«Εχουν περάσει 35 χρόνια από την άφιξη του Διαδικτύου και 12 από τη μέρα εκείνη κατά την οποία ο Στιβ Τζομπς παρουσίασε το πρώτο iphone, προβλέποντας ότι “θα αλλάξει τα πάντα”. Την τελευταία δεκαετία, αυτές οι ιστορικές καινοτομίες είχαν σοβαρό αντίκτυπο στις κύριες πηγές της υψηλής ποιότητας ενημέρωσης: την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και κυρίως τις εφημερίδες».
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει η έκθεση της Φράνσις Κέρνκρος για το μέλλον των έντυπων μέσων ενημέρωσης στη Βρετανία, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Τρίτη. Τη σχετική μελέτη είχε παραγγείλει η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, κρίνοντας ότι η κρίση των εφημερίδων στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά «απειλή για την ίδια τη Δημοκρατία». Το δύσκολο έργο της αναζήτησης λύσεων ανατέθηκε σε μία από τις πιο έγκυρες φωνές της βρετανικής δημοσιογραφίας.
Με έξοχες οικονομικές και ιστορικές σπουδές, η Κέρνκρος διακρίθηκε επί τρεις δεκαετίες για τα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις της από τις στήλες του Guardian, των Times, του Economist και του BBC, ενώ πιο πρόσφατα διετέλεσε πρύτανης στο κολέγιο Εξετερ της Οξφόρδης.
Τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση μιλούν από μόνα τους. Τη δεκαετία 2007-2017, οι εφημερίδες του Ηνωμένου Βασιλείου (εθνικές και τοπικές) έχασαν αθροιστικά το 50% των αναγνωστών τους, ενώ τα έσοδα από διαφημίσεις μειώθηκαν κατά 69%. Η πλειονότητα των πολιτών ενημερώνεται κυρίως από το Διαδίκτυο, με το ποσοστό αυτό να φτάνει το 90% για τους νέους 18-24 ετών. Πολλές εφημερίδες έκλεισαν, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες κατέφυγαν σε συγχωνεύσεις, απολύσεις προσωπικού, περιορισμό σελίδων, κλείσιμο τοπικών γραφείων και κατάργηση στηλών ή ανταποκριτών. Οι πλήρους απασχόλησης δημοσιογράφοι περιορίστηκαν την ίδια περίοδο από 23.000 σε 17.000.
Αργός θάνατος
Η εικόνα αυτή, που παραπέμπει όχι απλώς σε κρίση, αλλά σε αργό θάνατο, φαντάζει οικεία για τους πολίτες όλων των ανεπτυγμένων χωρών. Ανάλογη έκθεση για τις Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρει ότι από το 1970 μέχρι το 2016 έκλεισαν 500 καθημερινές εφημερίδες. Η συνολική κυκλοφορία τους (αν υπολογιστούν και οι συνδρομητές των διαδικτυακών τους εκδόσεων) έπεσε από τα 60 εκατομμύρια του 1994 στα 35 εκατομμύρια το 2016, ενώ ακόμη πιο δραματική ήταν η πτώση τη διαφήμισης (65 δισ. το 2000, 19 δισ. το 2016). Μέσα σε μια εικοσαετία, ο αριθμός των πλήρους απασχόλησης δημοσιογράφων έπεσε κατά 40%.
Και γιατί θα πρέπει να ασχοληθεί το κράτος; Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις είναι, αν δεν βγαίνουν ας κλείσουν, αντί να προσθέσουν κι άλλα βάρη στους φορολογουμένους, θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει κανείς. Η αλήθεια είναι ότι πολλές εφημερίδες, όπως και τηλεοπτικά κανάλια, έχουν βυθιστεί καιρό τώρα σε κρίση αξιοπιστίας λόγω των πασίγνωστων φαινομένων μονοπώλησης και διαπλοκής. Το φαινόμενο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και η αυτοκρατορία του Μέρντοχ στην αγγλόσφαιρα (όπου τη μία υποστηρίζει τη Θάτσερ, την άλλη τον Μπλερ και εσχάτως τον Τραμπ) είναι από τα πιο χτυπητά. Στη Γαλλία, οι έξι από τους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους είναι ιδιοκτήτες μιντιακών ομίλων.
Ωστόσο, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές του 2016 άλλαξε την ατμόσφαιρα, υποχρεώνοντας τις φιλελεύθερες ελίτ της Δύσης να δουν με άλλο μάτι το πρόβλημα. Αίφνης τα social media έχασαν το φωτοστέφανο της ελεύθερης, εναλλακτικής ενημέρωσης που είχαν βιαστεί να τους χαρίσουν και έγιναν συνώνυμο των fake news, της πολιτικής αποβλάκωσης ή και των διεθνών συνωμοσιών. Από τη μία υπερβολή περάσαμε ανεπαισθήτως στην άλλη, ωστόσο η μεταστροφή περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας. Ο,τι αμαρτίες κι αν κουβαλάνε πολλά παραδοσιακά μίντια, παραμένει γεγονός, όπως επισημαίνει και η έκθεση Κέρνκρος, ότι η μεγάλη πλειονότητα των σημαντικών ρεπορτάζ και αποκαλύψεων προέρχεται από τους σοβαρούς τηλεοπτικούς σταθμούς και, ακόμη περισσότερο, από τις σοβαρές εφημερίδες.
H διακεκριμένη επί 30 χρόνια για τα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις της από τις στήλες του Guardian, των Times, του Economist και του BBC, Φράνσις Κέρνκρος. VOICES FROM OXFORD
Χωρίς την ερευνητική δημοσιογραφία, που απαιτεί χρόνο και χρήμα, χωρίς μια δημοσιογραφική κουλτούρα ελέγχου της εξουσίας (της κάθε εξουσίας), δεν θα υπήρχαν τα συγκλονιστικά ρεπορτάζ της Boston Globe, των New York Times και της Washington Post για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και το Γουότεργκεϊτ, που αφύπνισαν συνειδήσεις, πυροδότησαν κινήματα και έφεραν το τέλος του Νίξον. Αλλωστε, όλες οι πρόσφατες εκθέσεις έδειξαν ότι οι ίδιοι άνθρωποι που ενημερώνονται σερφάροντας στο Διαδίκτυο εμπιστεύονται πολύ λιγότερο τα social media από τις εφημερίδες.
Επιπλέον, η αγορά των μίντια υποφέρει (και δεν είναι η μόνη) από ισχυρές στρεβλώσεις λόγω μονοπωλιακών καταστάσεων και ανοιχτής πειρατείας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι γίγαντες του Διαδικτύου, και κυρίως η Google και το Facebook, που καρπώνονται διαφημιστικά κέρδη από την αναδημοσίευση κειμένων των εφημερίδων.
Το πάθημα των NYT
Για τη δεύτερη περίπτωση, χαρακτηριστικό ήταν το πάθημα των New York Times με την υπόθεση των WikiLeaks. Η εφημερίδα δημοσίευσε αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που έσπαγε κόκαλα, προϊόν ερευνητικής δημοσιογραφίας που της στοίχισε πολύ χρήμα και χρόνο. Μέσα σε λίγες ώρες, όμως, ο ιστότοπος Huffington Post αναδημοσίευσε, με τον ίδιο τίτλο και παραλλαγμένο κείμενο, τη δική του εκδοχή για το ίδιο θέμα και μάλιστα είχε περισσότερα «χτυπήματα» στο Google (άρα και περισσότερα κέρδη) από τους Times.
Στο διά ταύτα, η έκθεση Κέρνκρος δεν προχωράει μακριά. Εισηγείται κάποια εποπτεία πάνω στην Google και στη Facebook, αλλά δεν προτείνει, για την ώρα, αποζημίωση των εφημερίδων για τα διαφυγόντα κέρδη τους. Επιπλέον, κάνει λόγο για συγκρότηση κρατικού ινστιτούτου, παρόμοιου με εκείνο για την προστασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το οποίο θα στηρίζει με κονδύλια και φοροαπαλλαγές τη σοβαρή δημοσιογραφία, που θα εξυπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον» – κάτι το πολύ υποκειμενικό. Αλλωστε, οι εμπειρίες της Γαλλίας και των Σκανδιναβικών χωρών από την άμεση ή έμμεση κρατική υποστήριξη των εφημερίδων μάλλον δεν είναι πολύ ενθαρρυντικές, χώρια που εγείρουν βάσιμα ερωτήματα για την ανεξαρτησία του Τύπου (χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις).
*Πηγή: Καθημερινή