Το νέο περιστατικό με τη σπείρα τραμπούκων αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ, οι οποίοι σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Βήμα προχωρούσαν σε ληστρικές επιδρομές εναντίον Πακιστανών φορώντας κουκούλες, δεν φέρνει στο φως μόνο καταγγελίες για βαθιά διαφθορά στο εσωτερικό της ελληνικής αστυνομίας.
Η υπόθεση αντιμετωπίστηκε από την πρώτη στιγμή, από τα περισσότερα μεγάλα ΜΜΕ σαν «απαγωγή» και βασανισμός αστυνομικού από Πακιστανούς. Σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, την πληροφορία έδωσε πρώτος ο ΣΚΑΙ και στη συνέχεια άρχισαν να την αναμεταδίδουν αρκετά ακόμη μέσα. Όπως ήταν αναμενόμενο έφτασε γρήγορα και στην δεύτερη μεγαλύτερη πηγή διασποράς ψευδών ειδήσεων στην Ελλάδα, τον αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας.
Μένει να διαπιστωθεί ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και το πως έφτασε στα ΜΜΕ η πληροφορία περί «απαγωγής αστυνομικού». Η μέχρι στιγμής εμπειρία όμως μας επιτρέπει μερικά πρώτα συμπεράσματα.
Δεν χρειάζεται να έχει θητεύσει κανείς επί μακρόν σε ελληνικές αίθουσες σύνταξης για να γνωρίζει που γεννιούνται τέτοιου είδους ψευδείς ειδήσεις: Στα κεντρικά της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής.
Οι αστυνομικοί συντάκτες λαμβάνουν ένα τηλεφώνημα το οποίο στη συνέχεια αποδίδουν σε «πηγές της αστυνομίας» και το οποίο παρουσιάζει τις θέσεις της ΕΛ.ΑΣ.
Εκεί ξεκινά και σταματά συνήθως το «ρεπορτάζ».
Έτσι ξεκίνησαν οι ψευδείς ειδήσεις για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αλλά και οι παραπλανητικές ειδήσεις για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Οι πληροφορίες μάλιστα διαδίδονται ακόμη και αν είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα διαψευστούν στη συνέχεια. Σημασία έχει να περάσουν στην κοινή γνώμη τις πρώτες 24 με 48 ώρες, όταν η είδηση θα παίζει ψηλά στα δελτία ειδήσεων.
Οι αστυνομικοί συντάκτες (τουλάχιστον όσοι συμμετέχουν στη διασπορά των fake news) δεν βγάζουν τις πληροφορίες από το μυαλό τους. Mαζί, όμως, με τους αρχισυντάκτες τους, συμμετέχουν σε μια «γιάφκα» που παράγει fake news.
Η γιάφκα της ενημέρωσης έχει συγκεκριμένους κανόνες, που παραπέμπουν στη δράση της μαφίας. Κάθε νεαρός συντάκτης, που μπαίνει στο αστυνομικό ρεπορτάζ, μαθαίνει ότι αν δεν διαδώσει τις ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, οι υπεύθυνοι επικοινωνίας της ΕΛ.ΑΣ θα κλείσουν την στρόφιγγα ενημέρωσης σε αυτόν και το μέσο που εκπροσωπεί. Έτσι, καθώς θα χάνει συνεχώς «ειδήσεις», τις οποίες θα έχουν όλοι οι συνάδελφοί του, είναι πλέον θέμα χρόνου να απολυθεί.
Από την άλλη, αν παίξει το παιχνίδι της αστυνομίας θα έχει σύντομα τόσο λερωμένη τη φωλιά του ώστε δεν θα μπορεί ποτέ να μιλήσει για τη λειτουργία της «γιάφκας».
Όταν πλέον αποκαλύπτεται η αλήθεια, οι ίδιοι συντάκτες και οι αρχισυντάκτες μπαίνουν στις ηλεκτρονικές σελίδες και απλώς αλλάζουν την είδηση χωρίς καν να αναφέρουν ότι αρχικά μετέδιδαν ψευδείς πληροφορίες. Ζούμε σε μια χώρα που ύστερα από κάθε μεγάλο ρεπορτάζ – με «πηγές» της αστυνομίας – είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε print screen στις οθόνες μας για να μπορούμε να συγκρίνουμε το αρχικό κείμενο με αυτό που θα μείνει στο site ύστερα από λίγες ημέρες.
Οι συντάκτες και οι αρχισυντάκτες μάλιστα είναι τόσο ερασιτέχνες και λειτουργικά αναλφάβητοι ώστε δεν ξέρουν καν να αλλάξουν το URL στο site, για να μην καρφώνονται (μερικά παραδείγματα εδώ).
Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η γιάφκα των fake news που λέγεται Ελληνική Αστυνομία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοια από την ΕΣΗΕΑ. Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν μπορεί πλέον να επικαλείται ανώνυμες πηγές της αστυνομίας, που έχουν χάσει ολοκληρωτικά την αξιοπιστία τους. Αν κάποιος σου λέει συνεχώς ψέμματα και εσύ συνεχίζεις να τον εμπιστεύεσαι είσαι η ηλίθιος ή συνένοχος (χωρίς το δεύτερο να αποκλείει το πρώτο).
Δεν είναι απλώς θέμα δεοντολογίας. Είναι ζήτημα προστασίας της δημοκρατίας από έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, για τον οποίο φέρουν ευθύνη, συντάκτες, αρχισυντάκτες, διευθυντές ΜΜΕ, ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ και φυσικά οι πολιτικοί προϊστάμενοί του.
*Πηγή: info-war.gr