«Βασιλιάς» στην Αγγλία, που του δίνει μια αγάπη άρρωστη, συγκρινόμενη μόνο με αυτήν προς τον Τζορτζ Μπεστ, και «θεός» στη Γαλλία, ζωντανό σύμβολο του ασυμβίβαστου και ρέμπελου Γαλάτη που δεν θα χωρέσει ποτέ των ποτών στα τυποποιημένα κουτάκια της νεωτερικότητας- ένα πορτρέτο του ηθοποιού/ σκηνοθέτη/ παραγωγού/ πρώην ποδοσφαιριστή Ερίκ Καντονά.
We’ll drink, a drink, a drink
To Eric the King, the King, the King
He’s the leader of our football team
He’s the greatest centre forward
That the world has ever seen.
Παλιό τραγουδάκι του Μάντσεστερ
Δεν είναι εδώ το θέμα το ποδόσφαιρο ή, εν πάση περιπτώσει, όχι ακριβώς, γιατί το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ένα θέμα αλλά πολλά και διάφορα – είναι ιστορία, είναι κουλτούρα, είναι θέατρο και φαντασιακό, αγώνας, μάχη, αγέλη, λίμπιντο, απόγνωση και λύτρωση, αποκαθήλωση, θάνατος, ανάσταση και αιώνια ζωή.
Έξω και πέρα απ’ όλα αυτά όμως, που τα γνωρίζουμε και τα έχουμε δει και ζήσει και αναλύσει, κάποιες συγκεκριμένες φιγούρες, οπωσδήποτε λίγες, κάποιες μορφές, βάδισαν κάποτε με ένα βήμα αλλιώτικο, και μια ωραία ημέρα, έτσι απλά, τσουπ, βγήκαν εκτός πράσινου κάδρου, δείχνοντας σε εκατομμύρια ανθρώπους στον «κόσμο» ότι μπορείς ανά πάσα στιγμή, αν το θελήσεις, να είσαι ο εαυτός σου.
Όχι η εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα, όχι η εικόνα που επιφυλάσσεις εσύ για τους άλλους, ο ρόλος που επιτελείς, ούτε καν η αυτοεικόνα σου, αλλά ο ίδιος, ο πρωταρχικός εαυτός σου. Και, ως εκ τούτου, να καταργήσεις το εφήμερο κάδρο που σε περιβάλλει. Αυτό του χλοοτάπητα, το αμέσως επόμενο, αυτό της οθόνης, και στη συνέχεια όποιο άλλο βάλει ο νους του δέκτη του μηνύματος. Ναι, ναι, είναι χρήσιμα όλα αυτά. Χρήσιμα και απαραίτητα.
Μιλάμε για τη διάσημη καρατιά στα παΐδια του οπαδού της Κρίσταλ Πάλας με το μαύρο bomber που τον έβριζε χυδαία, ίσως και ρατσιστικά, εκείνον τον Γενάρη του ’95; Φυσικά, ναι, και θα φτάσουμε εκεί. Όμως η συγκεκριμένη φάση δεν αποτελεί κάποιο ξεκάρφωτο και μεμονωμένο ξέσπασμα: συνεχίζεται αμέσως μετά με το απίθανο χάικου με τους γλάρους και τις σαρδέλες λάιβ μπροστά στις κάμερες που τον ανακρίνουν και φτάνει μέχρι τα στούντιο των γαλλικών τηλεοράσεων, όπου ισοπεδώνει τους προσβλητικούς Γάλλους αθλητικογράφους λίγο πριν παρατήσει την μπάλα για να γίνει ηθοποιός και, κυρίως, να παραμείνει απόλυτο ίνδαλμα και στις δύο όχθες της Μάγχης.
«Βασιλιάς» στην Αγγλία, που του δίνει μια αγάπη άρρωστη, συγκρινόμενη μόνο με αυτήν προς τον Τζορτζ Μπεστ, και «θεός» στη Γαλλία, ζωντανό σύμβολο του ασυμβίβαστου και ρέμπελου Γαλάτη που δεν θα χωρέσει ποτέ των ποτών στα τυποποιημένα κουτάκια της νεωτερικότητας. (Κι ας μην είναι Γαλάτης).
Αυτό το «αλλού», το «γεια σου», δεν του το δίνει η Μασσαλία από μόνη της. Ένα σωρό μαλάκες έχουν βγάλει κι η Μασσαλία, κι ο Πειραιάς, και το Λίβερπουλ, κι όλα τα λαϊκά λιμάνια του κόσμου. Ο Καντονά φέρει πάνω του μια άλλη τρέλα, εντελώς δική του, σχηματισμένη σιγά σιγά μέσα σε μια σπηλιά. Διότι, ναι, σε κάποια φάση οι Καντονά έμεναν σε σπηλιά.
Ο Ερίκ Καντονά γεννιέται το 1966 στη Μασσαλία, μια πόλη στιβαρής, λιμανίσιας πολιτισμικής αντίστασης στον παριζιάνικο κανόνα, που θα του δώσει τη βαρύτερη δυνατή «νότια» (μεσογειακή) προφορά του γαλλικού δειγματολογίου (επιπέδου παλιού κινηματογράφου, βλ. Μαρσέλ Πανιόλ, Φερναντέλ κ.λπ.) και μια επίγνωση της έννοιας της εξαίρεσης, της ιδιαιτερότητας, του αουτσάιντερ, του «άλλου» που θα ενσωματώσει από νωρίς και που θα τον προστατεύει για πάντα σαν δεύτερο δέρμα κάτω απ’ όλα τα ωραία κοστούμια της επιτυχίας και της καταξίωσης.
Οι εικόνες των απλωμένων ρούχων που ανεμίζουν στα παράθυρα και των παιδιών που παίζουν μπάλα έξω σε κάθε δρόμο και πλατεία θα τον συνοδεύουν, θα τις ανακαλεί και θα τις επικαλείται σε στιγμές καίριες: «Ήταν αυτό το καλύτερο γκολ σας; Ήταν σήμερα το καλύτερό σας παιχνίδι; Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σας;» ρωτούν οι δημοσιογράφοι που του την έχουν στημένη μπροστά στη φυσούνα.
Έχει μόλις βάλει ένα μυθικό γκολ, μονοκόμματη κανονιά απ’ τα 30 μέτρα που καρφώθηκε στο γάμα, κι η Γιουνάιτεντ παίρνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το πρωτάθλημα. Αυτός είναι μούσκεμα στον ιδρώτα, λαχανιασμένος ακόμη απ’ το παιχνίδι, με μελανιές απ’ τα χτυπήματα (και τους πανηγυρισμούς). Και όμως, δεν είναι ακριβώς «εκεί». Κοιτάζει τη φλεγόμενη από ενέργεια εξέδρα και απαντάει: «Ω, ξέρετε, αυτά δεν είναι τίποτα. Δεν είναι έτσι η ευτυχία, ούτε είναι εδώ πέρα τα καλύτερα γκολ. Θυμάμαι μια μέρα στη γειτονιά μου, όταν ήμουν δώδεκα, που παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ, ένα τρομερό γκολ που είχα βάλει μες στη νύχτα κι είχαμε νικήσει… Τους πέρασα όλους, έναν-έναν, και το έβαλα απ’ τα πλάγια με λόμπα… Εκείνο ήταν το καλύτερο απ’ όλα, κι αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα…» είπε και μπήκε στη φυσούνα. Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση, όχι παίζουμε.
Με τον Καντονά η Γιουνάιτεντ παίρνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το πρωτάθλημα. Φωτο: Christian Liewig/TempSport/Corbis via Getty Images
Φυσικά, αυτό το «αλλού», το «γεια σου», δεν του το δίνει η Μασσαλία από μόνη της. Ένα σωρό μαλάκες έχουν βγάλει κι η Μασσαλία, κι ο Πειραιάς, και το Λίβερπουλ, κι όλα τα λαϊκά λιμάνια του κόσμου. Ο Καντονά φέρει πάνω του μια άλλη τρέλα, εντελώς δική του, σχηματισμένη σιγά σιγά μέσα σε μια σπηλιά. Διότι, ναι, σε κάποια φάση οι Καντονά έμεναν σε σπηλιά.
Η οικογένεια της μάνας του φτάνει στη Γαλλία από τη Βαρκελώνη το ’39, την επαύριο του Ισπανικού Εμφυλίου, στον οποίο πολέμησε στο πλευρό των Δημοκρατικών. Έρχονται κυνηγημένοι απ’ το καθεστώς του Φράνκο, σ’ αυτό το φοβερό προσφυγικό κύμα μισού εκατομμυρίου ανθρώπων που οι Ισπανοί ονομάζουν Retirada – η «απόσυρση» (του στρατεύματος).
Οι παππούδες του διασχίζουν τα ανατολικά Πυρηναία με τα πόδια, πολλές εβδομάδες ανάβασης, συχνά και αναρρίχησης, για να φτάσουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Argelès στη μέση μιας απέραντης παραλίας. Από κει, δυο χρόνια αργότερα θα βρεθούν στα βουνά του Καντάλ, όπου τους πάνε ως φτηνό εργατικό δυναμικό για την κατασκευή ενός φράγματος.
Εγκατάσταση στη Μασσαλία, ανακάτεμα με τις εκεί μεταναστευτικές κοινότητες, γνωριμία της μητέρας του με τον πατέρα Καντονά, γιο Ιταλών οικοδόμων από τη Σαρδηνία. Σαρδηνία και Καταλονία, όχι ακριβώς Ιταλοί, όχι ακριβώς Ισπανοί, κοινότητες μέσα σε κοινότητες, γλώσσες και διάλεκτοι, αγύριστα κεφάλια, μυθικές προελεύσεις και ιστορίες, κι όλοι μαζί ένα πράμα μες στο ηλιόλουστο μεταπολεμικό μπλέντερ του γαλλικού Νότου, χτίστες, σιδεράδες, λιθοξόοι, μαραγκοί, σκαλίζουν μια σπηλιά 9 τ.μ. στα υψώματα των Caillols με θέα όλη την πόλη και γύρω απ’ τη σπηλιά στήνουν ένα ολόκληρο σπίτι όπου και αναπτύσσεται σταδιακά το κλαν Καντονά.
Ο Καντονά σηκώνει το τρόπαιο του αγγλικού πρωταθλήματος ως αρχηγός της Manchester United στις 11/05/1997. Φωτο: TONY SPENCER/ΑΠΕ
Ο πατέρας του τον πάει για πρώτη φορά στο Βελοντρόμ το ’72, στα έξι του, Μαρσέιγ – Άγιαξ. Θέλει να νικήσει η πόλη του, αλλά οι Ολλανδοί τον τρελαίνουν. Στο παιδικό του δωμάτιο κρεμάει την αφίσα του Γιόχαν Κρόιφ και το ανάλαφρο, αέρινο παίξιμο των Οράνιε θα τον στοιχειώνει μέχρι και το ’81, που η Εθνική Γαλλίας τούς αποκλείει από τα τελικά του επερχόμενου Μουντιάλ – μια μαύρη μέρα για τον 15χρονο Ερίκ.
Παίζει μπάλα όλη μέρα, συνέχεια, ασταμάτητα. Με τον πατέρα του, με φίλους, με συμμαθητές ή και μόνος, έξω, κόντρα σε τοίχους και γκαραζόπορτες. Γράφεται στη συνοικιακή ομάδα των Caillols, αρχικά στο πόστο του τερματοφύλακα, αλλά στα εννιά του γίνεται επιθετικός, επειδή η ομάδα είναι υπερβολικά καλύτερη απ’ τις άλλες και η μπάλα δεν φτάνει ποτέ στα χέρια του. Από το τέρμα θα συγκρατήσει το εξής: «Ο καλός τερματοφύλακας δεν βουτάει, αλλά είναι σε καλή θέση. Αν χρειαστεί να βουτήξεις, σημαίνει ότι δεν ήσουν στη θέση σου», πράγμα που φυσικά θα του χρησιμεύσει στο μέλλον. Να βλέπεις τη λάθος θέση του άλλου μισό δευτερόλεπτο πριν προλάβει να τη διορθώσει και, μπουμ, να τον σκοτώνεις.
