Ελλάδα: Πρωτοφανές επενδυτικό κενό-Φθάνει τα 150 δισ. ευρώ από 2011-2019

472
Πρωτοφανές επενδυτικό κενό

Επενδυτικό κενό – «τέρας» παρουσιάζει η ελληνική οικονομία με το μέγεθος του να προσεγγίζει το ΑΕΠ της χώρας καθώς φθάνει τα 150 δισ. ευρώ για την περίοδο 2011 – 2019.

Επενδυτικό κενό – «τέρας» παρουσιάζει η ελληνική οικονομία με το μέγεθος του να προσεγγίζει το ΑΕΠ της χώρας καθώς φθάνει τα 150 δισ. ευρώ για την περίοδο 2011 – 2019 και παρά τους ευρωπαϊκούς πόρους των 30,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης θα χρειαστούν ολόκληρες γενιές για να καλυφθεί.

Όπως αποκαλύπτεται από τα κείμενα του Εθνικού Σχεδίου για την Ανάκαμψη που ενέκρινε η Κομισιόν το κολοσσιαίο αυτό επενδυτικό χάσμα συσσωρεύτηκε κατά την διάρκεια των μνημονίων και οφείλεται σε διάφορους λόγους με το πιο κορυφαίο να συνδέεται με τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση από την πλευρά των τραπεζών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ύψος των εταιρικών δανείων σε απόλυτα μεγέθη από 120,1 δισ. ευρώ που είχαν φτάσει το 2011 υποχώρησαν σε 72,9 δισ. ευρώ το 2020 με το ποσοστό της μείωσης να φθάνει το 56,7%.
Σε όρους ΑΕΠ από το 14,5% που ήταν οι εκταμιεύσεις νέων δανείων το 2011 ο συγκριμένος ρυθμός «φρέναρε» σε μόλις 4,4% του ΑΕΠ το 2019, γεγονός που σύμφωνα με τον ελληνικό Σχέδιο της Ανάκαμψης οφείλεται στους τέσσερις παρακάτω λόγους:

  • Στη σημαντική μείωση των τραπεζικών καταθέσεων, την πιο σημαντική πηγή χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις τράπεζες.
  • Στο μεγάλο χαρτοφυλάκιο των κόκκινων δανείων (NPL’s) που έχουν συσσωρεύσει οι ελληνικές τράπεζες κατά τα χρόνια της παρατεταμένης ύφεσης.
  • Στους χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών σε σύγκριση με τις τράπεζες άλλων χωρών της Ε.Ε.
  • Στο πολύ υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, αφού οι διαφορές στα επιτόκια μεταξύ Ελλάδος και των υπολοίπων κρατών-μελών της Ε.Ε ήταν κατά 200 μονάδες βάσης περίπου. Έτσι οι ελληνικές εταιρείες έπρεπε να πληρώνουν πολύ μεγαλύτερο επιτόκιο για τον δανεισμό, πολύ πάνω τόσο πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ, όπου αυτό ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα.

Είναι σαφές ότι το υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Ωστόσο, όπως τονίζεται στην σύμβαση χρηματοδότησης που κυρώθηκε από την ελληνική βουλή η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων παρέχει τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης.
Επισημαίνεται ότι στο Μεσοπρόθεσμο 2022 – 2025 προβλέπεται απογείωση των επενδύσεων με ρυθμό 30,3% το 2022,η οποία όμως πρόβλεψη θεωρείται από πολλούς αναλυτές παρακινδυνευμένη.
Παρά ταύτα στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι ένα πολύ κομμάτι από το επενδυτικό κενό των 150 δισ. ευρώ μπορεί να καλυφθεί με το Σχέδιο «Ελλάδα 2.0» που θα ξεδιπλωθεί έως το 2026 και οι κινητήρες στην ανάπτυξη θα παραμείνουν αναμμένες για πολλά χρόνια μετά.
Η επίδραση του Σχεδίου Ανάκαμψης στο ΑΕΠ εκτιμάται, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι θα είναι της τάξης του 2,1% με 3,3% έως το 2026.
Η Κομισιόν εκτιμά επίσης για φέτος πρόσθετη ανάπτυξη της τάξης του 1% και 2% με 2,5% κάθε χρόνο τα επόμενα έτη.
Οι συγκεκριμένες προβλέψεις αφορούν μόνο στην άμεση επίδραση που θα έχουν τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και όχι τις έμμεσες επιπτώσεις που θα προκύψουν στην ανάπτυξη μέσα από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως διευκρινίζουν αρμόδιες πηγές. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε διάστημα 20 ετών, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 18% υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν όλες οι μεταρρυθμίσεις.

Τα «κλειδιά» για την αναθέρμανση της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με αρμόδιο παράγοντα είναι:

Οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος εργασίας και ασφαλιστικών εισφορών.
Η Ελλάδα κινείται την δεδομένη στιγμή πιο ψηλά από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, γεγονός που αποτελεί πρόβλημα για τις επενδύσεις.

Τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού των επενδυτών μέσω των δανείων.
Οι επιδοτήσεις όπου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις φθάνουν το 1,5 δισ. ευρώ. Σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη, η Ελλάδα έχει πολύ υψηλό ποσοστό πολύ μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων.
Συγκεκριμένα, το 2019, το 96% των συνολικών ελληνικών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι απασχολούσε λιγότερους από 10 υπαλλήλους, τοποθετώντας τη χώρα 4η μεταξύ των κρατών μελών με τα υψηλότερα ποσοστά μικρών επιχειρήσεων.
Η πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων φαίνεται να επικεντρώνεται στους τομείς της γεωργικής παραγωγής, του εμπορίου, των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων στέγασης και εξυπηρέτησης τροφίμων.
Επιπλέον, το 45% των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα εκτιμάται ότι εργάζεται σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 10 άτομα, ενώ το 29% των εργαζομένων ήταν αυτοαπασχολούμενοι, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των κρατών μελών.
Λόγω του μικρού τους μεγέθους, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να επωφεληθούν από οικονομίες κλίμακας και προηγμένης τεχνολογίας, ενώ έχουν πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μορφή χρηματοδότησης.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται στην Ελλάδα, λόγω της ακόμη χαμηλότερης παραγωγικότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου η χώρα κατατάσσεται στην πέμπτη χαμηλότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Επιπλέον, το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από υψηλό κίνδυνο φοροδιαφυγής και αδήλωτης εργασίας.
Οι εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν το επενδυτικό περιβάλλον, αρκεί η ελληνική πλευρά να είναι συνεπής με τα 331 ορόσημα και στόχους που θα καθορίσουν την πορεία εκταμίευσης των ευρωπαϊκών πόρων.
Η ψηφιοποίηση του κράτους, η οποία θα μειώσει τη γραφειοκρατία και θα διευκολύνει τις επενδυτικές δραστηριότητες, με τα πολεοδομικά σχέδια, με την επιτάχυνση της δικαιοσύνης κ.λπ.
Για την ώρα το μεγάλο πρόβλημα των επενδυτών να κάνουν τις επενδύσεις πραγματικότητα παραμένει καθώς δεκάδες project έχουν φθάσει να κολλάνε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον τρόπο λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών.
Υπενθυμίζεται ότι η χώρα μας δικαιούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης 30,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων 17,8 δις. ευρώ (9% του ΑΕΠ) αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δις. ευρώ (6%-7% του ΑΕΠ) δάνεια.
Η δόση των επιδοτήσεων, ύψους 1,7 δισ. ευρώ, θα καταβάλλεται δύο φορές το χρόνο και η δόση των δανείων, 1,8 δις. ευρώ, θα δίδεται μια φορά προς το τέλος κάθε έτους.
Η τελευταία εκταμίευση έχει υπολογιστεί να πραγματοποιηθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2026.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας