Εισήγηση στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΜΕΤΑ

1354
εισήγηση

Η δεύτερη συνδιάσκεψη του ΜΕΤΑ (11/3/2017), ακριβώς τρία χρόνια μετά από την πρώτη-ιδρυτική του που έγινε στις 14 Μαρτίου 2014, μας βρίσκει σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό κλίμα, με ένα κοινό όμως χαρακτηριστικό που είναι η συνεχής επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης, καθώς και το βάθεμα των μνημονιακών, αντιλαϊκών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Χρέος λοιπόν όλων των δυνάμεων που αγωνίζονται για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και για την ανατροπή των βάρβαρων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είναι η αναγέννηση της ελπίδας και της πίστης ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν σε όφελός του κόσμου της εργασίας και ότι η λιτότητα, η ανεργία και η εργασία χωρίς δικαιώματα, σε μια κοινωνία φτώχειας και εξαθλίωσης και σε μια χώρα προτεκτοράτο, δεν μπορεί να αποτελούν το μέλλον και την προοπτική των εργαζομένων και της νέας γενιάς.
Στις Θέσεις του ΜΕΤΑ για τη συνδιάσκεψη που δημοσιεύτηκαν από το Σεπτέμβρη του 2016, και επικαιροποιήθηκαν πρόσφατα, στα κείμενά του για την ανασυγκρότηση της παράταξης και στις παρεμβάσεις του με τις ανακοινώσεις και τις αποφάσεις του, αναφέρονται διεξοδικά οι εκτιμήσεις του για τη σημερινή κατάσταση, τα νέα μέτρα που ετοιμάζουν κυβέρνηση και δανειστές, αλλά και το νέο successstory της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ περί δημοσιονομικά ουδέτερων μέτρων, όταν οι πάντες γνωρίζουν ότι στο μνημονιακό μενού της 2ης αξιολόγησης συνυπάρχουν οι νέες ανατροπές στο εργασιακό και στα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων με τις νέες μειώσεις των συντάξεων και των εισοδημάτων των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, μέσω της μείωσης του αφορολόγητου, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και η εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων.
Και αυτή η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί στην εξουσία αν υπήρχε αγωνιστικό φρόνιμα στην κοινωνία και ορατή πολιτική διέξοδος, γιατί η πολιτική που εφαρμόζει είναι παρόμοια με τις πολιτικές που επί πέντε χρόνια εφάρμοζαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και ο λαός αγωνίζονταν για να ανατρέψει.
Η συνέχιση όμως αυτής της πολιτικής θα επιδεινώσει και άλλο τη ζωή των εργαζομένων και όσο και αν η απογοήτευση και η πικρία του ελληνικού λαού αντανακλούνται στη μικρή συμμετοχή τους στους αγώνες, στην ενίσχυση των ηττοπαθών αντιλήψεων ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα» και ότι «όλοι το ίδιο είναι», η οξύτητα όμως των προβλημάτων είναι τέτοια που αργά ή γρήγορα θα μπούμε σε μια διαφορετική τροχιά αγωνιστικών και κοινωνικών αντιστάσεων, που χρέος μας είναι να έχουν ένα Αριστερό, Ριζοσπαστικό και Προοδευτικό- Δημοκρατικό προσανατολισμό.
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
1. Παίρνοντας υπόψη την εμπειρία των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, όπως επισημαίνεται και στα κείμενα για της συνδιάσκεψης, στην πρώτη φάση της μνημονιακής περιόδου το 2010-2012, είχαμε μαζική συμμετοχή στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, με αποκορύφωμα τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, τα συλλαλητήρια και τις «πλατείες» που οδήγησαν και στην ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου στη χώρα μας.
Κινητήριος δύναμη της συμμετοχής του κόσμου στους αγώνες αποτελούσε η άρνηση αποδοχής της βίαιης αλλαγής στη ζωή τους και ελπίδα ότι μπορούσε να τους σταματήσει, παρά το γεγονός ότι και τότε δεν διαφαίνονταν ορατή η πολιτική διέξοδος, αφού μόνο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ – ΛΑΟΣ στις εκλογές του 2009 είχαν συγκεντρώσει ποσοστό 83,02%.
Η περίοδος 2013-2015 χαρακτηρίζεται από τη σχετική κάμψη των μαζικών κοινωνικών αγώνων, που οφείλονταν, από τη μια μεριά στους σχεδιασμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που δρομολογούσε μια απλή εναλλαγή εντός των ορίων της ΕΕ και του ευρώ, χωρίς τις ρήξεις και τις ριζοσπαστικές ανατροπές που ήταν αναγκαίες για την κατάργηση των μνημονίων, και από την άλλη το γεγονός ότι ο κόσμος εναπόθετε την ελπίδα για τη λύση των προβλημάτων του, εν αναμονή των εκλογών, σε πολιτική λύση με την ανάδειξη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
2. Εξακολουθεί να ισχύει και στις σημερινές συνθήκες, με μεγαλύτερη ίσως ένταση, το γεγονός ότι η ικανοποίηση ακόμη και των «μικρών» συνδικαλιστικών αιτημάτων, πολύ περισσότερο η επαναφορά κατακτήσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων, προσκρούει σε ένα νεοφιλελεύθερο – μνημονιακό τείχος και απαγορευτικό, που αν δε σπάσει και δεν ανατραπεί, καμιά ουσιαστική λύση δεν μπορεί να δοθεί, αλλά ούτε και να διασφαλιστούν ακόμη και τα εναπομείναντα δικαιώματα.
Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει στον ορίζοντα ορατή λύση πολιτικής διεξόδου σε Αριστερή, Ριζοσπαστική και Προοδευτική κατεύθυνση για την ικανοποίηση των προβλημάτων και τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, γεγονός, που αν δεν αντιμετωπιστεί, θα ελλοχεύει ο κίνδυνος της απογοήτευσης και της αναμονής, πράγματα που θα ανατροφοδοτούν την ανάθεση και στο τέλος θα εγκλωβίζονται σε διλήμματα «περί μικρότερου κακού» και «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» χωρίς πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
3. Ταυτόχρονα το τελευταίο διάστημα παρατηρείται κάποια κινητικότητα σε επιμέρους κλαδικά ή τοπικά ζητήματα, σε αντίθεση με τη μικρή συμμετοχή στις κεντρικές απεργιακές ή άλλης μορφής κινητοποιήσεις, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται αξιόλογες δράσεις κατά των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας και της λαϊκής περιουσίας, πράγμα που άρχισε να ενοχλεί την κυβέρνηση και τους δανειστές και γι’ αυτό επείγονται για την εύρεση εναλλακτικών λύσεων.
Όλα λοιπόν τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την ανάγκη της έντασης της προσπάθειάς μας στους χώρους δουλειάς και στους κλάδους των εργαζομένων, την ενίσχυση των επιμέρους αγώνων και τη σύνδεσή τους με τα γενικότερα ζητήματα της πάλης για την ανατροπή των μνημονίων, τη διαγραφή του χρέους και τη σύγκρουση με την ΕΕ, ώστε «να πιάσουμε ξανά το νήμα» για την επανεκκίνηση της λαϊκής συμμετοχής και δράσης.
4. Το κύριο χαρακτηριστικό όλων των κινητοποιήσεων, της μνημονιακής περιόδου κυρίως, ήταν ότι την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχαν πάντα οι κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα το συνδικαλιστικό κίνημα να ακολουθεί μια αμυντική και παθητική στάση και να προκηρύσσει απεργίες ή άλλες κινητοποιήσεις, ουσιαστικά για την τιμή των όπλων, όταν οι κυβερνήσεις έφερναν κάποιο νομοσχέδιο στη βουλή για ψήφιση και αφού προηγούνταν μια πλύση εγκεφάλου στον κόσμο για το πόσο απαραίτητα είναι τα προς ψήφιση μέτρα για να μην καταστραφούμε!
Το αποτέλεσμα ήταν πάντα οι κινητοποιήσεις να είναι απροετοίμαστες, να προκηρύσσονται την τελευταία στιγμή και να επιλέγεται ουσιαστικά απ’ την κυβέρνηση ακόμη και η μέρα διεξαγωγής τους, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση, της προκηρυγμένης πάνω από δύο μήνες 48ωρης γενικής απεργίας – φάντασμα για το ασφαλιστικό-φορολογικό, που έγινε εντέλει την Παρασκευή 6 και το Σάββατο 7 Μάη του 2016, την παραμονή δηλ του Θωμά!
Επιτέλους η παραπάνω εκτίμηση, την οποία έχουμε κάνει έγκαιρα, πρέπει να γίνει συνείδηση, πρώτα και κύρια στις δικές μας δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, και να πάμε με σχεδιασμό και στόχο να αναστραφεί αυτή η κατάσταση.
Να καθορίζουν τα συνδικάτα πότε θα πάνε, ιδιαίτερα στις γενικές απεργίες, και όχι οι κυβερνήσεις. Να θέτουν επιθετικά τα αιτήματά τους και όχι να αμύνονται παθητικά. Να προβάλλουν αιτήματα με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και όχι προσαρμοσμένα στα μνημονιακά κουστούμια.
Δεν μπορούμε να συναινούμε και εμείς σε κινητοποιήσεις εκ των προτέρων αποτυχημένες, χωρίς καμιά προετοιμασία και σε απεργίες χωρίς απεργούς. Να χρησιμοποιούμε και άλλες μορφές κινητοποιήσεων, όπως συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια για να εκφράζεται πχ η άμεση αντίδραση σε μέτρα που ψηφίζονται στη βουλή και που δεν μπορεί να οργανωθεί πετυχημένη απεργιακή κινητοποίηση.
Πρέπει να κατανοηθεί ότι δεν είναι η μορφή που καθορίζει το αποτέλεσμα μιας κινητοποίησης, αλλά η μαχητικότητα και η συμμετοχή του κόσμου και στο κατά πόσο αυτή βοηθάει στην κλιμάκωση των αντιδράσεων και όχι στην απογοήτευση και στην καλλιέργεια απόψεων περί αναποτελεσματικότητας των κινητοποιήσεων.
Την τακτική αυτή υπηρετεί και η τελευταία Απόφαση του Συντονιστικού του ΜΕΤΑ το Γενάρη του 2017 και θα πρέπει να επιδιώξουμε να συζητηθεί παντού και να τεθεί σ’ όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, πρωτίστως όμως να γίνει συνείδηση στις δικές μας δυνάμεις.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Η κατάσταση στο «επίσημο» συνδικαλιστικό κίνημα θα χειροτερεύσει:
1. Στον ιδιωτικό τομέα η κρίση και η ανεργία το έχουν αποδυναμώσει, η μετανάστευση το έχει στερήσει από το νέο αίμα και η γενίκευση της επισφάλειας και της προσωρινότητας στην εργασία οδηγεί πολλούς εργαζόμενους και ιδιαίτερα τους νέους στο να μην ενδιαφέρονται για την οργάνωσή τους σ’ αυτό, όταν μάλιστα βλέπουν ότι στην πλειοψηφία τους αυτά τα συνδικάτα δεν μπορούν να τους προσφέρουν καμία προστασία.
Το σημερινό οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα στον ιδιωτικό τομέα δεν εκφράζει πάνω από του 10-15% του εργατικού δυναμικού, πράγμα που σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατική του δομή και την συμβιβασμένη ηγεσία του, σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει από τα μέσα και αυτό έδειξαν άλλωστε και τα τελευταία επτά χρόνια. Αφού δεν άλλαξε τώρα που ήρθαν τα πάνω κάτω και που αυτή η ηγεσία της ΓΣΕΕ τάχθηκε ανοιχτά με τους ταξικούς μας αντιπάλους, δύσκολα θα αλλάξει από τα μέσα.
Η άποψη αυτή δεν διακρίνεται από ηττοπάθεια, αντίθετα θέτει ως πρώτιστο καθήκον να μην περιορίζεται η δράση μας εντός των τειχών, αλλά να απευθύνεται στο σύνολο της εργατικής τάξης και κυρίως αυτής που βρίσκεται εκτός των τειχών και η τύχη της κρέμεται από το κράτος και την εργοδοσία και είναι δύσκολη ακόμα και η αναπαραγωγή της λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, της χρόνιας ανεργίας και της περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων της.
2. Στον δημόσιο τομέα μπορεί η κατάσταση να είναι διαφορετική, μπορεί σε πολλά να μην υπάρχει μέτρο σύγκρισης με την κατάσταση συνδικαλιστικής αποδιοργάνωσης του ιδιωτικού τομέα ή της ανοιχτής προδοσίας της ηγεσίας του, όμως και εκεί η κατάσταση παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά.
Μπορεί τα συνδικάτα του δημοσίου να έχουν μεγαλύτερη συνδικαλιστική πυκνότητα, όμως το δυναμικό τους είναι γερασμένο και κυρίως, μετά τον περιορισμό και την απαγόρευση προσλήψεων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την εκχώρηση αρμοδιοτήτων και τη συρρίκνωσή του, κινδυνεύουν να εκπροσωπούν μια γραφειοκρατία μέσα σε ένα «επιτελικό» κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ίδια και τον προσανατολισμό τους.
Επιτακτική ανάγκη για την αναζωογόνησή τους και για τον αγωνιστικό προσανατολισμό τους αποτελεί η ένταξη όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα σχέσης εργασίας και φορέα απασχόλησης, στη δύναμη των συνδικάτων και η διαπραγμάτευση των όρων αμοιβής και εργασίας τους, με στόχο όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα σχέσης εργασίας, για την ίδια δουλειά, με ίδια εμπειρία και εξειδίκευση να αμείβονται το ίδιο.
Στρατηγική μας επιλογή αποτελεί, η ένταξη όλων των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, σε ενιαία συνδικάτα και η υπέρβαση της ιστορικής διάσπασης του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και ο δραστικός περιορισμός του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασής του, καταστάσεις που αναπαράγουν τον παραγοντισμό, το συντεχνιασμό και τη γραφειοκρατία.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ – ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Παίρνοντας λοιπόν υπόψη αυτήν την κατάσταση και τον προσανατολισμό της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος, αυτό που απαιτείται είναι ο συντονισμός των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς και η συγκρότηση ενός ευρύτερου αγωνιστικού και διεκδικητικού πόλου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και ευρύτερα, για να συντονίσει τη δράση, να συνενώσει τις αγωνιστικές-κινηματικές αντιστάσεις και να βάλει, όπου μπορεί, και τα συνδικάτα σε αγωνιστική κατεύθυνση.
Δεν μπορούν αυτές οι δυνάμεις να στέκονται παθητικοί θεατές της γραφειοκρατικής ακινησίας της πλειοψηφίας των συνδικάτων, να δρουν ανταγωνιστικά ή να περιορίζονται σε μια παραταξιακή ή πολιτική παρέμβαση περιορισμένου χαρακτήρα, που πολλές φορές λειτουργεί ως μια απλή συντήρηση δυνάμεων και υποδηλώνει απλά και τη δικιά τους παρουσία και αναπαραγωγή, χωρίς να μπορούν να βάλουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις, να γίνονται ενοχλητικοί και επικίνδυνοι για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, τους εργοδότες και τις κυβερνήσεις τους και χρήσιμοι για τους εργαζόμενους και τους κοινωνικά αδύναμους.
Ούτε οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ, ούτε οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και των Παρεμβάσεων, αλλά ούτε και οι άλλες αγωνιστικές και αντιμνημονιακές συνδικαλιστικές δυνάμεις από μόνες τους μπορούν αλλάξουν τα πράγματα. Σκεφτείτε πώς θα ήταν τα πράγματα αν αυτές οι δυνάμεις έβρισκαν ένα κοινό και αξιόπιστο πεδίο δράσης και παρέμβασης στο συνδικαλιστικό κίνημα και τη δυναμική που θα δημιουργούσε αυτό στις σημερινές συνθήκες που κυριαρχεί ένα κλίμα απογοήτευσης και ηττοπάθειας.
Επειδή όμως, πέρα από τις ευχές, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα και η εμπειρία μας που λέει ότι καμιά ενότητα στη δράση και καμιά συνεργασία δεν επιτυγχάνεται χωρίς ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση και ήττα των διαχωριστικών και σεχταριστικών αντιλήψεων, επιβάλλεται η συζήτηση αυτή να γίνει με ανοιχτούς όρους για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να έχουν τον τελευταίο λόγο.
Η ιδέα του φόρουμ διαλόγου όλων αυτών των δυνάμεων και της κοινής τους δράσης μέσα στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, με στόχο την ανασυγκρότησή του, την ένταξη όλων των εργαζομένων στα συνδικάτα και την άρση της διάσπασης και του πολυκερματισμού του, αλλά και η αναγκαιότητα του συντονισμού τους, νομίζουμε ότι σήμερα είναι όσο ποτέ απαραίτητα και πρέπει να συμβάλλουμε σ’ αυτήν την κατεύθυνση με όλες μας τις δυνάμεις.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η συγκρότηση ενός «Εργατικού Κέντρου Αγώνα» θα συμβάλλει καθοριστικά στην προώθηση της αγωνιστικής παρέμβασης στις εξελίξεις. Ενός κέντρου αγώνα που θα παίρνει υπόψη του τις μέχρι τώρα εμπειρίες, αλλά και την πραγματική κατάσταση και τους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα. Συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων, χωρίς τη δυνατότητα συμμετοχής εκατοντάδων σωματείων δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα.
Η ιδέα που θέτουμε ως ΜΕΤΑ για συζήτηση είναι ότι ο συντονισμός αυτός θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει: Εργατικά Σωματεία και Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα της ΓΣΕΕ και Νομαρχιακά Τμήματα της ΑΔΕΔΥ, Εργατικές Συλλογικότητες, Συνδικαλιστικές Παρατάξεις και Κινήσεις, Αγωνιστικά Ψηφοδέλτια, Αγωνιστές Συνδικαλιστές κλπ.
Επιδίωξή μας είναι σ’ αυτό το Κέντρο Αγώνα να συμμετέχουν και άλλες συλλογικότητες, όλων των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων απ’ τα μνημόνια, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, κινήματα κατά των πλειστηριασμών, αλλά και άλλες συλλογικότητες που αγωνίζονται σε τοπικό επίπεδο, όπως αυτοδιοικητικές κινήσεις, αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές οργανώσεις, κινήματα πόλης κλπ.
Για να έχει αποτελεσματικότητα αυτή η πρωτοβουλία πρέπει να συγκροτηθεί σε κάθε πόλη και σε κάθε κλάδο για να μπορέσει να συντονίσει τη δράση όλων των αγωνιζόμενων τμημάτων της κοινωνίας, να υπερασπίσει τους εργαζόμενους από την αυθαιρεσία των εργοδοτών, γιατί στις σημερινές συνθήκες της μεγάλης ανεργίας και της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν μπορούν παντού τα φαινόμενα αυτά να αντιμετωπιστούν με την κλασική συνδικαλιστική δράση, αλλά με κινηματική παρέμβαση όλων όσοι θέλουν να στέκονται όρθιοι στις σημερινές συνθήκες.
Μ’ αυτόν τον τρόπο θα οικοδομείται από τα κάτω η αναγκαία συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικού μετώπου που θα υπερασπίζεται τα κοινωνικά αγαθά, θα εκφράζει την αλληλεγγύη του σε ό,τι αγωνίζεται και διεκδικεί, θα συγκρούεται με φασιστικές και ναζιστικές προκλήσεις και θα γενικεύει την πάλη του για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών.
Ταυτόχρονα θα αναδεικνύει την ανάγκη της πάλης για τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχό τους, το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων και της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας και την επανακρατικοποίηση οργανισμών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας για να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία για την ανασυγκρότηση και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας σε όφελος των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων.
Επιδίωξή μας είναι ότι μέσα απ’ αυτόν τον αγώνα να γίνεται πιο καθαρό, αυτό που η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, ιδιαίτερα των μνημονιακών, ανέδειξε καθαρά, ότι δηλ δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη σε όφελος του λαού και του τόπου, ούτε έξοδος από τη μνημονιακή επιτροπεία, όντας η χώρα μας στο λάκκο των λεόντων που είναι η ζώνη του ευρώ και η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
11 Μάρτη 2017
*Πηγή: ergasianet.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας