κάποιες τολμηρές, για συντηρητικό ισλαμιστή, αποφάσεις όπως το να κλείσει από την πρώτη στιγμή τα τζαμιά, να απαγορεύσει δημόσιους εορτασμούς του Ραμαζανίου και εθνικών επετείων, και να απελευθερώσει μεγάλο μέρος φυλακισμένων (αν και όχι των πολιτικών κρατουμένων). Στα τέλη Απριλίου, η δημοτικότητά του ήταν γύρω στο 60%, ποσοστό αξιοζήλευτο για πολλούς ηγέτες της Δύσης.
Αυτή την εικόνα απειλεί να ανατρέψει, όμως, η ταχεία επιδείνωση στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Η τουρκική οικονομία υφίστατο κλυδωνισμούς και προ κορωνοϊού –αυτός ήταν και ο βασικός παράγοντας που οδήγησε το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ σε οδυνηρές ήττες στις τελευταίες δημοτικές εκλογές– αλλά η πανδημία λειτούργησε ως επιταχυντής. Η ανεργία βρίσκεται ήδη με τα επίσημα (και αμφισβητούμενα) στοιχεία στο 13,6%, ο πληθωρισμός είναι εκτός ελέγχου και η αναλογία δολαρίου – τουρκικής λίρας, από 3:1 που ήταν πριν από τέσσερα χρόνια, ξεπέρασε πρόσφατα το 7:1. Για να στηρίξει το εθνικό νόμισμα, η κεντρική τράπεζα θυσίασε πάνω από 20 δισ. δολάρια και κινδυνεύει να ξεμείνει από συναλλαγματικά αποθέματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η τουρκική κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να συρθεί επαίτης στο ΔΝΤ για να αποφύγει τη χρεοκοπία, κάτι που θα μπορούσε να αποβεί πολιτικά ολέθριο για τον Ερντογάν και το κόμμα του. Το μνημόνιο που συνομολόγησε η Άγκυρα με το ΔΝΤ το 2001 οδήγησε σε κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και έφερε τους ισλαμιστές στην εξουσία, ένα χρόνο αργότερα. Σήμερα, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ κινδυνεύουν να μπουν στο ίδιο ασανσέρ, αλλά στην καθοδική του διαδρομή. Πολλοί θεωρούν πως ο Τούρκος πρόεδρος αντιμετωπίζει την πιο δύσκολη δοκιμασία στα 18 χρόνια της εξουσίας του, πιο δύσκολη και από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Αναζητώντας έξοδο κινδύνου, ο Ερντογάν έχει αποδυθεί σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των διαταραγμένων σχέσεών του με τις ΗΠΑ. Από τον περασμένο μήνα προσπαθεί να πείσει τον Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο διατηρεί πάντα καλές σχέσεις, να περιληφθεί η τουρκική λίρα στις συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων (currency swaps) της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, κάτι που θα θωράκιζε τα συναλλαγματικά του αποθέματα. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία δεν πληροί κανένα από τα κριτήρια της Fed για να ενταχθεί σε αυτό το πρόγραμμα (ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, χαμηλός πληθωρισμός), αλλά οι πολιτικοί και γεωστρατηγικοί παράγοντες θα παίξουν τον ρόλο τους.
Οι διαπραγματεύσεις
Εδώ και δύο εβδομάδες, διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), που ελέγχει μεγάλο μέρος των κουρδικών περιοχών της Βόρειας Συρίας και αποτελεί ανάθεμα για την Άγκυρα, με το Εθνικό Κουρδικό Κογκρέσο (KNC), που πρόσκειται στη φιλοαμερικανική και φιλοτουρκική κουρδική Αρχή του βορείου Ιράκ. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν την Πρωτομαγιά στην αμερικανική βάση της κουρδικής πόλης Χασάκα με την ενθάρρυνση του Αμερικανού απεσταλμένου Γουίλιαμ Ρέμπουκ και της Γαλλίας. Εάν υπάρξει ευτυχής κατάληξη (ένα πολύ μεγάλο εάν), θα ανοίξει ο δρόμος για συμμετοχή μιας κοινής κουρδικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης για την πολιτική επίλυση του Συριακού. Για την ώρα, η Άγκυρα εμφανίζεται πολύ επιφυλακτική, αλλά κανείς δεν ξέρει.
Στο μεταξύ, ο Ερντογάν αξιοποιεί το κρατικό επενδυτικό ταμείο (Wealth Fund), που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2016, αμέσως μετά το πραξικόπημα, για να θέσει υπό τον έλεγχό του σειρά μεγάλων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης στις συνθήκες της πανδημίας. Πρόεδρος του Fund είναι ο ίδιος ο Ερντογάν και διαχειριστής του ο υπουργός Οικονομικών και γαμπρός του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Αρκετοί στην Τουρκία ανησυχούν για την ανάδυση ενός είδους κρατικού-πολεμικού καπιταλισμού, υπό τον έλεγχο του προέδρου και του στενού του περιβάλλοντος. Παράλληλα, οξύνεται η εσωτερική διαπάλη στο ΑΚΡ, με βασικούς πόλους τον Αλμπαϊράκ από τη μία πλευρά και τον υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού από την άλλη, οι οποίοι θεωρούνται οι δύο βασικοί υποψήφιοι για τη διαδοχή του προέδρου.
Όπως συμβαίνει με κάθε κρίση, σε κάθε χώρα, οι απειλές ζυγιάζονται με τις ευκαιρίες. Παράλληλα, πρόσφατα δημοσιεύματα των New York Times και της Le Monde εκτιμούσαν ότι η Τουρκία μπορεί να επωφεληθεί από την προϊούσα τάση «απο-παγκοσμιοποίησης», με αρκετές διεθνείς επιχειρήσεις να μεταφέρουν παραγωγικές δραστηριότητες από την Κίνα και γενικά την ανατολική Ασία πιο κοντά στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης. Η Τουρκία, χώρα με ανεπτυγμένη βιομηχανία και μέλος του G20, ενδεχομένως θα μπορούσε να ωφεληθεί, μεσοπρόθεσμα, από αυτή την τάση. Μέχρι τότε, όμως, ο Ερντογάν και το κόμμα του θα πρέπει να διανύσουν ένα πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό ναρκοπέδιο, και να βγουν πολιτικά ζωντανοί.
*Πηγή: kathimerini.gr