To μνημειώδες έργο της “Ρέκβιεμ” η Άννα Αχμάτοβα, η μεγαλύτερη Ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα, το εμπνεύστηκε κατά την ατέλειωτη αναμονή στην ουρά μέσα στο κρύο για το επισκεπτήριο στον φυλακισμένο γιο της, τον καιρό των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων του Στάλιν.
Τον κατοπινό παιάνα της προς τον Στάλιν, πάλι, φέρεται πως τον έγραψε για να επιτύχει την αποφυλάκιση του γιου της. Δεν τα κατάφερε, όμως ο Στάλιν απέφυγε να υπογράψει διαταγή σύλληψης της ίδιας.
Για τον λαό της υπήρξε η εμβληματική “Μάνα-Ρωσία” των καιρών μας – όμως ο γιός της, Λεβ Γκουμιλιόφ (1912-1992), της καταλόγιζε ότι δεν προσπάθησε αρκετά για να τερματιστεί η 20ετής περιπέτειά του στα γκουλάγκ. Στα 40 του, μπόρεσε επιτέλους να ξεκινήσει σπουδές γεωγράφου και εθνολόγου. Και κατέληξε επί των ημερών της περεστρόικα να επηρεάζει πολλούς με τις νεο-ευρασιατικές του θεωρίες.
Οι παλιοί ευρασιατιστές (με πρωταγωνιστή τον ιδρυτή της γλωσσολογικής Σχολής της Πράγας, πρίγκιπα Νικολάι Τρουμπέτσκοϊ) αποτελούσαν μια κίνηση μεταξύ των Ρώσων εμιγκρέδων του μεσοπολέμου, οι οποίοι αδυνατούσαν να συμφιλιωθούν με το δυτικό περιβάλλον στο οποίο είχαν βρεθεί και αναζητούσαν τρόπους συνεννόησης με τη νεοσύστατη σοβιετική εξουσία.
Ο Γκουμιλιόφ, πάλι, οδηγήθηκε στην αναβίωση των ευρασιατικών θεωριών, μελετώντας τις αλλεπάλληλες κινήσεις και μείξεις των λαών της στέππας μέσα στην ιστορία. Το συμπέρασμά του ήταν ότι το ρωσικό έθνος αποτελεί μία “υπερκατηγορία” που συνέχει διαφορετικά φύλα, συχνά με ασιατική καταγωγή, αλλά και ότι η ισχύς του εμπεδώθηκε κάθε φορά που οι Ρώσοι συμμαχούσαν με τους τουρανικούς λαούς, για να αποφύγουν τις απειλές και τις εισβολές της Δύσης, την οποία θεωρούσε ότι έχει εισέλθει σε πορεία παρακμής.
Αναρωτιέται κανείς αν ο Γκουμιλιόφ καθορίστηκε και από την οικογενειακή νοσταλγία, καθώς και η κατά κόσμον Άννα Γκορένκο προτίμησε για την λογοτεχνική της σταδιοδρομία το τατάρικο μουσουλμανικό επώνυμο Αχμάτοβα της γιαγιάς της.
Και πράγματι, ενώ η Δύση χαρακτηρίζει αμφιλεγόμενες τις θεωρίες του Γκουμιλιόφ, ενώ το επίσημο Κρεμλίνο κρατά αποστάσεις ασφαλείας, άλλοι παίκτες εντός ή πέριξ της Ρωσικής Ομοσπονδίας τις έχουν αγκαλιάσει με ενθουσιασμό. Στο Ταταρστάν έχει υψωθεί ανδριάντας του Γκουμιλιόφ, ενώ μεγαλύτερος θαυμαστής του Ρώσου εθνολόγου αναδείχθηκε ο Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ. Ο αυτοαναγορευθείς “πατέρας του έθνους” των Καζάκων, ο οποίος βρίσκεται αυτές τις μέρες στο επίκεντρο της διεθνούς ειδησεογραφίας, λόγω της εξέγερσης που ξέσπασε στη χώρα του.
Ο Ναζαρμπάγιεφ (άλλοτε επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος του Καζακστάν και πρώτος πρόεδρος της χώρας από την ανεξαρτητοποίησή της το 1991, τελευταία από όλες τις σοβιετικές δημοκρατίες, μέχρι το 2019, οπότε παρέδωσε στον τωρινό πρόεδρο Τοκάγεφ, διατηρώντας ωστόσο σημαντικές εξουσίες) εμπνεόταν σε τέτοιο βαθμό από τον νεο-ευρασιατισμό, ώστε το 1996 διέταξε να ιδρυθεί πανεπιστήμιο στο όνομα του Γκουμιλιόφ, με έδρα την κεντρική πλατεία της νέας πρωτεύουσας Αστάνα, απέναντι από το προεδρικό μέγαρο.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι σε μία χώρα όπου συνοικούσαν οι Καζάκοι με μία ογκώδη ρωσική μειονότητα και όπου επίσημο δόγμα εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε η “πολυμερής διπλωματία” του Ναζαρμπάγεφ, σε μία διαρκή εξισορρόπηση ανάμεσα στη Μόσχα, τη Ουάσιγκτον και κατόπιν και το Πεκίνο, ο νεο-ευρασιατισμός αποτελούσε χρήσιμο εργαλείο.
Αλλά βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με τις κατευθύνσεις του παντουρανισμού, που θέλει επί του πρακτέου να αναδείξει σε “οδηγό” και “προστάτη” των κεντρασιατικών εθνών την Τουρκία και όχι τη Ρωσία.
Εξ ού και ο αισθητός εκνευρισμός στον τουρκικό φιλοκυβερνητικό τύπο για τις εξελίξεις στο Καζακστάν και ιδίως για την ταχύτατη επέμβαση του υπό ρωσική ηγεμονία Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας.
Οι απορίες του αρθρογράφου της μονίμως συνωμοσιολογικής εφημερίδας Γενί Σαφάκ, Γιουσούφ Καπλάν, για το ενδεχόμενο να ενορχήστρωσε η Ρωσία το χάος στο Αλμάτι, ώστε να δικαιολογήσει την επέμβαση, είναι χαρακτηριστικές.
Άλλωστε, ο Ταγίπ Ερντογάν, μετά τον νεο-οθωμανισμό, έχει ανακαλύψει, ιδίως αφότου συμμάχησε με τους εθνικιστές του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) του Μπαχτσελί και τον παντουρανισμό, ενεργοποιώντας το Συμβούλιο Τουρανικών Λαών με έδρα την Κωνσταντινούπολη και κάνοντας λόγο για “ένα έθνος σε έξι κράτη” (ήτοι την Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζαχστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και την Κιργιζία).
Θα έπρεπε να αναλογισθεί βαθύτερα, όμως, το γεγονός ότι τα πέντε από αυτά τα έξι κράτη υπήρξαν σοβιετικές Δημοκρατίες, όπου η ρωσική επιρροή παραμένει ισχυρή (και ζωτικής σημασίας για τη σημερινή Ρωσία).
Επιπλέον, οι μόνες άλλες χώρες στις οποίες υπάρχει ισχυρή παρουσία τουρανικών μειονοτήτων (Ουιγούρων, Σαλάρ, Τατάρων, Μπασκίρων, Γιακουτίων, Τουβίνων, Τσουβάσων, Νογκάι, Αζέρων, Αφάρ) είναι αντιστοίχως η Κίνα, η Ρωσική Ομοσπονδία με τις ποικίλες αυτόνομες δημοκρατίες της και το Ιράν. Ήτοι τριών χωρών, όλο και στενότερα συνδεόμενων, οι οποίες δείχνουν αποφασισμένες να επιτύχουν μιαν ευρασιατική ολοκλήρωση ανταγωνιστική προς τη Δύση και αδιάφορη για τις φιλοδοξίες της Άγκυρας.