Με δυνατή αριστερά και εμπιστοσύνη στην ενότητα!
Παρά τα όσα ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, η διατήρηση της επιτροπείας αποδεικνύεται περίτρανα από τις ώρες διαπραγμάτευσης που καταναλώνονται με τους «θεσμούς» για κάθε νόμο (ακόμα και αν καταργεί την προστασία της πρώτης κατοικίας). Και η ίδια όμως η «επαναφορά στην κανονικότητα» δεν είναι τίποτε άλλο από την παγίωση των μισθών και συντάξεων πείνας. Τα προεκλογικά επιδοματικά μέτρα που ψηφίστηκαν είναι σταγόνα στον ωκεανό: τα 800 εκατομμύρια που θα δαπανηθούν για την 13η σύνταξη είναι μόλις το 1/10 από τα 8 δις που χάσανε οι συνταξιούχοι μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, πολλώ δε μάλλον αν προστεθούν στα άλλα 43 δις που χάσανε τα προηγούμενα έξι χρόνια. Αντίστοιχα, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό ελάχιστα επιδρούν στην αγορά εργασίας, καθώς λόγω της επέκτασης των ελαστικών εργασιακών σχέσεων έχουν τετραπλασιασθεί στις 250.000 οι εργαζόμενοι των 250 ευρώ και τριπλασιάστηκαν στις 570.000 οι εργαζόμενοι των 500-600 ευρώ. Η συνολική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών νοικοκυριών υπερέβη το 30% τα 8 τελευταία χρόνια.
Κάποιοι κέρδισαν απ’ όλη αυτή τη λιτότητα: μόνο το 2017 τα κέρδη των 1100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 97%, άλλων δε 16.000 κατά 65%. Τα κέρδη αυτά δεν επανεπενδύονται, ούτε οδηγούν σε αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά είτε αποθησαυρίζονται, είτε καταναλώνονται σε εισαγόμενα πολυτελή αγαθά αυξάνοντας εκ νέου το έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι νέοι και οι νέες με την υπάρχουσα πολιτική είναι καταδικασμένοι να ζήσουν και να εργαστούν σε ένα ατέλειωτο μέλλον λιτότητας, εργασιακής ανασφάλειας, ανύπαρκτης κοινωνικής προστασίας. 700.000 νέοι έχουν μεταναστεύσει προς το εξωτερικό, εκ των οποίων 92% είναι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ ή ΤΕΙ και 64% κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου. Η επίσημη ανεργία στους νέους έως 24 ετών αγγίζει το 41,9% και στους νέους έως 34 ετών το 25,6%.
Περαιτέρω, παρά τα πρωτογενή πλεονάσματα, το δημόσιο χρέος αυξάνεται συνέχεια (το 2018 κατά 30 δις) και αν προστεθεί και στο ιδιωτικό χρέος προς τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικούς οργανισμούς ξεπερνά το 322% του ΑΕΠ. Ούτε το 2060 μπορούν να αποπληρωθούν αυτά τα ποσά, ούτε ποτέ, αν δεν μεσολαβήσει στάση πληρωμών, επαναδιαπραγμάτευση και διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημοσίου χρέους, αλλά και σεισάχθεια για τα ιδιωτικά χρέη των λαϊκών νοικοκυριών. Πολλώ δε μάλλον που με την στασιμότητα στις χώρες της ευρωζώνης αυξάνονται τα επιτόκια, συμπαρασύροντας προς τα πάνω και το δημόσιο χρέος. Ας σημειωθεί ότι από το 2022 τα τοκοχρεωλύσια που πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα βάσει του 4ου μνημονίου αυξάνονται και αναμένονται νέα μνημονιακά μέτρα. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της λογικής του ευρωμονόδρομου, αφού οι συνθήκες της ΟΝΕ και της ΕΕ συνταγματοποιούν τον νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα.
Όσο για τις περιβόητες μεγάλες «επενδύσεις», πέραν του ότι τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας (λιγνιτορυχεία ΔΕΗ, λιμάνια, αεροδρόμια, Ελληνικό και παραλιακό μέτωπο κλπ.), σε πολλές περιπτώσεις γίνονται είτε με χρήματα των ανακεφαλαιοποιημένων με χρήματα του λαού ελληνικών τραπεζών (από τις οποίες π.χ. δανείστηκε η Fraport για να αναλάβει τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια) ή ακόμα χειρότερα με χρήματα του δημοσίου τομέα (όπως η επέκταση της προβλήτας της Cosco στον Πειραιά που πραγματοποιείται κατά 98% με χρήματα της Περιφέρειας).