Με τον Καντονά μπροστά, οι Caillolais κερδίζουν το τοπικό πρωτάθλημα της κατηγορίας τους στις Κάννες κι αυτός βγαίνει αμέσως πρώτος σκόρερ. Από το ’79-’80 ψάχνεται στις μεγάλες ομάδες της μεσογειακής ακτής, τη Μονακό, τη Νις, αλλά τελικά στα δεκαπέντε του βρίσκεται στη Βουργουνδία, στο εφηβικό της Οσέρ. Έναν χρόνο αργότερα καλείται για πρώτη φορά στην Εθνική Εφήβων, σ’ ένα ματς όπου η Γαλλία νικάει την Ελβετία με δικό του γκολ. Το όνομά του αρχίζει να ακούγεται. Ένας κανονιέρης γρήγορος, γεροδεμένος, με φοβερή ισορροπία για το ύψος του (1,88), με ένστικτο και αυτοπεποίθηση. Σπάνιος συνδυασμός για τη Γαλλία της εποχής. Οι καλοί επιθετικοί είναι τεχνίτες και κοντοί, τα δυνατά κορμιά σπανίζουν μπροστά απ’ το κέντρο. Αν μπορέσει να τιθασεύσει και το τσαμπουκαλεμένο ταμπεραμέντο του, τότε, τότε…
Φωτο: Dave KENDALL/ ΑΠΕ
Στο ανδρικό της Οσέρ θα μάθει ποδόσφαιρο κανονικά. Απ’ τον καλύτερο προπονητή/σκάουτερ ταλέντων της χώρας, τον θρυλικό Γκι Ρου: έναν συνδυασμό Ευγένιου Γκέραρντ και Γιάτσεκ Γκμοχ – αφοσίωση σε ένα μόνο κλαμπ και σωστή διαχείριση ακατέργαστων διαμαντιών. Θα κάτσει εκεί συνολικά εφτά χρόνια, μέχρι τα είκοσι δύο του, με σκαμπανεβάσματα, εντάσεις, δέσιμο με την ομάδα («η Γαλλία δεν αξίζει την Οσέρ, η Αγγλία ίσως, η Γαλλία όχι»), πολλά θεαματικά γκολ, μια πρώτη καταξίωση και κάποιες δυνατές πρώτες συμμετοχές στην Εθνική Γαλλίας του Ανρί Μισέλ. Παίρνει ακριβή μεταγραφή για τη Μαρσέιγ του μεγιστάνα Μπερνάρ Ταπί, πίσω στο λιμάνι του λοιπόν, όμως η σεβάσμια φιγούρα του Γκι Ρου δεν θα είναι εκεί μαζί του να τον προστατεύσει απ’ τα χυδαία μεγαβάτ του Θεάματος, από τους προέδρους-μαφία με τις ξαδέλφες μπίμπο και τους σάικο ανιψιούς και τους μπράβους και τους παρατρεχάμενους που θέλουν να γίνουν δημοτικοί σύμβουλοι και σε θέλουν εκεί για φωτογράφιση στο παιδικό τους πάρτι, από το «σύστημα» που «σ’ ακολουθεί μέχρι τα αποδυτήρια» που λέει κι ο ίδιος, και βαράει μπιέλες, το χάνει, τα ίδια και στην Μπορντό, που θα τον δανειστεί για τρεις μήνες, βάζει γκολ, πολλά, αλλά ταυτόχρονα παίζει και ξύλο, βρίζει τον Μισέλ που τον αφήνει έξω απ’ την Εθνική («ο Μισέλ είναι μια σκατοσακούλα!») και μαζεύει τις τιμωρίες σαν χαρτάκια Πανίνι για το Μουντιάλ του ’90 – μια δεύτερη σερί μεγάλη διοργάνωση που η Γαλλία θα δει απ’ την τηλεόραση. Καταφύγιό του, το σπίτι του στην εξοχή, όπου αποδρά για να γράφει ποίηση και να ζωγραφίζει, γενικά να κάνει «οτιδήποτε άλλο απ’ το ποδόσφαιρο», ώστε να μην «τρελαθεί».
Επανέρχεται στην Εθνική έναν χρόνο μετά την τιμωρία του με πρωτοβουλία του Μισέλ Πλατινί, που είναι ο νέος τεχνικός. Οκτώ γκολ σε οκτώ αγώνες. Ένας τραυματισμός τον βγάζει πάλι έξω για πολλούς μήνες, ύστερα τον παίρνει η μικρή Νιμ που μάχεται για την παραμονή στην πρώτη κατηγορία, τα καταφέρνει, αλλά προς το τέλος της σεζόν ο Καντονά θολώνει ξανά και στη διάρκεια ενός Νιμ – Σεντ Ετιέν πετάει με δύναμη την μπάλα στη μούρη του διαιτητή και φεύγει απ’ το γήπεδο αγνοώντας τον, πριν καν αυτός σηκώσει την κόκκινη κάρτα. Τέσσερις αγωνιστικές έξω, κόντρα ρελάνς απ’ τον Καντονά, που λέει ότι το πειθαρχικό της Ομοσπονδίας είναι ένα μάτσο κρετίνοι, νέα τιμωρία δύο μήνες και ο Μαρσεγιέζος το τραβάει μέχρι τέλους, λέει, ναι, οκέι, γεια σας, λύνω το συμβόλαιό μου με τη Νιμ και αποσύρομαι απ’ το ποδόσφαιρο. Στα είκοσι πέντε του.
Ο Ερίκ Καντονά φωτογραφίζεται για έκθεση της FIFA στην Royal Academy of Arts. Φωτο: Marc Hom/ΑΠΕ
Τα Χριστούγεννα του ’91 τον πιάνει ο Πλατινί και τον πείθει να επιστρέψει στα γήπεδα – απλώς όχι στο γαλλικό πρωτάθλημα. Είναι φαν του, γουστάρει το παιχνίδι του, το στυλ του, είναι το απόλυτο στήριγμά του στην Εθνική, θέλει να τον σώσει. Φύγε. Μακριά απ’ τις μαφίες και το χάλι εδώ πέρα. Πήγαινε στην Αγγλία, σου ταιριάζει πιο πολύ. Κι ο Καντονά τον ακούει. Φεύγει απ’ τη Γαλλία την τελευταία περίοδο του μιτερανισμού, της παρακμής, του μακρόσυρτου φινάλε, των σκανδάλων, της οριστικής παράδοσης της πολιτικής στο χρήμα, των πρωθυπουργών που αυτοκτονούν. Δεν θα προλάβει να δει την πόλη του πρωταθλήτρια Ευρώπης το ’93 και τον βαρόνο-πρόεδρό της Ταπί υπουργό της εκσυγχρονιστικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Δεν θα προλάβει την έκρηξη της μαρσεγιέζικης χιπ-χοπ, τους IAM, όλα αυτά. Γιατί τον Γενάρη του ’92, χωρίς να ξέρει λέξη αγγλικά, παίρνει ένα εισιτήριο περιέργως σημαντικό για την ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, ένα aller-simple, και περνάει απέναντι.
To αγγλικό γρασίδι τού πάει όντως καλύτερα – αλλά μην τρελαθούμε κιόλας, δεν πρόκειται να κάνει και κωλοτούμπες. Όταν με το καλημέρα, κι ενώ τον έχει απορρίψει η Λίβερπουλ, τον «κλείνει» η Σέφιλντ Γουένσντεϊ, αλλά του ζητάει να κάνει «δοκιμαστικά» για μια εβδομάδα πριν υπογράψει, αυτός τσαντίζεται, τους παρατάει στην ψύχρα και υπογράφει στη Λιντς. Αρχίζει να παίζει τον Μάρτιο του ’92, στα τρία τέταρτα της σεζόν και ενώ η Λιντς είναι τρίτη. Η παρουσία του μεταμορφώνει την ομάδα, της δίνει νέα δύναμη και δύο μήνες αργότερα και το πρωτάθλημα Αγγλίας, για πρώτη φορά μετά από δεκαοκτώ χρόνια. Όμως δεν τα πάει καλά με τον προπονητή και το φθινόπωρο παίρνει μεταγραφή στον ιστορικό εχθρό της Λιντς, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όλα παίχτηκαν σε ένα μυστικό τηλεφώνημα. «Τι λες, να τον πάρω;» ρωτάει ο Άλεξ Φέργκιουσον. «Χωρίς δεύτερη σκέψη» απαντάει ο Πλατινί απ’ το Παρίσι. «Μην ακούς αυτά που λένε για τον “χαρακτήρα” του. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τον καταλάβεις». Κι έτσι ο Καντονά πήγε στο Μάντσεστερ κι ο Φέργκιουσον τον κατάλαβε. Και μετά από λίγους μήνες ήταν η σειρά της Γιουνάιτεντ να πάρει πρωτάθλημα έπειτα από είκοσι επτά(!) χρόνια. Μέσα σε δεκατέσσερις μήνες ο Ερίκ Καντονά είχε πάρει ξαφνικά δύο πρωταθλήματα Αγγλίας με δύο διαφορετικές ομάδες, πράγμα που συνέβαινε για πρώτη φορά στην ιστορία. Και μάλιστα, να τα πάρει ως πρωταγωνιστής και ηγετική μορφή. «Όταν έμπαινε στο γήπεδο, τα πιο δύσκολα πράγματα γινόντουσαν απλά. Πριν από τον Καντονά, είχαμε ένα κάρο προβλήματα. Με το που ήρθε, άρχισε να βρέχει γκολ» λέει ο παντοτινός Ράιαν Γκιγκς χρόνια αργότερα, αναπολώντας το σημαδιακό 1993. Αυτό που θα ακολουθήσει δεν έχει προηγούμενο σε επίπεδο αναγέννησης, εδραίωσης και διαπλανητικής επιτυχίας μιας ομάδας.
