«Είναι πολλές οι επαναστάσεις που ξεπήδησαν από τη µήτρα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Κλασικό παράδειγµα η Παρισινή Κοµµούνα το 1871. Το ίδιο πράγµα τηρουµένων των αναλογιών βέβαια επαναλαµβάνεται στην Αθήνα το 1943-44. ∆εν θα µπορούσε κανείς εύκολα να δει πού θα οδηγούσε ο πόθος να πάρουµε εµείς την τύχη στα χέρια µας. Εκεί το όριο ανάµεσα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και το ταξικό κίνηµα είναι κινητό και ξεπερνιέται πολύ εύκολα. Κάτι τέτοιο έγινε εκείνη την περίοδο».
Στο απόσπασμα αυτό από συνέντευξή του στην εφημερίδα Documento, στις 6 Δεκεμβρίου, δίνεται ένα γενικό περίγραμμα των ζητημάτων που απασχολούν τον Γιάννη Χλιουνάκη στο νέο του βιβλίο «Παράταιρη επανάσταση. Σημειώσεις για την κοινωνική σύγκρουση 1943-1945», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Τόπος».
Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου καθίσταται σαφής η πρόθεση αντιπαράθεσης με τον ιστορικό αναθεωρητισμό, που επιχειρεί να εμφανίσει την εαμική εποποιία και το κοινωνικά συγκρουσιακό της δυναμικό σαν τη «σκοτεινή πλευρά» της ιστορίας, που «πρέπει να αποκτήσει αρνητικό αξιακό πρόσημο αφού ζούμε στον “καλύτερο δυνατό κόσμο”» (σ. 19).
Εντούτοις, οι προθέσεις του συγγραφέα δεν περιορίζονται στην αντίκρουση του ιστορικού αναθεωρητισμού. Όπως γράφει ο ίδιος (σ. 17), η Αριστερά «έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να σταθεί με μεγαλύτερη προσοχή απέναντι στην πρόκληση της αναθεωρητικής ιστορίας και να μην αρκεστεί στην ανασκευή των ανακριβειών και την αποκάλυψη της ψευτιάς. Δε θα έπρεπε να έχουμε ανάγκη τη συνδρομή των Καλύβα – Μαραντζίδη και λοιπών για να κατανοήσουμε τη βαθύτατα διχαστική και συγκρουσιακή φύση του φαινομένου που ονομάστηκε –ακολουθώντας τον ευρωπαϊκό κανόνα- Εθνική Αντίσταση».
Σύμφωνα με τον Χλιουνάκη, έχει ξεχωριστή σημασία να αναζητήσουμε τους όρους που επέτρεψαν την εμφάνιση ήδη από τα μέσα του 1943 συνθήκης εμφύλιας αντιπαράθεσης, καθώς το εαμικό κίνημα μπορεί να διέθετε ως ισχυρό βραχίονα τον ΕΛΑΣ, «στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας», αλλά «πρωταρχική πηγή δύναμης της επανάστασης» ήταν «η μεγάλη πόλη και μάλιστα ο προσφυγικός συνοικισμός μέσα σ’ αυτήν» (σ. 17).
Κατά συνέπεια, το εαμικό κίνημα είχε υπερβεί τον αρχικό στόχο της συγκρότησής του (την εθνική ενότητα για την αποτίναξη της ξένης κατοχής) και έθετε, πλέον, ζητήματα κοινωνικού μετασχηματισμού, όπως εκφράζονταν μέσα από τον στόχο-σύνθημα της «Λαοκρατίας» (σ. 18).
Όπως αναφέρει στη σελίδα 19, «η Ελληνική Επανάσταση, δίπλα στη Ρώσικη και την Ισπανική είναι η τρίτη μεγάλη έφοδος στον ουρανό του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα». Ίσως θα έπρεπε να συμπεριλάβει και τη Γερμανική του 1918-1919 και ενδεχομένως και τη Γιουγκοσλαβική, που συνέπεσε χρονικά με τη δική μας.
Επικεντρώνοντας στον προσφυγικό συνοικισμό, ως τον κοινωνικό πυρήνα του εαμικού επαναστατικού κινήματος, ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες στη μεσοπολεμική κοινωνική κατάσταση των προλετάριων προσφύγων της πόλης και στην πολιτική τους συμπεριφορά, καθώς και στην κατάσταση που διαμορφώθηκε στην πρώτη περίοδο της Κατοχής. Έτσι, παρακολουθεί τη μετατόπιση της προσφυγικής εργατικής τάξης και εν γένει της φτωχολογιάς των προσφύγων από τον βενιζελισμό στην κομμουνιστική Αριστερά και τους ισχυρούς δεσμούς που διαμορφώνονται μεταξύ αυτού του κόσμου και του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κατά τον αγώνα για την επιβίωση, ήδη από τον πρώτο χρόνο της Κατοχής.
Πρόκειται για δεσμούς που ενισχύονται στα 1942-1943 με τις μεγάλες παλλαϊκές κινητοποιήσεις κατά της πείνας, κατά της πολιτικής επιστράτευσης, κατά της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στην κεντρική Μακεδονία κ.λπ., ενώ στη συνέχεια κέντρο της εαμικής επαναστατικής δράσης γίνεται η ίδια η προσφυγική συνοικία.
Συνάμα, το ΕΑΜ γιγαντώνεται πανελλαδικά ως ένας συνασπισμός λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, όπου ξεχωριστή βαρύτητα έχει η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά. Ενδεικτικός είναι πίνακας που παρατίθεται στη σελίδα 103, σχετικά με την κοινωνική σύνθεση του 30ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ, τον Ιούλιο 1944. Από τους 940 άνδρες που το αποτελούσαν (με τους 851 να είναι μέλη του ΚΚΕ), το 57,6% ήταν αγρότες, το 15,8% εργάτες, 9,6% μικροαστοί και 3,0% διανοούμενοι.
Αναδεικνύοντας τον χαρακτήρα του ΕΑΜ ως ενός συνασπισμού λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων υπό εργατική ηγεμονία, σε μια συνθήκη ένοπλης ταξικής αναμέτρησης που υπερέβαινε τους εθνικοαπελευθερωτικούς στόχους της ηγεσίας του, ο Γιάννης Χλιουνάκης αναμετριέται με τα ερωτήματα που απασχολούν πρώτα και κύρια τον κόσμο της Αριστεράς, κατά τη διάρκεια των εφτά δεκαετιών που πέρασαν από τότε. Και που επικεντρώνονται στο γιατί, τελικά, ενώ υπήρχε η δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας από αυτόν τον λαϊκό επαναστατικό κοινωνικό συνασπισμό, ακολουθήθηκε μια πολιτική που οδήγησε στην ήττα. Μια ήττα επώδυνη που σημάδεψε την ιστορία του ελληνικού εργατικού και λαϊκού κινήματος, της Αριστεράς και γενικότερα της Ελλάδας όλες αυτές τις δεκαετίες.
Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά για την ιδιαίτερη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση του επίμαχου αυτού ζητήματος από τον συγγραφέα του βιβλίου. Εκείνο, όμως, που νομίζω πως δίνει το στίγμα του πυρήνα της σκέψης του είναι η προσπάθειά του να κατανοήσει τους πραγματικούς όρους κάτω από τους οποίους παίρνονταν κρίσιμες αποφάσεις από την ηγεσία του ΚΚΕ.
Πρόκειται για την προσπάθειά του να εντοπίσει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το κίνημα στα κρίσιμα χρόνια 1943-1945, καθώς ήταν υποχρεωμένο να κινείται σ’ ένα πλαίσιο που δεν εξαντλούνταν στους όρους διεξαγωγής της ταξικής, κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής αντιπαράθεσης στην ίδια την Ελλάδα. Το ελληνικό κίνημα αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου διεθνούς κινήματος που εκείνα τα χρόνια διεξήγαγε τον αγώνα ζωής και θανάτου της Ανθρωπότητας, ενάντια στη φασιστική βαρβαρότητα. Και ο αγώνας αυτός βάραινε ιδιαίτερα στη συνείδηση, άρα και στους πολιτικούς χειρισμούς, της ηγεσίας της ελληνικής Αντίστασης και πιο συγκεκριμένα του ΚΚΕ.
Επιπλέον, η εαμική επανάσταση, που ξεπέρασε τους αρχικούς εθνικοαπελευθερωτικούς στόχους της, ανεξαρτήτως του αν η ηγεσία της ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στους όρους που διαμόρφωσε από το 1943 η ταξική αντιπαράθεση, προσλάμβανε χαρακτηριστικά τα οποία την προσδιορίζουν ως μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως συμβαίνει με κάθε ιστορικό γεγονός, πόσο μάλλον της σπουδαιότητας αυτής της εποποιίας.
Είναι φανερό ότι κανένα από τα μέλη της ηγεσίας ή τα στελέχη του ΚΚΕ δεν θα μπορούσε να φανταστεί πριν τον πόλεμο ότι η επανάσταση στην Ελλάδα θα προσλάμβανε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ανέδειξε η σύνδεση του προτάγματος της Εθνικής Απελευθέρωσης με αυτό της Λαοκρατίας. Όπως ακριβώς θα ήταν πολύ δύσκολο σε κάποιον δυτικό μαρξιστή (αλλά και στη μεγάλη πλειονότητα των Ρώσων μαρξιστών) να φανταστεί πριν το 1917 ότι η πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση θα γινόταν στη θεωρούμενη οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά καθυστερημένη Ρωσία.
Ο Χλιουνάκης, πολύ σωστά, επισημαίνει το δυναμικό της ελληνικής επαναστατικής εποποιίας, που αποτελούνταν (σε πείσμα των αρχετυπικών προβλέψεων της βουλγκάτας του ορθόδοξου μηχανιστικού μαρξισμού) «από περιφερόμενους μεροκαματιάρηδες, μικρομαγαζάτορες και πλανόδιους μικροπωλητές, αρχαϊκούς αγρότες», απέχοντας «πάρα πολύ από το συμπαγές προλεταριάτο-υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής» (σ. 195), αν και προσωπικά δυσκολεύομαι να καταλάβω πως αυτή του τη διαπίστωση τη συνδέει με τη φράση που ακολουθεί στο βιβλίο: «Πεδίο οπωσδήποτε προβληματικό, για τους θιασώτες ενός “επιστημονικού πνεύματος” που εστιάζει σε απρόσωπες δομές και χωρίς υποκείμενα διαδικασίες».
Όσοι αναφερόμαστε στην ιστορία ως «διαδικασία χωρίς σκοπό και υποκείμενο», ασφαλώς δεν εννοούμε ότι κινείται χωρίς την παρέμβαση ζωντανών ανθρώπων. Αυτό που λέμε είναι πως η εμπλοκή τους στην κοινωνική αντιπαράθεση δεν γίνεται συνειδητά και στοχευμένα, αλλά μέσα από βιώματα και εμπειρίες που δεν καθορίζονται στη βάση κάποιας προϋπολογιζόμενης διαδικασίας. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που συνέβη και με την εξέγερση των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων που αναφέρει στα χρόνια εκείνα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική επαναστατική ανάταση εκείνων των χρόνων ανέδειξε κοινωνικές δυνάμεις (κυρίως τις κοινότητες των προσφύγων και των ορεινών χωρικών) που δύσκολα θα εντάσσονταν σε κάποιο σχήμα επαναστατικής στρατηγικής των χρόνων που προηγήθηκαν. Και απ’ αυτή την άποψη, καταλήγει, κλείνοντας το βιβλίο, στο συμπέρασμα πως «η Ελληνική Επανάσταση, όπως κάθε Επανάσταση, ήταν παράταιρη» (σ. 196).
Αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι στοιχεία μιας σύνθεσης των επαναστατικών δυνάμεων που να υπερβαίνουν το τυπικό προλεταριάτο των κλασικών κειμένων και αναλύσεων υπάρχουν ήδη από τον Μεσοπόλεμο στις θέσεις –άρα και στην πολιτική οπτική- του ΚΚΕ (ιδιαίτερα μετά την 6η Ολομέλεια του 1934 που προσανατόλισε το κόμμα στη στρατηγική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, με κινητήριες δυνάμεις ευρύτερα λαϊκά κοινωνικά στρώματα), ο προβληματισμός του Χλιουνάκη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων και το βιβλίο του πολύτιμο.