Την ίδια ώρα η Ελλάδα προσδένεται κατά το χειρότερο τρόπο στο άρμα των ΗΠΑ, καθώς η ελληνική (αλλά και η κυπριακή) αστική τάξη θεωρεί ότι υπό τις φτερούγες τους και με τη συμμαχία Αιγύπτου και Ισραήλ μπορούν να στριμώξουν την Τουρκία, αλλά και να επεκταθούν οικονομικά στα Δυτικά Βαλκάνια.
Στο πλαίσιο αυτό, στις ευρωεκλογές πρέπει να αποδοκιμασθεί τόσο η ανοικτά επικίνδυνη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ΝΔ, όσο και ο πολιτικός κυνισμός του ΣΥΡΙΖΑ, που ψήφισε και εφάρμοσε εντελώς άλλα μέτρα από αυτά που είχε εξαγγείλει ακόμα και το Σεπτέμβρη του 2015 (με το παράλληλο πρόγραμμα). Το δίλημμα των ευρωεκλογών δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, δεν είναι ποιος είναι ο καλύτερος μνημονιακός διαχειριστής ή ο πιο πρόθυμος εταίρος των ΗΠΑ, αλλά το αν θα αποτυπωθεί η αποδοκιμασία των μνημονιακών κομμάτων, η κοινωνική δυσαρέσκεια και μια διάθεση να μπει φραγμός στην αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική λιτότητας.
Η μεγαλύτερη προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα είναι η διάχυση στην κοινωνία της πεποίθησης ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Σε αυτές τις ευρωεκλογές έχει σημασία να στηριχθεί η αριστερά, οι δυνάμεις που αγωνίζονται και ιδίως οι δυνάμεις που καταδεικνύουν τη δυνατότητα ενός άλλου δρόμου, ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ. Να σπάσει η αφήγηση του μνημονιακού μονοδρόμου για τις λαϊκές τάξεις.
Μετά και την τραγική εμπειρία του ελληνικού λαού το 2015, που αγωνίστηκε με θυσίες και επιμονή για να έρθει τελικά αντιμέτωπος με τη μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτές τις ευρωεκλογές έχει διπλή σημασία να αναδειχθεί η αντιδραστική φύση και ο αντιλαϊκός χαρακτήρας των μηχανισμών του ενιαίου νομίσματος και της ΕΕ. Ενός ευρωνομίσματος που, από τη μια, αυξάνει τα ελλείμματα των χωρών της «περιφέρειας», γιγαντώνοντας τα πλεονάσματα των χωρών του «κέντρου» και, από την άλλη, καθιστά τη λιτότητα μοναδικό μέσο εξισορρόπησης των διαφορών στην παραγωγικότητα. Μιας ΕΕ που με τις Συνθήκες της θέτει ως υπέρτατα αγαθά τις ελευθερίες του κεφαλαίου και την άλωση του δημοσίου τομέα από τον ιδιωτικό. Μιας Ευρώπης – φρούριο που αναγορεύει τους φράχτες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε σύμβολα του νέου «ευρωπαϊκού πολιτισμού» και και μετά αναρωτιέται για την άνοδο της ακροδεξιάς. Είναι μηχανισμοί που δε μεταρρυθμίζονται προς όφελος των λαϊκών τάξεων, αλλά ανατρέπονται.
Ο θανάσιμος κίνδυνος του φασισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη μπορεί να χτυπηθεί μόνο με τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν απαντιέται από τις «φιλελεύθερες» ή «προοδευτικές» δυνάμεις της ΕΕ, που εξέθρεψαν το φίδι με τη διαρκή λιτότητα και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, με το ρατσισμό, τη FRONTEX και την αντιπροσφυγική πολιτική που μετατρέπει το Αιγαίο σε μαζικό τάφο, με την αντικομμουνιστική υστερία που ξαναβαφτίζει την ημέρα της αντιφασιστικής νίκης των λαών της 9ης Μάη σε «Ημέρα της ΕΕ».
Το πολιτικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι, συνεπώς, κρίσιμο για την επόμενη ημέρα. Η αριστερά στο σύνολό της παρουσιάζει στοιχεία κρίσης και αδυναμίες, σύμπτωμα αναμφίβολα της σημαντικής υποχώρησης του κοινωνικού κινήματος και των μεγάλων αγώνων της προηγούμενης περιόδου. Όμως, ο βέβαιος δρόμος για να γίνουν οι αδυναμίες της αριστεράς, μόνιμη περιθωριοποίηση και πολιτική ήττα είναι η επιμονή στη λογική της διάσπασης και του απομονωτισμού.