Πολλά ταυτόχρονα φαινόμενα καθιστούν τη συγκεκριμένη σεκάνς ιστορική – όχι μόνο ποδοσφαιρικά, γενικά ιστορική. Δεν βρισκόμαστε ακόμα στη «winner», φωτογενή τηλε-σέξι εποχή της Βρετανίας, στην μπλερική Cool Britannia του Χιου Γκραντ, της Britpop και της ειρήνευσης στη Β. Ιρλανδία. Ο θατσερισμός (και μετα-θατσερισμός) είναι κραταιός, είμαστε ακόμη στην τροχιά της φτωχοποίησης της λαϊκής Αγγλίας («Let Liverpool decline!»), της σύγκρουσης με τις εργατικές κοινότητες, τους ανθρακωρύχους, τα συνδικάτα… Είμαστε ακόμα εκεί και σιγά σιγά βγαίνουμε. Οι Young British Artists έχουν μόλις κάνει το μπαμ στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ οι Oasis ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν το «Definitely Maybe». Η πολιτισμική ομογενοποίηση, ο πουρές, είναι προ των πυλών. Το μομέντουμ Καντονά/Μάντσεστερ, με την έκρηξη που όλοι γνωρίζουμε, τα συνεχόμενα νταμπλ που ακολούθησαν, τις εκατομμύρια πωλήσεις σε φανέλες και κασκόλ, με τη Man-U να γίνεται η πρώτη «παγκόσμια» (παγκοσμιοποιημένη) ομάδα με «φανς» και στο τελευταίο χωριουδάκι (προετοιμάζοντας το μοντέλο «Μπαρτσελόνα»), γεννιέται σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο. Και η ιδιαιτερότητα του αρχαϊκού σούπερ-σταρ Καντονά είναι εκεί για να πρωτοστατήσει σ’ αυτό το ισοπεδωτικό φαινόμενο και ταυτόχρονα να το σαμποτάρει.
Στο απόγειο της mancunian λατρείας για το άτομό του, με τον τίτλο του καλύτερου παίχτη της χρονιάς στην τσέπη, την προσφώνηση «The King» κατοχυρωμένη και το Old Trafford να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα όταν αυτός μπαίνει στο γήπεδο (ύμνος που κατά τα άλλα τον αφήνει αδιάφορο: «Δεν μου κάνει πια τίποτα. Τον έχω ακούσει πενήντα φορές που έπαιξα με την Εθνική, ώσπου τον βαρέθηκα. Σαν οποιονδήποτε δίσκο που τον βαριέσαι και μια μέρα τον ξεχνάς. Δεν παίζεις για τον ύμνο, παίζεις για να περάσεις όμορφα και να χαρεί ο κόσμος»), με πρωταθλήματα, δόξα, τον κόσμο όλο στα πόδια του, ο Γαλάτης που δεν ήταν Γαλάτης δεν μπορεί να υπάρξει ως ο ήρωας αυτής της ωραίας ιστορίας. Βγαίνει εκτός κάδρου λοιπόν, και βγαίνει εντελώς. Εκσφενδονίζεται. Με το πόδι μπροστά.
Η περίφημη «kung-fu kick» του Καντονά.
Είναι χειμώνας στο Λονδίνο και οι προβολείς του Σέλχαρστ Παρκ δεν τον ζεσταίνουν καθόλου εκείνο το βράδυ. Τον τσιμπάνε, τον πονάνε. Όπως τον πονάει και η αδικία γι’ αυτήν τη νιοστή κόκκινη κάρτα που πιστεύει πως δεν του αξίζει. Κατεβάζει τον γιακά του κι αρχίζει να περπατάει προς τα αποδυτήρια μέσα σε προκλήσεις και βρισιές απ’ την εξέδρα, που έχει συνηθίσει από καιρό. Εκτός από μία: «You fucking French bastard!». Το «μπάσταρδος», φυσικά, όχι το «Γάλλος». Κοντοστέκεται και γυρίζει πίσω. Το σταφ του πάγκου έχει καταλάβει τι θα γίνει και τρέχει να τον προλάβει, όμως αυτός τρέχει πιο γρήγορα. Το χτύπημα θα μείνει στην ιστορία ως το «kung-fu kick», απ’ το γήπεδο θα φύγει συνοδεία αστυνομίας, εννιά μήνες εκτός γηπέδων, δύο εβδομάδες φυλακή μετατρέψιμη σε κοινωφελή εργασία, αποβολή από την Εθνική Γαλλίας. Δεν τον νοιάζει. Δεν μετανιώνει. Είναι ελεύθερος. Από τι; Όχι μόνο απ’ τον μαλάκα της Κρίσταλ Πάλας (που αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν φασίστας κανονικός, μέλος του BNP) αλλά απ’ τον πουρέ. Και τους το δείχνει στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου μετά το συμβάν, μέσα σε μια καταιγίδα από φλας και ενώ πολλές φωνές απαιτούν τη διά παντός απέλασή του πίσω στη Γαλλία. Υποτίθεται ότι θα απαντήσει σε ερωτήσεις, αλλά κάνει απλώς μια δήλωση, σηκώνεται και φεύγει. Κι η δήλωση αυτή, στα αγγλικά, με παχύ γαλλικό αξάν και απέραντες επιτηδευμένες παύσεις ανάμεσα στις λέξεις, αποδίδεται ως εξής: «Όταν οι γλάροι ακολουθούν την τράτα είναι γιατί νομίζουν ότι θα ρίξει σαρδέλες στη θάλασσα». Αυτό πιστεύει. Για τους δημοσιογράφους και τους σχολιαστές, για το χρήμα, για το αποστειρωμένο ποδόσφαιρο των διαφημίσεων και των τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Αποχωρεί απ’ την αίθουσα ακόμη πιο δυνατός από πριν, ενώ όλοι ουρλιάζουν ερωτήσεις, και αποχωρεί απ’ τα γήπεδα για μία χρονιά κατά την οποία ο θρύλος του μόνο μεγαλώνει. Χωρίς αυτόν χάνουν το πρωτάθλημα, αλλά με την επιστροφή του παίρνουν άλλα δύο. Στο Old Trafford δεν είναι πια μόνο ο King της εξέδρας, με πολλά πλέον τραγούδια προς τιμήν του, αλλά και αρχηγός της ομάδας μετά την αποχώρηση του Στιβ Μπρους. Και πάλι όμως, είπαμε, μες στο μυαλό του ο Καντονά έχει βγει εκτός κάδρου, κι όταν βγαίνεις δεν ξαναμπαίνεις – ειδικά όταν έχεις φτάσει να βάζεις ασύλληπτες γκολάρες και να μην τις πολυπανηγυρίζεις καν.
Η δήλωση του Καντονά στην πρώτη συνέντευξη Τύπου μετά την αποφυλάκισή του.
Τον Μάιο του ’97, στο πλήρωμα της μεταιχμιακής εποχής που τον έκανε βασιλιά, ρίχνει μόνος του στο έδαφος την τήβεννο με το «7» και αποσύρεται για δεύτερη και τελευταία φορά από το ποδόσφαιρο. «Έχασα το ενδιαφέρον μου για την μπάλα, αλλά σας αγαπώ πολύ όλους», λέει με απλότητα στην τελετή αποχαιρετισμού, κι αυτό είναι όλο. Την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ από την Μάντσεστερ το ’99 θα τη δει από μακριά, από τη Βαρκελώνη, όπου πηγαίνει να ζήσει ώστε να ανακαλύψει την πραγματική Καταλονία.
Και μετά; Μετά έγινε ηθοποιός. Όντως. Καλός ηθοποιός, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Παίζει σε είκοσι πέντε ταινίες, ενσαρκώνει από παρακμιακούς μπάτσους που μένουν σε τροχόσπιτα μέχρι τον Υμπύ Βασιλιά (ξανά βασιλιάς!) του Αλφρέντ Ζαρί, περνώντας απ’ τον «εαυτό του» στο «Looking for Eric» του Κεν Λόουτς (2009). Δεν σταματάει να δημιουργεί, να σκηνοθετεί μικρού μήκους (αξίζει πραγματικά να δείτε το «Apporte-moi ton amour», βασισμένο στο διήγημα «Bring me your love» του Μπουκόφσκι) και να γυρίζει ντοκιμαντέρ. Στο συγκινητικό «Foot et immigration» (2015) εξηγεί πώς το γαλλικό ποδόσφαιρο επωφελήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από έναν αιώνα μεταναστευτικών ροών, δείχνοντας την κρυφή ιστορία των «μεγάλων» (Βισνιεφσκί, Κοπά, Τιγκανά, Πλατινί, Ζιντάν), μαζί και τη δική του, με φωτογραφικό υλικό και μαρτυρίες απ’ τον Ισπανικό Εμφύλιο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στον γαλλικό Νότο.
Apporte moi ton amour
Δεν σταματάει, επίσης, να παρεμβαίνει στη δημόσια ζωή της Γαλλίας. Το 2010 καλεί τον κόσμο σε μαζικό bank run ώστε να καταρρεύσει το τραπεζικό κατεστημένο (τελικά δεν συνέβη τίποτα, ούτε κι ο ίδιος τράβηξε τα λεφτά του), ενώ κατακεραυνώνει σταθερά τη γαλλική Ομοσπονδία για τις επιλογές της και συγκρούεται με τον Ντιντιέ Ντεσάν, όταν δεν καλεί τον Μπενζεμά επειδή είναι μουσουλμάνος (και ο Ντεσάν τον πάει στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση). Ό,τι και να κάνει όμως, σε όποια συνέντευξη κι αν τον δεις να μιλάει, π.χ. για τον Μαραντόνα, για τα Κίτρινα Γιλέκα ή για το νόημα της ζωής, σε όποια ταινία ή σειρά κι αν πετύχεις το χαρακτηριστικό του μούτρο, υπάρχει εκεί, στο βάθος της εικόνας, μια μπάλα, ένα παιχνίδι, μακριά απ’ τον υπόλοιπο πουρέ των ημερών, ένα παιχνίδι που ο ίδιος παίζει μέχρι αργά το βράδυ, είτε με εκείνη την κόκκινη φανέλα με το «SHARP» είτε με οποιαδήποτε άλλη, λίγο φαρδιά πάντως, κάπως ’90s, κάπως παλιά, υπάρχει ένα μέρος όπου παίζει όλη νύχτα με τους φίλους του για τη χαρά του παιχνιδιού και μόνο. Κι ό,τι κι αν λέει για την ασπρόμαυρη θεά, πού και πού του ξεφεύγει κανένα «το ξέρω ότι στο Old Trafford ακόμη λένε εκείνο το τραγούδι, το “Eric The King”. Μια μέρα θα σταματήσουν κι αυτοί, γιατί όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν. Κι αυτό είναι κάτι πραγματικά ωραίο. Θέλω να πω… Θα στενoχωρηθώ όταν συμβεί… Γιατί αυτά τα τραγουδάκια, τελικά, μου άρεσαν πολύ».
Σκηνή από το ντοκιμαντέρ του Κεν Λόουτς Looking for Eric (2009) με τον Ερίκ Καντονά και τον Στιβ Έβετς.
Πηγή: Lifo