Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει εκπαιδευτεί, από τα χρόνια της μαθητείας του στην KGB, στο τζούντο και το σκάκι. Και τις γνώσεις του αυτές φαίνεται πως θέτει σε εφαρμογή στην προσπάθειά του να ανατρέψει τη διεθνή αρχιτεκτονική που εγκαθιδρύθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια, αφότου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση.
Στο σκάκι, ως γνωστόν, οφείλει κανείς να βλέπει όλη τη σκακιέρα και να σκέφτεται πριν από κάθε κίνησή του και όλες τις πιθανές επόμενες. Στο δε τζούντο, το κυριότερο πλεονέκτημα του αγωνιζόμενου το δίνει η ίδια η επιθετική ορμή του αντιπάλου του.
Πρόκειται για τις αρχές που μοιάζουν να καθοδηγούν τον ηγέτη της Ρωσίας στην προσπάθειά του να καταστήσει σεβαστές αυτές που μέχρι πρότινος αποκαλούσε ασαφώς ως “κόκκινες γραμμές” της χώρας του και πλέον απέκτησαν την μορφή οιονεί “τελεσιγράφου”, υπό μορφήν σχεδίου δύο διεθνών συνθηκών με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, το οποίο επιδόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην αμερικανική πλευρά και δόθηκε στη δημοσιότητα λίγο αργότερα. Κεντρική τους ιδέα: η διακοπή της επέκτασης του ΝΑΤΟ στον μετασοβιετικό χώρο, η αποφυγή προκλητικών ενεργειών κοντά στα ρωσικά σύνορα και η απόσυρση των πυρηνικών όπλων που βρίσκονται εκτός αμερικανικής επικράτειας.
Ο ίδιος ο Πούτιν αρνείται τον χαρακτηρισμό “τελεσίγραφο”. Όμως τα όσα ανέφερε στη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου του ρωσικού υπουργείου Άμυνας είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικά. Απευθυνόμενος στους “συντρόφους” (εν όπλοις) αξιωματικούς, ο ένοικος του Κρεμλίνου κατήγγειλε ως “εξαιρετικά επικίνδυνη” την ανάπτυξη στοιχείων του αμερικανικού συστήματος ασφαλείας (λ.χ. εκτοξευτών πυραύλων) κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα αμερικανικά, και διεκδίκησε την παροχή μακρόπνοων νομικά δεσμευτικών εγγυήσεων απέναντι στις ανησυχίες της χώρας του.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ έχουν την έφεση να αποσύρονται από διεθνείς συνθήκες, χωρίς καν να αναφέρουν τον λόγο, όπως συνέβη στην περίπτωση των συμφωνιών ABM και Open Skies, αλλά τουλάχιστον “χρειαζόμαστε κάτι και όχι απλώς προφορικές διαβεβαιώσεις”.
Η πέτρα του σκανδάλου
Προφορικές διαβεβαιώσεις ήταν βεβαίως αυτές περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ που δόθηκαν το 1990 στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, προκειμένου να συγκατατεθεί στην επανένωση των Γερμανιών. Και η παραβίασή τους πριν καν το γύρισμα του αιώνα βρίσκεται στην καρδιά της ρωσικής δυσφορίας, που πλέον έχει εξελιχθεί σε νέο ψυχρό πόλεμο.
Και όμως: ήταν ένας από τους “σοφούς” της αμερικανικής διπλωματίας, ο Τζορτζ Κέναν (γνωστός και ως ο κύριος “Χ.” του “μακρού τηλεγραφήματος” από την αμερικανική πρεσβεία στη Μόσχα το 1947, με το οποίο τέθηκαν τα θεμέλια του δόγματος της ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης), ο οποίος το 1998, στο πρώτο κύμα διεύρυνσης της Ατλαντικής Συμμαχίας, προειδοποιούσε για τα ρίσκα αυτής της πολιτικής. “Νομίζω ότι οι Ρώσοι θα αντιδράσουν σταδιακά με μεγάλη εχθρότητα και αυτό θα επηρεάσει τις πολιτικές τους. Νομίζω ότι είναι τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Κανείς δεν απειλούσε κανέναν” είχε τονίσει τότε ο Κέναν σε συνέντευξή του προς τον Τόμας Φρίντμαν.
Με καθυστέρηση 14 ετών
Η “εχθρική αντίδραση” άργησε κατά μερικές δεκαετίες – ή μάλλον η διαμόρφωση των συνθηκών για την ανοικτή προβολή της. Διότι βεβαίως ο Πούτιν ήδη από την ιστορική ομιλία του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2007 είχε καταφερθεί κατά της “μονοπολικής ηγεμονίας” και του επιχειρούμενου αποκλεισμού της χώρας του. Όμως τότε μιλούσε από θέση παραπονούμενου.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά ο Ρώσος ηγέτης μιλά από άλλη θέση. Οι ψευδαισθήσεις της ρωσικής ελίτ ότι θα γίνει ισότιμα αποδεκτή από τη Δύση έχουν εξανεμιστεί, η ουκρανική κρίση ρίχνει βαριά σκιά από το 2014 και η δυνατότητα συνεννόησης διαρκώς περιορίζεται.
Αλλά και ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι πλέον μονόπλευρα ευνοϊκός για τη Δύση. Με το ρωσικό οπλοστάσιο να περιλαμβάνει πλέον τους υπερηχητικούς πυραύλους που παρουσίασε κατά το προεδρικό διάγγελμα του 2018, με την Κίνα στο πλευρό του και με την Δύση σε οικονομική, πανδημική και ενεργειακή κρίση ο Πούτιν προφανώς αισθάνεται ισχυρός. Επιπλέον, η προεδρία Μπάιντεν ίσως είναι η τελευταία στις ΗΠΑ με την οποία θα μπορούσε να συναφθεί μια συμφωνία μεγάλης κλίμακας, καθώς ο “τραμπισμός” καραδοκεί.
Με τη στήριξη της Κίνας
Ο Πούτιν δεν κινείται μοναχικά. Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του Πεκίνου στην οποία επιδοκιμάζεται η ρωσική πρωτοβουλία, αλλά και η δήλωση του εκπροσώπου του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος, στον απόηχο της τελευταίας επικοινωνίας Πούτιν-Σι (επίσης την περασμένη εβδομάδα), επικαλέστηκε ως οδηγό της ακολουθούμενης διπλωματικής γραμμής τη “συναίνεση των δύο ηγετών”.
Στο τρίγωνο των εντάσεων που κρίνει το μέλλον της Ευρασίας και ως κορυφές του έχει την Ουκρανία, τα στενά της Ταϊβάν και το Ιράν, ο συντονισμός Μόσχας και Πεκίνου είναι πλέον δεδομένος – και μένει να φανεί συντόμως αν κάτι τέτοιο περιλαμβάνει και την Τεχεράνη.
Ο άμεσος στόχος του Πούτιν δεν είναι δύσκολο να κατονομασθεί: αφορά τη “φινλανδοποίηση” της Ουκρανίας και γενικώς των μετασοβιετικών δημοκρατιών, δευτερευόντως δε την κατοχύρωση της λειτουργίας του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2 (ωστόσο, σε βραχυπρόθεσμη βάση, τα προσκόμματα που προβάλλονται στο πρότζεκτ αυτό από συμμάχους της Γερμανίας και πολιτικές δυνάμεις όπως οι Γερμανοί Πράσινοι, μάλλον προσφέρουν, στην παρούσα συγκυρία ενεργειακής κρίσης, άλλο ένα όπλο στη φαρέτρα του Πούτιν).
Μετέωρη η Ευρώπη
Ο ευρύτερος στόχος, πάντως, δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη δημιουργία μίας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη, που θα ξαναπιάνει, μετά από τριάντα χρόνια “μονοπολικής” ηγεμονίας, το νήμα σχημάτων συλλογικής ασφάλειας, όπως η Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975, με την καθοριστική διαπραγμάτευση να διεξάγεται μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, ερήμην των Ευρωπαίων, όσο και αν ο Πούτιν φρόντισε να επικοινωνήσει τα τελευταία 24ωρα με τους Μακρόν, Σολτς και Τζόνσον.
Πράγματι, η τροπή των πραγμάτων δεν πρόκειται να κριθεί από τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ ή τους ηγέτες της Πολωνίας και της Εσθονίας που έσπευσαν να καταδικάσουν τη ρωσική πρωτοβουλία, μην αναμένοντας την Ουάσινγκτον, η οποία “μελετά” τις προτάσεις. Άλλωστε η Ρωσία πρόσφατα διέκοψε τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ, κρίνοντας ότι η παρουσία τέτοιων παικτών, καθιστά ανώφελη την αναμονή κάποιας πολυμερούς συνεννόησης.