Οι τελευταίες σελίδες από το μυθιστόρημά μου “Η παράξενη υπόσχεση” (Άπαρσις, 2011). Μια παρέα της γενιάς του Πολυτεχνείου ξαναβρίσκεται στη γιορτή ενός απ’ αυτούς, του Νίκου, στις 6 Δεκεμβρίου 2008. Τη βραδιά της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου:
Τις άλλες φορές αναρωτιούνταν αν είχαν κάνει λάθος τελικά ή μήπως, πράγματι, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Όλα εκείνα ήταν πια οριστικά παρελθόν ή μήπως αυτό που ζούσαν τα τελευταία χρόνια ήταν ένα διάλειμμα ανάμεσα σε εποχές εντάσεων και κοινωνικών εκρήξεων; Αυτή η νέα γενιά ήταν λογικό να διαφέρει τόσο πολύ απ’ τη δική τους ή μήπως σε ενδεχομένως δύσκολες καταστάσεις κι αυτή τα ίδια θα κάνει;
Κάπου εκεί έφτασε και πάλι η κουβέντα και ο Μιχάλης έφυγε κάποια στιγμή, με την πρόφαση πως η μικρή θα ταξίδευε την επόμενη και έπρεπε να κοιμηθεί νωρίς.
Ήταν σε όλους φανερό πως είχε θιχτεί από την επίθεση που δέχτηκε από τον Στέλιο. Που για πρώτη φορά τον αποκάλεσε βολεμένο, που από την κοινωνική θέση όπου βρίσκεται σιγά μην καταλαβαίνει τις υπόγειες διεργασίες που υποσκάπτουν αυτή τη φαινομενική κοινωνική ηρεμία, τη βασισμένη σε μια ευημερία πλαστή. Λέγοντας, μάλιστα, πως αργά ή γρήγορα θα σκάσει, όπως έσκασε και η φούσκα του Χρηματιστηρίου.
«Και τότε θα γίνει η εξέγερση!», χλεύασε ο Μιχάλης. «Θα παρατήσουν οι πιτσιρικάδες τα κομπιούτερ, την παραλιακή και το Γκάζι, και θα βγουν στους δρόμους για να τους καθοδηγήσεις εσύ!
Εμείς τότε αγωνιστήκαμε. Αλλά τότε είχαμε Χούντα και αμέσως μετά συνέχισε να μας παρασέρνει ο αέρας του Πολυτεχνείου. Σήμερα, γιατί να αγωνιστούν;»
Η Αφροδίτη του θύμισε τις μεγάλες προπέρσινες φοιτητικές κινητοποιήσεις, αλλά ο Μιχάλης είχε έτοιμη την απάντηση:
«Ε, και; Φώναξαν κάνα χρόνο και μετά τα κεφάλια μέσα κι η ζωή συνεχίζεται. Οι καιροί έχουν αλλάξει, πάρτε το χαμπάρι! Ούτε Χούντα έχουμε ούτε πείνα, όπως στην Κατοχή. Εδώ και μισό αιώνα, χρόνο με τον χρόνο, η ζωή καλυτερεύει. Για κάποιους περισσότερο, για κάποιους λιγότερο, αλλά σίγουρα το 2008 ζούμε όλοι καλύτερα απ’ ό,τι το 1978. Και το ’78 ζούσαμε καλύτερα απ’ ό,τι το ’48.
Ας το καταλάβουμε κι ας το πάρουμε απόφαση, επιτέλους, όσο κι αν αυτό διαψεύδει τα όνειρα που κάναμε όταν ήμασταν νέοι. Άλλωστε, διαψεύδονται εν μέρει. Ελπίζαμε σε έναν καλύτερο κόσμο και τον ταυτίζαμε με κάποιον σοσιαλισμό, όπως τον φανταζόταν ο καθένας μας. Ο σοσιαλισμός όχι μόνο δεν ήρθε, αλλά σωριάστηκε και σε ερείπια εκεί που υπήρχε. Αν υπήρξε και ποτέ, αλλά τέλος πάντων!
Όμως, η ζωή μας βελτιώθηκε και συνεχίζει να βελτιώνεται. Κάτι έγινε, λοιπόν. Και τα παιδιά μας θα ζήσουν ακόμα καλύτερα και το ξέρουν. Γι’ αυτό και δεν μας πρέπει στην ηλικία μας να παλιμπαιδίζουμε και να αναμασάμε τις ουτοπίες που πιστεύαμε στα είκοσί μας χρόνια».
Η Τόνια τον άκουγε σκεφτική. Ακόμα και τώρα, μετά από όλα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους, κάπου-κάπου αυτά που έλεγε την προβλημάτιζαν και πάλι. Του μίλησε, όμως, η Γιώτα:
«Πάντως, δεν πιστεύω να βάζεις και τα δικά μου τα παιδιά ανάμεσα στα ταχτοποιημένα!»
Και πριν προλάβει ο άλλος να απαντήσει, πετάχτηκε, φανερά εκνευρισμένη, η Βιργινία:
«Κάνε μας τη χάρη, ρε Μιχαλάκη! Ας μη γιόρταζε ο Νίκος σήμερα και θα σου έλεγα εγώ, με τις μαλακίες που τσαμπουνάς! Κάνε μια βόλτα και σε καμιά λαϊκή γειτονιά, Μιχάλη, να δεις τι γίνεται! Κι εγώ αν έμενα στα Βόρεια κι έκανα παρέα με λαμόγια, αυτά που λες εσύ θα έλεγα».
Την κουβέντα, που όπως φαινόταν θα κατέληγε σε καβγά, την έκοψε απότομα η Αφροδίτη, με ένα από τα γνωστά της κόλπα. Πήρε στο κινητό τον Θανάση και φυσικά όλοι ήθελαν να του μιλήσουν!
Δεν πέρασε ούτε ένα τέταρτο αφότου έφυγαν ο Μιχάλης και η μικρή, όταν το κινητό της Τόνιας άρχισε να χτυπάει επίμονα, για να σταματήσει με το που το έβγαλε από την τσάντα της.
«Η κόρη μου! Θαύμα! Συνήθως, τέτοιες ώρες εγώ την ψάχνω και ούτε που απαντάει!»
Πριν προλάβει να πάρει αυτή, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
«Έλα, μαμά! Συνέβη κάτι φοβερό απόψε. Οι μπάτσοι σκότωσαν στα Εξάρχεια ένα παιδί, δεκαπέντε χρονών».
«Τι μου λες τώρα; Όταν λες, το σκότωσαν; Σε διαδήλωση; Πώς; Γίνονταν φασαρίες;»
«Όχι, βρε μαμά! Χωρίς κανένα λόγο. Καθόταν με την παρέα του και το πυροβόλησε ένας μπάτσος, Γίνεται χαμός τώρα, Έχει κατεβεί κόσμος και φωνάζει».
«Κι η αστυνομία; Έχει ΜΑΤ;»
«Χαμός, σου λέω!»
«Πού είσαι εσύ, τώρα;»
«Στα Εξάρχεια, μαμά! Είμαι μαζί με την Κατερίνα. Πες το στη μαμά της, να μην ανησυχεί!»
«Τι να μην ανησυχεί, παιδί μου; Εκεί γίνεται μάχη, δηλαδή!»
Η γραμμή έπεσε απότομα. Η Τόνια, που εν τω μεταξύ είχε αλλάξει δέκα χρώματα, έπιασε, με το χέρι της να τρέμει από την ταραχή, το ποτήρι, ήπιε μια γουλιά κρασί και τους ενημέρωσε για το τι συνέβαινε. Ήταν η σειρά της Αφροδίτης να πεταχτεί επάνω, αναστατωμένη. Προσπάθησε να πάρει την κόρη της, αλλά δεν το σήκωνε.
«Εγώ, παιδιά, συγγνώμη, αλλά θα φύγω. Πάω Εξάρχεια. Το παιδί! Πού είναι η Κατερίνα;»
Τα δυο τηλέφωνα χτύπησαν ταυτόχρονα. Καλά ήταν τα κορίτσια. Είχαν κάνει ντου τα ΜΑΤ πριν λίγο και έτρεχαν, γι’ αυτό δεν απαντούσαν. Τους είπαν σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκονταν και πως θα φροντίσουν να είναι σε διαρκή επικοινωνία, ώστε κι αν φύγουν από κει να τις βρουν.
Καθώς η Τόνια κι η Αφροδίτη μάζευαν τα πράγματά τους, οι άλλοι είχαν μείνει αμίλητοι και κοιτούσαν σαν χαμένοι. Μέχρι που η Νάντια άνοιξε την τηλεόραση και όλα τα κανάλια έδειχναν σκηνές από άγριες συγκρούσεις.
Η Αφροδίτη πάλευε με το κινητό. Η κόρη της και πάλι δεν απαντούσε. Αλλά εκεί που την έζωναν τα φίδια, επιτέλους, κλήση!
«Συγγνώμη, μαμά, δεν το άκουγα. Είναι πολύς κόσμος, μας ρίχνουν χημικά, αλλά κι εμείς δεν φεύγουμε. Ήταν δεκαπέντε χρονών, μαμά! Το διανοείσαι; Δεκαπέντε χρονών!»
Τη ρώτησε ξανά σε ποιο σημείο βρισκόταν.
«Κράτα το κινητό στο χέρι και περίμενε κλήση. Ερχόμαστε κι εγώ κι η Τόνια».
Ο Στέλιος είχε σηκωθεί και έψαχνε για το μπουφάν του.
«Θα πάρεις το αυτοκίνητο, Αφροδίτη; Έρχομαι κι εγώ».
«Ο γιος μου! Τον πέτυχα στο κινητό! Κι αυτός κάτω είναι. Να έρθω κι εγώ;», είπε αλαφιασμένη η Γιώτα.
«Κι εγώ θα ΄ρθω!», είπε η Βιργινία και φόρεσε το σακάκι της. «Είναι κι η δική μου σίγουρα κάτω, αλλά σιγά μην την πετύχω στο κινητό! Πάντα όταν την παίρνω, βλέπει τον αριθμό μου και δεν το σηκώνει. Αλλά ούτε και τώρα; Έρχομαι μαζί σας! Μπάτσοι, ξεφτιλισμένοι! Μια ζωή, Χούντα!»