Οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα έγιναν σε χώρες και σε συνθήκες που δυσκόλευαν την προσπάθεια οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Τέτοιοι παράγοντες ήταν το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το αντίστοιχα χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των λαών, η απουσία εμπειρίας δημοκρατικής διακυβέρνησης, η απουσία εμπειρίας επαναστατικής διακυβέρνησης, η αναπόφευκτη λυσσαλέα ένοπλη αντίσταση της αστικής τάξης, εγχώριας και διεθνούς. Οι παράγοντες αυτοί ωθούσαν στην αποστασιοποίηση των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους πέρα από ένα “αποδεκτό”, αντικειμενικά αναπόφευκτο, όριο.
Ο Ένγκελς στην εισαγωγή στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία επισήμαινε τον κίνδυνο: αν η εργατική τάξη δεν εφαρμόσει με συνέπεια τις αρχές της Κομμούνας (αιρετότητα, ανακλητότητα, εναλλαγή, έλεγχος από τα κάτω, κατάργηση των προνομίων και αμοιβή με ένα συνηθισμένο εργατικό μισθό για όλες τις υπεύθυνες κρατικές θέσεις), μπορεί να χάσει την εξουσία. Οι αρχές αυτές έρχονται να τιθασεύσουν, να περιορίσουν την αντικειμενική τάση απόσπασης των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους, να θέσουν τα θεμέλια υπερίσχυσης μιας άλλης ιστορικής τάσης, αυτής της μελλοντικής εξάλειψης του διαχωρισμού κυβερνώντων – κυβερνωμένων.
Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, η πλημμελής εφαρμογή, η παραβίαση αυτών των αρχών, ο μαρασμός τους (στην ΕΣΣΔ και στα άλλα πρώην σοσιαλιστικά κράτη) οδήγησαν βαθμιαία στην ολοένα και μεγαλύτερη απόσπαση της επαναστατικής ηγεσίας από το λαό, στη γραφειοκρατική της απομόνωση, τελικά στο γραφειοκρατικό εκφυλισμό των κομμάτων και των κρατών.
Αυτό σε τίποτα δεν μειώνει όμως τις σημαντικότατες κοινωνικές κατακτήσεις των λαών της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και την ιστορική συμβολή τους στην αντιφασιστική νίκη, στην παγκόσμια ειρήνη και στην κοινωνική πρόοδο.
Γραφειοκρατία και αστική τάξη
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αυτονόμηση των κυβερνώντων δεν τους καθιστούσε ακόμη αστική τάξη. Το ηγετικό γραφειοκρατικό στρώμα δεν ταυτιζόταν με την αστική τάξη ούτε το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα της ΕΣΣΔ με τον καπιταλισμό. Κανένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως αυτά αναλύθηκαν στο Κεφάλαιο, δεν υπήρχε στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Η γραφειοκρατία δεν κατείχε τα μέσα παραγωγής, ούτε καρπωνόταν υπεραξία. Τα διαχειριζόταν κατά κανόνα χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή του λαού και καρπωνόταν από το κοινωνικό προϊόν μεγαλύτερο μερίδιο από εκείνο που αντιστοιχούσε στην προσφορά της εργασίας της. Η εργατική τάξη δεν πωλούσε την εργατική της δύναμη όπως συμβαίνει στην καπιταλιστική αγορά.
Η ηγετική γραφειοκρατία δεν ήταν αστική τάξη αλλά μετατράπηκε σε τέτοια. Για να γίνει αυτή η μετατροπή χρειαζόταν ένα ποιοτικό άλμα, δύο βασικοί παράγοντες: η πλήρης αποδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους και η ιδιωτικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής. Οι όροι αυτοί πραγματοποιήθηκαν τη διετία 1989-1991 και λίγο μετά.
Γιατί άντεξε η Κούβα;
Η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (και στην Κίνα με άλλη μορφή). Εξαίρεση αποτελεί η Κούβα παρότι και εκεί υπήρχαν με τον ένα ή άλλο τρόπο όλοι οι προαναφερθείσες συνθήκες.
Γιατί η σοσιαλιστική Κούβα άντεξε σχεδόν μισό αιώνα τώρα απολύτως απομονωμένη και χωρίς την ύπαρξη άλλων σοσιαλιστικών χωρών; Γιατί εκεί δεν υπήρξε τόσο καταλυτική (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) η επίδραση των αστικών καταλοίπων, του διεθνούς ιμπεριαλισμού, του χαμηλού επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων, όλων των παραγόντων που προαναφέρθηκαν;
Επειδή η ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους έτεινε μέχρι τώρα να λυθεί προς τη σωστή κατεύθυνση, εξαιτίας της μη γραφειοκρατικής απόσπασης της ηγεσίας από το λαό, σε ένα βαθμό τουλάχιστον (χωρίς διάθεση εξωραϊσμού ή αγνόησης των προβλημάτων και των κινδύνων).
Στην Κούβα δεν υπήρξαν τα μισθολογικά και άλλα προνόμια των κυβερνώντων που υπήρχαν στις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Η επαναστατική ηγεσία βρισκόταν σε διάλογο με το λαό, ιδίως στις πιο κρίσιμες στιγμές. Τα νέα μέλη του κόμματος γίνονται δεκτά κατόπιν πρότασης των λαϊκών συνελεύσεων.
Το εκλογικό της σύστημα είναι πραγματικά δημοκρατικό (χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει αδυναμίες), επιτρέπει πολλαπλές υποψηφιότητες. Βασίζεται στις τοπικές συνελεύσεις, οι οποίες -παρά τα προβλήματα- λειτουργούν ακόμη. Το ΚΚ Κούβας δεν προτείνει υποψήφιους, σε αντίθεση με την κηδεμονία των εκλογών στα άλλα πρώην σοσιαλιστικά κράτη. Υποψήφιους για τις εκλογές σε δημοτικό επίπεδο αναδεικνύουν οι λαϊκές συνελεύσεις και σε πανεθνικό επίπεδο τα συνδικάτα και οι άλλες μαζικές οργανώσεις. Το 50% των βουλευτών σε εθνικό επίπεδο πρέπει, εκ του νόμου, να προέρχεται από τις προτάσεις των τοπικών λαϊκών συνελεύσεων.
Όσο τα χαρακτηριστικά αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν, θα υπάρχει η δυνατότητα η Κούβα να συνεχίσει την πορεία της. Πάντως, το αναγκαστικό, περιορισμένο άνοιγμα της Κούβας στις καπιταλιστικές σχέσεις ενέχει ένα σημαντικό κίνδυνο. Ένα τμήμα των κρατικών αξιωματούχων και των κομματικών στελεχών μπορεί να διαφθαρεί, να αποκτήσει νόμιμα ή παράνομα προνόμια και να προσχωρήσει έτσι στους υποστηρικτές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Το ΚΚ Κούβας, προς το παρόν τουλάχιστον, φαίνεται να έχει επίγνωση του κινδύνου[1].
Εντέλει, η αναγνώριση του κινδύνου απόσπασης των κυβερνώντων από το λαό στο σοσιαλισμό είναι ζωτικής σημασίας για την αναζωογόνηση του επαναστατικού κινήματος τον 21ο αιώνα. Από αυτό προκύπτει ένα βασικό πολιτικό καθήκον, το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ: η διαρκής καταπολέμηση της τάσης γραφειοκρατικοποίησης του επαναστατικού κόμματος και του σοσιαλιστικού κράτους με την εφαρμογή των αρχών της Παρισινής Κομμούνας, με την ολοένα και πιο ουσιαστική δημοκρατία και την προσέλκυση των εργαζομένων στη διοίκηση των υποθέσεών τους.
*Πηγή: kordatos.gr
Πολυ καλο κειμενο
Και όμως η αιρετότητα κάνει ζημιά.Εγώ,που έχω επισημάνει τα δυο μεγάλα ελαττώματα της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας,δουλοκτησία και πατριαρχία,που άλλοι κάνουν,πως δε βλέπουν,μαζί και με την ταξική διάρθρωση,που πρέπει να προβληματίσει,πιστεύω,ότι πρέπει να μελετήσομε διεξοδικά αυτή την κοινωνικοπολιτική οργάνωση.Αποφασιστική σημασία πρέπει να είχε η κλήρωση για τα δημόσια αξιώματα.Από τη στιγμή που ξεκινούν οι εκλογές και η ψηφοφορία για υπεύθυνες κρατικές θέσεις,το πράμμα παίρνει τον κατήφορο.Οι σημαντικές αποφάσεις εξ άλλου πρέπει σε κάθε περίπτωση να παίρνονται στα μαζικά οργανα πολιτικής εξουσίας.Η ένσταση φαντάζομαι ότι είναι,πως στη σημερινή περίπλοκη εποχή μας η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να εφαρμοστεί.Δεν είμαι καθόλου βέβαιη γι’ αυτό.Αν θέλομε κοινωνίες χωρίς εκμετάλευση,πρέπει να είναι κοινωνίες στο μέτρο του ανθρώπου σύμφωνα με την αρχή του ανθρωπισμού,άρα μικρές κοινωνίες.Και να πω και το άλλο,που με προβληματίζει: Μέχρι πού μπορούσε να φτάνει η δημοκρατία των σοβιέτ,όταν εκλεγόταν ένας εκπρόσωπος για κάθε χίλιους,άντε και για κάθε πεντακόσους;