Ο διάλογος για τα ελληνοτουρκικά και για τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο κράτη αναθερμάνθηκε το τελευταίο διάστημα με αφορμή άρθρο που δημοσίευσε ο κ. Σημίτης, το οποίο αναφερόταν σε βιβλίο που θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες για τις αποφάσεις του Ελσίνκι το 1999. Ο κ. Καραμανλής, πρώην πρωθυπουργός, απάντησε, και σε αυτή τη συζήτηση, όπως ήταν φυσικό, ενεπλάκησαν πολλοί. Άλλωστε υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά και συγκλίσεις πάνω σε αυτό το τεράστιο και θεμελιώδες για την Ελλάδα πρόβλημα. Κάποιοι, μάλιστα, μιλούν για δύο σχολές: τη σχολή του μακαρίτη Κωνσταντίνου Καραμανλή και τη σχολή του Κώστα Σημίτη.
Η εξωτερική πολιτική, ασφαλώς, θα έπρεπε να αποτελεί πεδίο ευρύτερων συναινέσεων, παρά τις διαφωνίες. Αυτό, ωστόσο, δε συμβαίνει συχνά. Έχω ακούσει, για παράδειγμα, καθηγητή πανεπιστημίου να δηλώνει την περίοδο που η Τουρκία είχε βγάλει για έρευνες το Oruc Reis στο Αιγαίο ότι απειλείται από τη χώρα μας!!! Προσφάτως διάβασα άρθρο γνωστού θιασώτη του σημιτικού εκσυγχρονισμού ο οποίος, υποστηρίζοντας τις αποφάσεις του Ελσίνκι, θριαμβολογούσε, γιατί ο τότε πρωθυπουργός κατάφερε να μετατρέψει, τάχα, τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωτουρκικές. Επιπλέον, χαρακτήριζε κύρια, αλλά όχι μόνη, τη διαφορά που υπάρχει σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και την Α.Ο.Ζ. Επίσης, θεωρούσε ως κορυφαία ζητήματα εκείνα της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναέριου χώρου. Ο κ. Ν. Μπίστης αποτελεί σήμερα στέλεχος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άραγε στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α συμμερίζονται τις θέσεις του; Υπάρχουν, θεωρούν, πολλά ζητήματα που πρέπει να τεθούν στο τραπέζι των ελληνοτουρκικών συζητήσεων;
Κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, άποψη πολίτη και όχι ειδικού, η μόνη σχολή στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής είναι εκείνη της υπεράσπισης των συμφερόντων της χώρας, όπως αυτά απορρέουν από τις συνθήκες που έχει υπογράψει και τεκμηριώνονται από το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε. Στο πλαίσιο αυτό η μοναδική διαφορά που αναγνωρίζεται με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Α.Ο.Ζ. Πέραν τούτου ουδέν. Είναι το αποκλειστικό θέμα για το οποίο θα μπορούσαν οι δύο χώρες να προσφύγουν στη Χάγη. Για ποιο λόγο να δεχτούμε άνοιγμα της ατζέντας και να συζητήσουμε για τον εναέριο χώρο και τα χωρικά ύδατα, όταν αυτά καθορίζονται με σαφήνεια από το διεθνές δίκαιο; Είναι δυνατόν να τίθενται τέτοια ζητήματα, όταν η γειτονική χώρα δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση του Ο.Η.Ε για την υφαλοκρηπίδα; Όταν δεν αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στα ελληνικά νησιά; Όταν κάνει χρήση της δυνατότητάς της και επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στη Μαύρη θάλασσα, αλλά το αρνείται στη χώρα μας; Όταν ακολουθεί αναθεωρητική πολιτική, στοχεύει στη «γαλάζια πατρίδα», στην αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και κατέχει περίπου τη μισή Κύπρο; Δεν αντιλαμβάνονται όσοι χειροκροτούν το Ελσίνκι ότι η Ευρώπη δε θα έκανε ποτέ δικό της το ελληνοτουρκικό ζήτημα; Δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτό επιβεβαιώθηκε από τη στάση της Ε.Ε. στις προκλήσεις και τις παράνομες έρευνες που έγιναν πρόσφατα στο Αιγαίο; Σοβαρά, λησμονούν ότι η φοβική πολιτική του κ. Σημίτη οδήγησε στην παράδοση Οτσαλάν, στη ντροπή των Ιμίων και στο γκριζάρισμα της περιοχής;
Θεωρώ ότι οι διακρατικές διαφορές είναι επιτακτική ανάγκη να λύνονται με τη διπλωματία και όχι τα όπλα. Βεβαίως χρειάζεται να αξιοποιούνται ευκαιρίες, να χτίζονται συμμαχίες, να γίνονται προσπάθειες για αλλαγή των συσχετισμών. Πάνω από όλα, εντούτοις, απαιτείται αποφασιστικότητα την οποία η χώρα έχει απολέσει πολύ καιρό. Η κριτική προς το Ελσίνκι, που αναγνωρίζει και άλλες διαφορές, δε σημαίνει ακινησία, ούτε κατηγοριοποίηση σε πατριώτες και ενδοτικούς. Απλώς αποδείχτηκε αποτυχημένη στρατηγική. Στις παρούσες συνθήκες, νομίζω, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τον Όμηρο, ο οποίος βάζει στο στόμα του μεγάλου Έκτορα τη φράση «εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης», την οποία είπε, όταν τα σημάδια ήταν αρνητικά για τους Τρώες και του πρότειναν να υποχωρήσει ο στρατός. Στον αμυντικό πόλεμο που βρίσκεσαι, μας δείχνει ο Έκτορας, ακόμη κι αν οι περιστάσεις είναι δυσμενείς, ο δρόμος είναι ένας: η υπεράσπιση της πατρίδας. Ας τον ακούσουμε.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας