Ο ΛΕΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΦΟΡΕΜΑ
H μεσόκοπη γυναίκα που λίγο πριν νοίκιασε το δωμάτιο του πρώτου ορόφου του μικρού παραλιακού ξενοδοχείου, ξεπρόβαλλε στο μπαλκόνι του δωματίου της. Περπατούσε με προσπάθεια, κουτσαίνοντας ελαφρά το αριστερό της πόδι. Αντικρύζοντας την θάλασσα, απόμεινε μερικά λεπτά ακίνητη. Τα πόδια της όμως δεν την κρατούσαν, κάθισε στην λευκή πλαστική καρέκλα δίπλα της και ακούμπησε το κινητό της τηλέφωνο στο στρογγυλό αλουμινένιο τραπεζάκι. Άφησε τότε τη ματιά της να εστιάσει μακριά στον ορίζοντα, μέχρι την κορυφογραμμή της απέναντι ακτής, εκεί που τα σύννεφα έμοιαζαν ακίνητα στο άκρο του ορίζοντα. Διέκρινε το φουγάρο του υδροηλεκτρικού εργοστασίου στην απέναντι όχθη και απόρησε με το πλήθος των ανεμογεννητριών που είχαν ξεπροβάλει από την τελευταία φορά που είχε να έρθει, πριν τρία χρόνια και είχαν καταλάβει την πλαγιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα της θαλασσινής αύρας, και μισόκλεισε τα μάτια να αφουγκραστεί τον ήχο του νερού καθώς μετακινούσε τα βοτσαλάκια της ακτής. Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα άφησε τώρα να περιπλανηθούν στο απέραντο γαλάζιο του πελάγους που ένωνε τις δυο ακτές. Απέραντος της φάνηκε κι ο ορίζοντας που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια της.
Είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι, μόλις μπήκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στην μικρή της αδελφή που έμεινε κατά την απουσία της μαζί με την μητέρα. Σιγουρεύτηκε πως εκείνη σήκωσε την μητέρα τους να κάτσει στην πολυθρόνα της δίπλα στο κρεβάτι.
-Έδωσες στην μαμά το χάπι στις 6 ή ώρα; Θα της δώσεις άλλο ένα στις 9 και μετά το επόμενο το πρωί, όπως σου είπα. Στο γάλα να της βάλεις και λίγο μέλι, δεν το πίνει αλλιώς και το ψωμί να το μουσκέψεις στο γάλα για να μαλακώσει και πρόσεξε να της βάλεις κι ενα μαξιλάρι στο πλάι πριν κοιμηθεί, για να μην πέσει στον ύπνο της. Χιλιάδες έγνοιες τριγύριζαν στο κεφάλι της, οδηγίες που επαναλάμβανε διαρκώς, όσο και αν την διαβεβαίωνε η αδελφή της ότι θα τα κάνει όλα, όπως πρέπει και ό,τι δεν θα έπρεπε να ανησυχεί. Ήταν εκεί κι η γειτόνισσα, η κυρά Ασπασία στην μικρή καμαρούλα, έπινε εκεί όπως πάντα το απογευματινό καφεδάκι της και της έκανε παρέα. Πάει καιρός τώρα που η τελευταία μετάσταση της αρρώστιας καθήλωσε την μητέρα της να ζεί σε εκείνο το καμαράκι κι εκείνην, συνταξιούχο πια, να έχει ως αποκλειστική απασχόλησή της την καθημερινή φροντίδα της. Οι εικόνες της τηλεόρασης που έμενε πάντα αναμένη σε εκείνο το δωμάτιο ξεγελούσαν την ακινησία και οι δυνατές ομιλίες διέκοπταν αυθάδικα την μονοτονία. Η άρρωστη άκουγε με δυσκολία τελευταία, έπρεπε να φωνάζουν για να τους ακούσει. Και τώρα νόμισε για μιά στιγμή πως άκουσε κι εδώ την φωνή της να την φωνάζει με το όνομά της, ανάμεσα στους ήχους των κυμάτων που ανακατεύονταν με τα πετραδάκια της ακτής.
Νωρίτερα είχε φτάσει στην παραθαλάσσια τοποθεσία με το λεωφορείο που εκτελούσε το τακτικό δρομολόγιο της περιοχής. Το περπάτημα της μέχρι το ξενοδοχείο, αργό και επίπονο, την είχε εξουσθενώσει.
Με βαθύ αναστεναγμό άφησε πάλι το βλέμμα της να ακουμπήσει στην θάλασσα απέναντί της. Πόσο απέραντος ο ορίζοντας! Θάρρεψε πως και η ψυχή της τον είχε ξεχάσει. Το φως έπεφτε πλάγια και φώτιζε την ανακατωμένη επιφάνεια. Μπλε, γκρίζο, ασημί παιχνίδιζαν ανάκατα και κάπου κάπου λαμπύριζαν ακτίνες ανάμεσά τους, αντανακλώντας το απογευματινό φως. Η αναπνοή της έγινε πιο βαθιά. Θαλασσινή αύρα άρχισε να χαλαρώνει την πονεμένη πλάτη. Το βάρος της μητέρας της ασήκωτο, τα ατέλειωτα μερόνυχτα που στηριζόταν αποκλειστικά πάνω της για κάθε της ανάγκη.
Κρύωσε.
Σηκώθηκε για να φέρει μια ζακέτα. Τα πόδια της την σούβλισαν. Πονούσαν πια με την παραμικρή κίνηση, περπατούσε με μεγάλο κόπο τα τελευταία χρόνια. Ευτυχώς, σκέφτηκε, δεν θα χρειαζόταν να περπατήσει ξανά στην επιστροφή. Σε δύο μέρες θα γύριζε πίσω με μια φίλη. Η ίδια φίλη της είχε προτείνει να την συνοδέψει στο ταξίδι της. Είχε αρνηθεί. Ήθελε να μείνει μόνη. Ήταν η μέρα των γενεθλίων της. Εκείνη την μέρα, έκλεινε τα εξήντα της χρόνια. Πάντα μόνη στα γενέθλιά της εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια μετρούσε την χαμένη ζωή που κάθε χρόνο γλίστραγε και περισσότερο από τα χέρια της. Αυτή η μικρή πολυτέλεια εκείνης της ημέρας ήταν κι η μόνη επιθυμία που επέτρεπε πια στον εαυτό της να πραγματοποιεί. Μια μικρή ή μεγαλύτερη φυγή από την θλιβερή πραγματικότητά της, κάθε χρόνο την ημέρα των γενεθλίων της. Κι ένα τηλεφώνημα σε εκείνον, για να μπορέσει να ακούσει ξανά την φωνή του. Για να μπορεί να θυμάται και να πενθεί μόνη της.
Από παλιά της άρεσαν τα ταξίδια. Όταν ήταν νέα είχε κάνει πολλά ταξίδια στην Ελλάδα, την Ευρώπη, μέχρι και στην μακρινή Ασία είχε καταφέρει να ταξιδέψει. Έφευγε όποτε κατόρθωνε να μαζέψει έστω και λίγα χρήματα. Έστω και με ένα σακίδιο μόνο στην πλάτη. Όταν ταξίδευε ξαναντάμωνε σκορπισμένα τα κομμάτια του χαμένου της εαυτού. Όμως τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο δύσκολο, δεν ήταν μόνο τα χρήματα δυσεύρετα. Ήταν και τα πόδια της που την είχαν καθηλώσει, ήταν κι η κατάσταση της μητέρας της εδώ και χρόνια που όλο και χειροτέρευε, ήταν και η ζωή της που της είχε γλιστρίσει μέσα από τα ψυχοφάρμακα που την ηρεμούσαν για πολλά χρόνια.
Είκοσι τέσσερα χρόνια είχαν περάσει από τότε που τον απαρνήθηκε κι έφυγε από κοντά του, από το νησί τους. Γύρισε στην μητέρα της, στο πατρικό της σπίτι και μετά από λίγο καιρό αρρώστησε βαριά. Η μητέρα της τότε την είχε φροντίσει, βρήκε και κάλεσε τον ψυχίατρο μια μέρα που την έπιασε η κρίση και δεν αναγνώριζε κανέναν, ούτε ήξερε ποιά ήταν. Από ότι της είχαν πει αργότερα, δεν άνοιξε την πόρτα του δωματίου της στον γιατρό όταν ήρθε να την δει. Λίγες μέρες πιο μετά την πήγε η μητέρα της με ταξί στην κλινική που δούλευε. Εκείνος σύστησε εισαγωνή στην ιδιωτική κλινική και φαρμακευτική αγωγή. Από τότε έπαιρνε τα χάπια που της έδινε ο ψυχίατρος. Χάπια για να μην ξαναπάθει κρίση, για να μην ξαναρρωστήσει για να μην ξανααισθανθεί ό,τι δεν μπορούσε πια ν’ αντέξει.
H θάλασσα την μαγνήτιζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Ένιωθε ελεύθερη σαν βυθιζόταν στην μπλε μαγεία της. Μόνη η θάλασσα ήξερε όλα της τα μυστικά, μόνο εκείνη μπορούσε να μαρτυρήσει όσα την είχαν σημάδεψει, πάντοτε παρούσα. Κι ό, τι έζησε μακριά από την θάλασσα δεν έμοιαζε με ζωή.
Το ίδιο εκείνο πέλαγος αγνάντευε από ένα άλλο δωμάτιο σκαρφαλωμένο στα βράχια στο νησί, χρόνια πριν. Θυμάται την γλύκα του έρωτα που πλημμύριζε το κορμί της εκείνο το τελευταίο πρωινό που ξύπνησε αγναντεύοντας την θάλασσα, γαληνεμένη μέσα στην αγκαλιά του.
Η ίδια θάλασσα μπορεί να μαρτυρήσει την τελευταία πληρότητα της ψυχής της. Εκείνης, της καταραμένης γυναίκας. Που ντρεπόταν τόσο, κάθε φορά που ένιωθε γυναίκα.
-Ντροπή σου της είχε πει κάποτε η μάνα.
Κι εκείνη βουτηγμένη από κοριτσάκι στην ντροπή τιμώρησε εκείνον. Κυρίως όμως εκείνην, την γυναίκα κι εκείνο το μικρό κοριτσάκι.
Του τηλεφωνούσε κάθε χρόνο στα γενέθλιά της. Κάποιες φορές δεν απαντούσε εκείνος, άλλοτε δεν μιλούσε εκείνη.
Δυο χτυπήματα ακούστηκαν στο κινητό της τηλέφωνο πριν εκείνος απαντήσει την κλήση.
-Παρακαλώ; τον άκουσε να λέει.
-Συγνώμη, ψέλλισε εκείνη κι έκλεισε την γραμμή. Είχε φροντίσει και πάλι να τον πάρει με απόκρυψη.
Πόνος αβάσταχτος η θύμηση της θάλασσας.
Ήταν η πρώτη τους κοινή μετάθεση σαν εκπαιδευτικοί στις Κυκλάδες. Ευλογημένος χειμώνας στο δωματιάκι που νοίκιασαν μαζί, την πρώτη άνοιξη της ζωής της. Το Σάββατο του Λαζάρου, πρώτη μέρα των διακοπών του σχολείου, ξύπνησαν το πρωί αγκαλιασμένοι. Της ζήτησε ξανά να περάσουν το Πάσχα μαζί στο νησί τους. Δέχτηκε. Πήρε χαρούμενη να ανακοινώσει στην μητέρα της πως θα έμενε μαζί του εκείνες τις διακοπές στο νησί.
-Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνη μου, της είπε εκείνη κοφτά.
Λέξεις απλές, ειπωμένες χωρίς δισταγμό, έξυσαν μονομιάς την παλιά πληγή που μάτωσε. Πάλι κοντά στην θάλασσα. Στο χωριό του πατέρα. Εκεί που πήγαιναν τα καλοκαίρια με τους γονείς και τα δυο αδέλφια της. Να δουν τον παππού, την γιαγιά και τον θείο. Και την θάλασσα. Βολευόντουσαν κι οι πέντε στο δωμάτιο που τους παραχωρούσε ο θείος. Η μαμά με την μικρή αδελφή στο κρεβάτι του θείου. Ο μπαμπάς με τον αδελφό της στον καναπέ. Εκείνη στην μέση του δωματίου, στρωματσάδα.
Θυμάται τον εαυτό της στο πλακόστρωτο της αυλής στο σπίτι της γιαγιάς. Στο ξύλινο τραπέζι κάτω από την κληματαριά να κάθεται, όλο καμάρι, στα πόδια του πατέρα. Φόραγε ένα λευκό φόρεμα με ροζ κορδέλα στην μέση που έδενε πίσω με φιόγκο. Ροζ κι η κορδέλα στα μαλλιά της, τα στόλιζε όμορφα καθώς τα τραβούσε προς τα πίσω να μην μπαίνουν στα μάτια της. Βρισκόταν όλοι τους μαζί στην αυλή στο πλακόστρωτο κάτω από την κληματαριά, γύρω από το παλιό ξύλινο ροζιασμένο τραπέζι της αυλής που ήταν πάντα σκεπασμένο με έναν μουσαμά για να μην βρέχεται. Μοσχοβολούσε αγιόκλημα. Πάνω στο τραπέζι η καρυδόπιτα που έφτιαξε η γιαγιά στολισμένη με καρυδάκια και δώδεκα αναμμένα κεράκια. Ήταν πάλι Ιούλιος. Τα γενέθλιά της. Το πρώτο εκείνο καλοκαίρι που ακολούθησε μετά από το ατύχημα του πατέρα. Η κορδέλα στο ξυλουργείο που δούλευε του είχε κόψει τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Από τότε δεν ξαναπήγε στην δουλειά, είχε μείνει στο σπίτι και πήγαινε κάθε μέρα τα δύο μικρά κορίτσια στο σχολείο τους στο δημοτικό. Το αγόρι, ένα χρόνο μεγαλύτερο από εκείνην πήγαινε μόνο του στο γυμνάσιο. Είχε ακόμα τον επίδεσμο στο χέρι του ο πατέρας. Που και που μάτωνε. Εκείνη την βραδιά των γενεθλίων της που καθόταν χαρούμενη στα πόδια του πατέρα της, έτοιμη να σβήσει τα κεράκια στην καρυδόπιτα, το αίμα πέρασε από τον επίδεσμο και λέκιασε το λευκό της φόρεμα. Την μάλωσε η μητέρα μόλις είδε τον μικρό κόκκινο λεκέ πάνω στο λευκό φόρεμα. Έφυγε από την αγκαλιά του πατέρα και πήγε και κάθισε ολομόναχη στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο σπίτι. Ούτε το γλυκό δεν δοκίμασε. Έκλαιγε καθώς μάταια προσπαθούσε να αφαιρέσει εκείνον τον μικρό κόκκινο λεκέ που η μηχανή είχε κεντήσει στο φόρεμα των γενεθλίων της.
Το ίδιο βράδυ, αποκαμωμένη από το παράπονο, αποκοιμήθηκε κρατώντας το χέρι του πατέρα για παρηγοριά. Το δεξί του χέρι, το καλό που κρεμόταν από τον καναπέ προς το πάτωμα, όπου κοιμόταν εκείνη πάνω στο στρώμα. Ξύπνησε μέσα στην σιγαλιά της νύχτας. Το χέρι ακουμπούσε τώρα πάνω στο στήθος της, μισοσχηματισμένο ακόμα στην αριστερή δειλή προεξοχή του, κοντά στην καρδιά της. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός, ένας δυο- τρεις μήνες από τότε που κατάλαβε την αλλαγή στο σώμα της. Ένιωθε συχνά άβολα, ειδικά στην θάλασσα όταν έπρεπε να φορέσει το καινούριο μαγιώ με το σουτιέν που της είχαν αγοράσει. Τεντώθηκαν οι αισθήσεις της. Ακίνητο το χέρι, εξέπεμπε μια ζεστασιά πάνω της. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση την πλημμύρισε. Άρχισε να απλώνεται γλυκά στο σώμα της. Η καρδιά της χτυπούσε τώρα πιο δυνατά. Κάτι ξυπνούσε μέσα της. Μαζί με την συστολή της ντροπής της, η επίγνωση μιας μοναδικής θαλπωρής. Μιας επιθυμίας. Άρχισε να ανασαίνει πιο βαθιά. Το χέρι ακολουθούσε την επιθυμία στο ρυθμό της ανάσας. Χόρευε μαζί της. Με ανεπαίσθητες κινήσεις πολιορκούσε την ψυχή της αθώας μικρής. Χάδι πατρικό, χάδι πρωτόγνωρα ερωτικό εκείνο το καλοκαίρι ακολουθώντας το φως του φεγγαριού που τρύπωνε μέσα από τις χαραμάδες του ξύλινου παντζουριού, μπέρδεψε για πάντα τους ρόλους.
Επιστροφή στην καθημερινότητα της πόλης. Στο γυμνάσιο τώρα. Την πήγαινε κάθε μέρα στο σχολείο ο πατέρας με την Βέσπα. Κάποια μέρα δεν πήγε καθόλου στο σχολείο, έμεινε στο σπίτι μαζί με τον πατέρα. Πρόωρη πια γυναίκα, με έναν κατακόκκινο λεκέ από αίμα στην κατάλευκη ψυχή. Λιγώτερο κόρη, πιότερο ερωμένη πιά. Από τότε εκείνος έγινε η σκιά της. Την περίμενε κάθε μέρα έξω από τα κάγκελα του σχολείου μέχρι να σχολάσει. Κάποιες μέρες την πρόσταζε να μην πάει στο σχολείο την πρώτη ώρα. Κανένας δεν αναρωτήθηκε γιατί. Παρόλα αυτά, εκείνος την συμβούλευε:
-Να πεις πως σε πονούσε η κοιλιά σου.
Κάποια μέρα της αγόρασε ένα κουτί χάπια. Εικοσιένα χάπια μέσα στο κουτί.
-Θα παίρνεις ένα κάθε μέρα, της είπε, μόλις σου έρχονται «τα ρούχα σου»
και μετά, όταν τελειώνει το κουτί θα σταματάς για εφτά μέρες.
-Μα δεν είμαι άρρωστη, είπε το κοριτσάκι.
-Θα τα παίρνεις για να μην αρρωστήσεις, της είπε εκείνος.
Από τότε φοβόταν συνέχεια πως θα αρρωστήσει. Ένιωθε πως κάτι κακό γινόταν που έπρεπε να μένει κρυφό και μπορούσε να προκαλέσει αρρώστια. Κρυβόταν από όλους εκείνη την εποχή. Κι έπαιρνε με φόβο τα χάπια κάθε μέρα. Μετά έκρυβε το κουτί. Τα άλλα κορίτσια έφευγαν χαρούμενα από το σχολείο. Εκείνη μόνο στο σχολείο ένιωθε ξένοιαστη με άλλα παιδιά γύρω της. Στο σχόλασμα πάντα βιαζόταν, φοβόταν διαρκώς να μην αργήσει και στενοχωρήσει τον πατέρα. Και την μητέρα.
Πέρασαν δύο χρόνια.
Ήταν όλοι μαζί πάλι στο χωριό. Η μικρή της αδελφή δεν ήθελε να πάει μαζί τους εκείνο το πρωί στη θάλασσα. Ο πατέρας προσφέρθηκε να μείνει μαζί της.
-Όχι, θα μείνω εγώ μαζί της, είπε η μητέρα.
Άρχισαν να τσακώνονται. Πρόσταξε η μητέρα τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια να ξεκινήσουν για την θάλασσα. Από μακριά την άκουσε να του λέει:
-Δεν θα σε αφήσω να μου χαλάσεις και την μικρή…
Μια δυο ώρες αργότερα, στην παραλία, περίμενε τον αδελφό της να βγεί από την θάλασσα για να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι. Είδε από μακριά τον πατέρα να πλησιάζει. Δεν είχε σταθερό βήμα. Σκέφτηκε πως θα πέρασε πριν από το καφενείο να πιεί. Δεν της μίλησε, μόνο άρχισε να φωνάζει στον αδελφό της να βγεί από την θάλασσα. Εκείνος τον αγνόησε, κάνοντας επιδεικτικά μια κίνηση απαξιωτική με το χέρι του. Ο πατέρας έβγαλε τα ρούχα του κι έπεσε στην θάλασσα κολυμπώντας προς τον αδελφό της. Τους είδε να μιλούν με ένταση, η φασαρία της παραλίας δεν την άφηνε να ακούσει τί έλεγαν αλλά θα πρέπει να λογόφεραν μέσα στην θάλασσα. Είδε τον πατέρα της να σηκώνει χέρι στον αδελφό της κι εκείνος ν’ αρχίζει να κολυμπά κατά την παραλία.
Στην επόμενη ματιά της βλέπει μόνο αφρισμένους κύκλους στο σημείο που κολυμπούσε πριν ο πατέρας της. Σηκώνεται τρομαγμένη. Αρχίζει να κάνει απεγνωσμένα νοήματα στο αδελφό της που ήταν πιο κοντά. Μπαίνει με αγωνία μέσα στην θάλασσα.
-Ο πατέρας…του φωνάζει.
-Παράτα με, της απαντάει εκείνος.
Τώρα κολυμπάει με όλη της την δύναμη να τον φτάσει. Μόνη εκείνη, να τον προλάβει, να τον σώσει. Εκείνος δεν αντιδράει όταν τυλίγει το χέρι της γύρω από το στέρνο του για να τον τραβήξει προς την παραλία. Τον έβγαλε με απίστευτη προσπάθεια έξω. Κόσμος είχε μαζευτεί στην παραλία. Παγωμένη και τρομαγμένη τους βλέπει να του κάνουν τεχνητή αναπνοή, να τον χτυπούν στο στέρνο κι εκείνο το μελανιασμένο άψυχο πια κορμί να μην αντιδρά, μέχρι που τον αφήνουν απελπισμένοι. Πάνω στην ώρα, καταφθάνει και η μητέρα της που ρίχνεται πάνω στο ακόμα βρεγμένο και πασαλειμένο με άμμο σώμα του με λυγμούς.
-Με άφησες μόνη μου με τρία παιδιά. Τι θα κάνω εγώ τώρα;
Γυρίζει σε εκείνην και της λέει:
-Εσύ φταις για όλα.
Ήταν τριανταέξι χρονών τότε η μητέρα της. Την ίδια ηλικία είχε κι η ίδια εκείνο το πρωινό στο νησί, όταν την άκουσε να της λέει από το τηλέφωνο:
-Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνη μου.
Ξύπνησε πάλι η παλιά της ντροπή. Της έδωσε ξανά δίκιο. Έφυγε από το δωματιάκι τους, από το σπιτάκι πάνω στα βράχια χωρίς να του μιλήσει. Ούτε μια κουβέντα. Περπάτησε μακριά. Κατηφόρησε κατά το λιμάνι. Την ακολουθούσε η Ντροπή. Δεν μπορούσε πια να της ξεφύγει. Την τιμωρούσε που ήταν γυναίκα. Έφτασε στο λιμάνι. Ζήτησε πάλι από την θάλασσα να της ξεπλύνει την Ντροπή. Εκείνην που ήξερε από πάντα όλα τα μυστικά της.
Είχε φύγει αχτένιστη με το κοντό φόρεμα που φορούσε για νυχτικό. Ένας ψαράς που ξέμπλεκε τα δίχτυα την κοίταξε υποτιμητικά. Ξάφνου άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του. Έφτασε απέναντί του. Ανακατεύτηκαν οι ανάσες τους. Κανείς τους δεν χαμήλωσε το βλέμμα.
-Έλα, του είπε.
Την ακολούθησε μέχρι την άκρη του λιμανιού. Εκεί που τα βράχια έκρυβαν τον μικρό όρμο από τα μάτια των λιγοστών ανθρώπων που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα στο λιμάνι. Ένιωσε το χέρι του βαρύ και ροζιασμένο στον ώμο της. Σταμάτησε. Την έστρεψε προς το μέρος του. Τον άφησε να την ακουμπήσει πάνω στα κοφτερά βράχια που της έσκιζαν την πλάτη καθώς εκείνος έμπαινε μέσα της. Θυμάται μόνο πως μετά συνέχισε να περπατάει. Βρέθηκαν κι άλλοι εκείνο το βράδυ στον δρόμο της. Την βοήθησαν να τιμωρήσει το κορμί της, της πρόσφεραν τον πόνο και την ατίμωση που γύρευε. Χόρτασαν για λίγο την άπληστη ντροπή της.
Γύρισε ξημερώματα ξεμαλλιασμένη και βρώμικη, με λεκιασμένο και γεμάτο άμμο το φόρεμά της και ντροπιασμένη όσο έπρεπε, σε εκείνον που τόλμησε να αγαπήσει. Για να τον αναγκάσει να την χτυπήσει. Είχε ανάγκη την τιμωρία του. Για να πάψει για πάντα να είναι γυναίκα.
Ελένη Βαφειάδου