Το ΚΚΕ, αποφεύγει σταθερά οποιαδήποτε πολιτική συνεργασιών με άλλες δυνάμεις της αριστεράς και αυτό χρόνια τώρα κοστίζει στο κίνημα και στις λαϊκές τάξεις. Προβάλλει μια ανέξοδη διαμαρτυρία, χωρίς πρόθεση όξυνσης των αντιπαραθέσεων και διεκδικήσεων και κυρίως χωρίς να θέτει ενδιάμεσους στόχους που να συνδέουν τους αγώνες του σήμερα με τη σοσιαλιστική προοπτική. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στρέφονται κι αυτές στη λογική του απομονωτισμού και της διάσπασης, κλείνοντας κάθε δίοδο για την ευρύτερη συνεργασία των δυνάμεων της αριστεράς, όπως φάνηκε από την πρόσφατη μικροπρεπή και χυδαία καμπάνια μιας από τις βασικές δυνάμεις της, που αναδείκνυε ως βασικούς αντιπάλους τη ΛΑΕ και το ΚΚΕ. Οι λογικές αυτές έρχονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τα ερωτήματα της πλειοψηφίας του κόσμου της αριστεράς, που βλέπει να έχει περάσει από τη χώρα η μεγαλύτερη κρίση του καπιταλισμού, και παρά ταύτα το κίνημα και η αριστερά να βγαίνουν αποδυναμωμένες.
Οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες δεν πρέπει να επιδοκιμάσουν αυτές τις στενόμυαλες και επικίνδυνες πολιτικές λογικές, που θα οδηγήσουν μόνο στη παγίωση της απογοήτευσης, την αποστράτευση και ουδεμία προσφορά έχουν στην ανάπτυξη των αγώνων.
Η Λαϊκή Ενότητα έχει αποδείξει ότι είναι μια δύναμη που δεν αποφεύγει τις αναγκαίες συγκρούσεις. Είτε για να προστατεύσει τις λαϊκές κατοικίες απέναντι στους πλειστηριασμούς, είτε για να προστατεύσει το περιβάλλον από τη βορά του κέρδους, είτε προτιμώντας να αφήσει υπουργικές και βουλευτικές καρέκλες για να συστρατευθεί με τις λαϊκές ανάγκες. Στην ευρωβουλή με τον Νίκο Χουντή αποτέλεσε τη φωνή των κινημάτων. Ας αναλογισθούμε πόσο μεγαλύτερη αισιοδοξία θα είχε ο λαός να αγωνισθεί, αν έβλεπε ότι υπάρχει πραγματική αντιπολίτευση στη Βουλή αντί για την ηθική κατάπτωση που καταγράφηκε στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης.
Πόσο μάλλον, αν όλες οι δυνάμεις της αριστεράς ενώνονταν όπως προτείνει η Λαϊκή Ενότητα για να βαδίσουν από κοινού έναν άλλο δρόμο σήμερα, έναν δρόμο δύσκολο μεν, αλλά δρόμο αξιοπρέπειας. Η ΛΑΕ, με ειλικρίνεια και εν γνώσει των δυσκολιών, επέμενε και επιμένει στην αναγκαιότητα μιας συνολικής συσπείρωσης όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ένα μεγάλο μέτωπο αγώνα που θα μπορεί να θέσει εκ νέου με πραγματικούς όρους στο πολιτικό επίπεδο την εκπροσώπηση των εργαζόμενων τάξεων και της νεολαίας. Να μην μονοπωληθεί η εκπροσώπηση της κοινωνίας από τις μνημονιακές δυνάμεις και τα προσαρτήματά τους. Μια τέτοια προσπάθεια αξίζει να ενισχυθεί γιατί είναι η μόνη που μπορεί να προσφέρει αυτό που λείπει σήμερα περισσότερο από όλα. Την ανάταση και ανάπτυξη κινημάτων, αγώνων και συγκρούσεων των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Η Λαϊκή Ενότητα έχει κοπιάσει και έχει οικοδομήσει το πλέον πλήρες και ουσιαστικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα ανατροπής για τις λαϊκές τάξεις. Ένα πρόγραμμα που δεν αναστέλλει τις λαϊκές κατακτήσεις σε κάποιον απροσδιόριστο ορίζοντα, αλλά είναι πρόγραμμα άμεσων ρήξεων που απαντάει σε υλικές ανάγκες και ερωτήματα των λαϊκών μαζών στο σήμερα. Mε εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, με παραγωγικό μετασχηματισμό, έξω από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ΟΝΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ), με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Έναν δρόμο που θα πιάνει το νήμα των μεγάλων αγώνων και θα οδηγεί στους αναγκαίους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που απαιτούν οι καιροί.