Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η βαθμιαία αύξηση της ανεργίας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο οδήγησε δυστυχώς, μεταξύ των άλλων, το Συμβούλιο αρχηγών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σ’ ένα περιβάλλον μονεταριστικών και νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, στην απόφαση αλλαγής του ορισμού της ανεργίας, υποδεικνύοντας έκτοτε στην Eurostat και στις στατιστικές υπηρεσίες των κρατών-μελών ότι η ενεργή συμμετοχή στην αγορά εργασίας ( 1 ώρα αντί 15 ώρες που ήταν στον προγενέστερο ορισμό κατά την προηγούμενη εβδομάδα πριν την διεξαγωγή της έρευνας εργατικού δυναμικού), θα θεωρείται πλέον ως απασχόληση και όχι ως ανεργία.
Η σοβαρή αυτή εννοιολογική και στατιστική ανατροπή στον ορισμό της ανεργίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτω από την επίδραση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, αποτέλεσε ουσιαστικά το έναυσμα προσανατολισμού των ασκούμενων πολιτικών στην κατεύθυνση μείωσης του αριθμού των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας, περιορισμού του χρόνου επιδότησης των ανέργων, μείωσης του επιδόματος ανεργίας και μείωσης των αντίστοιχων κοινωνικών δαπανών. Παράλληλα, στις ασκούμενες πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας επικράτησαν έκτοτε και επικρατούν στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι έννοιες της «ευελιξίας» και της «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας και γενικότερα της οικονομίας.
Θεμελιακό υπόβαθρο αυτών των εννοιών καθώς και των ασκούμενων πολιτικών στα κράτη-μέλη, αποτέλεσε και αποτελεί η αντίληψη ότι το πρόβλημα της ανεργίας δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί παρά μόνο με την γενικευμένη ευελιξία της αγοράς εργασίας με την έννοια: α) της μείωσης των μισθών και του εισοδήματος, β) της επέκτασης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, γ) της διάρκειας του χρόνου εργασίας, δ) του τρόπου και του χρόνου καταβολής των αμοιβών εργασίας, ε) της επέκτασης των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων εργασίας σε βάρος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στ) του περιορισμού του χρόνου ασφάλισης, ζ) της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας στην εργασία, κ.λ.π., προκειμένου να μειωθεί σημαντικά το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος εργασίας, να αρθούν οι περιορισμοί των απολύσεων, να βελτιωθεί το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και να μειωθεί η ανεργία με την αύξηση των θέσεων εργασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τάσεις αυτές που σημειώθηκαν τις τελευταίες τρείς δεκαετίες στην αγορά εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα δεκαετία, έχουν μετεξελιχθεί σε συστατικά χαρακτηριστικά τα οποία προσιδιάζουν με συνθήκες ασιατοποίησης ή ειδικής οικονομικής ζώνης της αγοράς εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Με άλλα λόγια, η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση και τα κράτη-μέλη θεωρούσαν και θεωρούν λανθασμένα ότι η ανεργία οφείλεται στην ανελαστικότητα των μισθών και στην ακαμψία της αγοράς εργασίας.
Έτσι, στις συντελούμενες δυσμενείς συνθήκες της αγοράς εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη, η ευελιξία, δηλαδή, μεταξύ των άλλων, η ανασφάλεια της απασχόλησης, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, ασκεί σοβαρή πίεση στους ανέργους και ιδιαίτερα στους νέους, να αποδεχθούν ως γέφυρα μετάβασης στην είσοδο τους στην αγορά εργασίας την βραχυχρόνιας διάρκειας ευέλικτη απασχόληση, η οποία όμως στην πράξη της λειτουργίας της αγοράς εργασίας μετεξελίσσεται σε μόνιμης διάρκειας ευέλικτη, χαμηλά αμειβόμενη, αδήλωτη και ανασφάλιστη απασχόληση.
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ με τη δημιουργία περισσότερων αλλά χαμηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η σημερινή δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, αναδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη (ποσοτικά και ποιοτικά) ευελιξία των μορφών απασχόλησης στην χώρα μας, αποτελεί, μεταξύ των άλλων, από τα σοβαρότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, γεγονός που καθιστά την όποια ικανοποίηση από την συμβολή της στην ποσοστιαία μείωση της ανεργίας φαινομενική, δεδομένου ότι στην παρατηρούμενη μείωση συμβάλλει και η μετανάστευση(450.000) ελλήνων στο εξωτερικό καθώς και η μείωση (80.000 άτομα-2016 και κατά τα επόμενα έτη) του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών.
Έτσι, σήμερα (Μάϊος 2017) στην Ελλάδα, η στατιστική ανεργία (ΕΛΣΤΑΤ, Αύγουστος 2017) βρίσκεται στο επίπεδο του 21,7%-1.035.192 άτομα ( η πραγματική ανεργία σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι 31,5%) και η μερική απασχόληση αποτελεί το 11,5% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης, σημειώνοντας υπερδιπλασιασμό κατά την τελευταία δεκαετία, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζει το 21%. Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα αξίζει να σημειωθεί ότι σε έξι κλάδους αιχμής (βιομηχανία τροφίμων και ποτών, χονδρικό εμπόριο, λιανικό εμπόριο, καταλύματα, δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης, εκπαίδευση) της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα, σε σύνολο μισθωτής απασχόλησης 949.015 ατόμων, τα 794.451 άτομα εργάζονται με πλήρη απασχόληση και 154.474 άτομα (16,3%) εργάζονται με μερική απασχόληση, με τον μεγαλύτερο αριθμό να συγκεντρώνεται στο Λιανικό εμπόριο, στην εστίαση και στα καταλύματα. Παράλληλα, η μερική απασχόληση αποτελεί το ήμισυ (50,3%-2016) των νέων προσλήψεων, η ανασφάλιστη εργασία αφορά 1 στους 5 εργαζόμενους και το 38% των εργαζομένων έχει αποδοχές χαμηλότερες ( 393 ευρώ μικτά τον μήνα) από τον κατώτατο μισθό, με αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, η συμβολή τους στα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης να είναι σημαντική(1,8 δις ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο είναι το έλλειμμα που προκαλούν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση στην Ελλάδα), διαρκής και μόνιμη.
Με αφετηρία τα προαναφερόμενα δεδομένα της έκτασης των ευελιξιών της αγοράς εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι η προοπτική τους διαγράφεται αυξητική, ως στρατηγικής επιλογής χαμηλού κόστους εργασίας και υψηλών ανισοτήτων, με την λανθασμένη προσδοκία, όπως προκύπτει μέχρι σήμερα εκ του αποτελέσματος, της βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας, της ποσοστιαίας μείωσης της ανεργίας και της αύξησης της απασχόλησης στην ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία.