Πενία τέχνας κατεργάζεται. Στο φόντο μιας οικονομικής κρίσης που μεταξύ άλλων έφερε τη λίρα να χάνει το 44% της αξίας της πέρσι, είναι απλώς λογικό η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν να κλείνει γεωπολιτικά μέτωπα που πλέον αποτελούν περιττή πολυτέλεια και να αναζητά, πρωτίστως στη γειτονιά της, υποψήφιους εταίρους στα πεδία της ενέργειας και των επενδύσεων.
Όμως αυτό θα συνιστούσε μια μονόπλευρη ανάγνωση, διότι η ενδιαφέρουσα κινητικότητα των τελευταίων ημερών σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας πρώτα με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι απλώς τεκμήριο “αδυναμίας” (πόσω μάλλον “απομόνωσης”…) της γείτονος, αλλά ταυτοχρόνως απόδειξη της ευελιξίας, των περιθωρίων ελιγμού και του δυναμισμού της χώρας και των ιθυνόντων της.
Οι ρίζες της αντιπαλότητας
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ δεν είναι για την Τουρκία δύο οποιεσδήποτε χώρες: υπήρξαν μέχρι τώρα οι σημαντικότεροι περιφερειακοί αντίπαλοί της. Οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις (που τη δεκαετία του ’90 είχαν αποκτήσει με τις ευλογίες των ΗΠΑ χαρακτήρα στενής στρατηγικής συνεργασίας) άρχισαν να δηλητηριάζονται από το 2009, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν επιτέθηκε φραστικά στον τότε πρόεδρο του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες, κατά τη διάρκεια του Φόρουμ του Νταβός. Επιδεινώθηκαν ραγδαία το επόμενο έτος, με τον φόνο 10 Τούρκων ακτιβιστών κατά τη διάρκεια ισραηλινής επιδρομής στο πλοίο “Mavi Μarmara” στα ανοιχτά της Λωρίδας της Γάζας και δεν μπόρεσαν έκτοτε πραγματικά να αποκατασταθούν. Για την ακρίβεια, καταβυθίστηκαν εκ νέου το 2018 με την εκατέρωθεν ανάκληση πρεσβευτών που προκάλεσαν οι τουρκικές αντιδράσεις στον φόνο Παλαιστινίων διαδηλωτών κατά τις ταραχές που προκάλεσε η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ για μεταφορά στην Ιερουσαλήμ της αμερικανικής πρεσβείας. Η σχέση “προστασίας” που έχει αναπτύξει η ισλαμιστική κυβέρνηση Ερντογάν με την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς αποτελεί για το Ισραήλ το κατεξοχήν “αγκάθι” που αποτρέπει την αποκατάσταση των σχέσεων. Ή, για να ακριβολογούμε, των πολιτικοδιπλωματικών σχέσεων, διότι οι οικονομικές συναλλαγές των δύο πλευρών παραδόξως δεν έπαψαν να αναπτύσσσονται ποτέ.
Το Άμπου Ντάμπι, πάλι, είναι η πραγματική “πρωτεύουσα” του μπλοκ των σουνιτικών μοναρχιών που αντιμετωπίζουν με ελάχιστα υποκρυπτόμενη εχθρότητα τις φιλοδοξίες του Ερντογάν να ηγεμονεύσει (σε στενή συνεργασία με το Εμιράτο του Κατάρ και τα κατά τόπους παρακλάδια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) στον μεσανατολικό χώρο. Μάλιστα η βεντέτα ανάμεσα στον Τούρκο πρόεδρο και τον ισχυρό άνδρα των Εμιράτων πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Ζάγεντ είναι και προσωπική, στον βαθμό που ο δεύτερος περιβάλλεται από υποψίες ότι χρηματοδότησε την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016. Όπως και αν έχει, οι δύο πλευρές έχουν βρεθεί να υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα οπουδήποτε έχουν διασταυρωθεί οι φιλοδοξίες τους – με χαρακτηριστικότερη την κρίση της Λιβύης.
Τα κίνητρα της επαναπροσέγγισης
Και όμως ο Μοχάμεντ μπιν Ζάγεντ ήταν ακριβώς αυτός ο οποίος υποδέχθηκε τη Δευτέρα στο Άμπου Ντάμπι τον Τούρκο ηγέτη, σε ανταπόδοση της φιλοξενίας του Εμιρατιανού διαδόχου στην Τουρκία τον περασμένο Νοέμβριο. Τότε είχαν τεθεί οι βάσεις για τη δημιουργία ενός Κοινού Επενδυτικού Ταμείου με αποθεματικά 10 δισ. δολαρίων, ενώ τον Ιανουάριο ακολούθησε η ανακοίνωση συμφωνίας για συναλλαγματικές ανταλλαγές κεφαλαίων, ύψους άνω των 5 δισ. δολαρίων, στα εθνικά νομίσματα των δύο πλευρών.
Στη διήμερη επίσκεψη Ερντογάν την εβδομάδα αυτή η συνεργασία βάθυνε περαιτέρω. Συνυπογράφηκαν 13 μνημόνια συνεργασίας, ενώ ανακοινώθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων για μία συνολική συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης, με φιλοδοξίες για συμπράξεις και στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας και της ανταλλαγής πληροφοριών.
Το ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ως κατά βάση ναυτική δύναμη, επείγονται να εξασφαλίσουν τουλάχιστον την ευμενή ουδετερότητα της Τουρκίας σε ό,τι αφορά την επανεμπλοκή τους στην κρίση της Υεμένης, προκειμένου να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους στον έλεγχο των εκεί θαλασσίων οδών, αποτελεί μία παράμετρο της παρατηρούμενης μεταστροφής. Το ότι επίσης στενότερος σύμμαχος του Άμπου Ντάμπι στη Δύση είναι η Γαλλία αποτελεί στοιχείο που πρέπει να αξιολογηθεί, ενώ η αναμενόμενη άρση της απομόνωσης του Ιράν, με την επικείμενη αναβίωση της διεθνούς συμφωνίας για το πυρηνικό του πρόγραμμα, επιβάλλει την αναζήτηση περιφερειακών αντίβαρων. Τη βαθύτερη συνολική αιτία, πάντως, αποτελεί η σχετική απόσυρση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και η αναδιάταξη των συσχετισμών σε όλο το ευρασιατικό πεδίο. Εξάλλου, στο ενδοαραβικό μέτωπο, οι περσινές συμφωνίες της αλ-Άουλα σήμαναν την επανασυμφιλίωση του Κατάρ με τους γείτονές του στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, οι οποίοι το 2017 έθεσαν το Εμιράτο υπό αποκλεισμό και θα είχαν πιθανότατα επέμβει και στρατιωτικά εάν δεν επιταχυνόταν η αποστολή τουρκικής στρατιωτικής αποστολής. (Το Κατάρ, “πρωταθλητής” στο υγροποιημένο φυσικό αέριο, μόλις αναβάθμισε τις σχέσεις του και με τις ΗΠΑ, που επείγονται για την εξεύρεση εναλλακτικών πηγών ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης).
Με το βλέμμα στο φυσικό αέριο και την Κεντρική Ασία
Από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στο Ισραήλ, ως επόμενο “σταθμό” των τουρκικών ανοιγμάτων, η πορεία ήταν λογική και αναμενόμενη. Άλλωστε, το Άμπου Ντάμπι ήταν η πρώτη αραβική πρωτεύουσα που σύναψε διπλωματικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Αβραάμ επί Τραμπ.
Το φλερτ της Άγκυρας προς το Ισραήλ υπήρξε εντατικό όλους τους προηγούμενους μήνες, ιδίως αφότου εγκατέλειψε την εξουσία ο Βενιαμίν Νετανιάχου.
Οποιαδήποτε ευκαιρία προέκυψε, από τη σύλληψη ζεύγους Ισραηλινών στην Κωνσταντινούπολη με την κατηγορία της κατασκοπίας τον Νοέμβριο, μέχρι τον θάνατο της μητέρας του Ισραηλινού προέδρου Χέρτσογκ και την προσβολή του υπουργού Εξωτερικών Γιάιρ Λαπίντ από κορονοϊό τον Ιανουάριο, ο Ερντογάν και ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου την αξιοποίησαν για να επικοινωνήσουν με τους ομολόγους τους, σε επίδειξη καλών αισθημάτων.
Η προγραμματισμένη για τις 9 Μαρτίου επίσκεψη του Ισαάκ Χέρτσογκ στην Άγκυρα σήμανε τη στιγμή της μετάφρασης αυτών των αισθημάτων σε πράξεις. Άλλωστε, τα επίδικα της τουρκο-ισραηλινής επαναπροσέγγισης είναι μεγάλα: φιλοδοξία της Άγκυρας είναι η δημιουργία ενός αγωγού φυσικού αερίου από το Ισραήλ στην Τουρκία, που θα ενισχύει τον ρόλο της γείτονος ως διαμετακομιστή και θα παραγκωνίζει Αθήνα και Λευκωσία, ενώ Άγκυρα και Τελ Αβίβ εκδηλώνουν επιθυμία συντονισμού των κινήσεών τους για τον προσεταιρισμό των μετασοβιετικών δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας.
Οι δύο πλευρές, βεβαίως, θέλουν να στείλουν το μήνυμα ότι δεν εγκαταλείπουν τους έως τώρα φίλους τους. Εξού και ο μεν Ισραηλινός πρόεδρος φρόντισε να προγραμματίσει επισκέψεις στην Αθήνα και τη Λευκωσία πριν μεταβεί στην Άγκυρα, ενώ ο σύμβουλος του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, και ο υφυπουργός Εξωτερικών Σεντέτ Ονάλ βρέθηκαν στη Ραμάλα για να διαβεβαιώσουν ότι δεν εγκαταλείπουν τη στήριξη στην παλαιστινιακή υπόθεση.
Όμως η εδρεύουσα στη Ραμάλα Παλαιστινιακή Αρχή συμβαίνει να είναι ο μεγάλος αντίπαλος της Χαμάς, και η αποστολή των Τούρκων αξιωματούχων υποδηλώνει μιαν αλλαγή συμμαχιών, που συνταιριάζει με τις πληροφορίες ότι επίκειται έξωση των ηγετών της ισλαμιστικής οργάνωσης οι οποίοι φιλοξενούνται στη γείτονα.