Δεν απολυτοποιούμε ούτε υπερτιμάμε την σημασία της μεγάλης συμμετοχής του λαού στο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου. Αλλά και δεν την προσπερνάμε με εύκολες – βολικές από πρώτη ματιά απαντήσεις. Αντιθέτως, στεκόμαστε ιδιαίτερα σε αυτήν γιατί δεν πρόκειται για αριθμητική, αλλά για το ότι από μια τάξη μεγέθους και μετά η «ποσότητα», κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μετατρέπεται μόνη της σε «ποιότητα» και προσφέρεται για κεντρικά πολιτικά συμπεράσματα όση κριτική – δίκαια ή άδικα – κι΄ αν υποστεί. Στεκόμαστε στην πολύ μεγάλη συμμετοχή γιατί δεν βλέπουμε τα πράγματα ουδέτερα, ζυγισμένα και «αντικειμενικά» αλλά μέσα από τον φακό της θεώρησης ότι η χώρα μας δεν ζει κάποια «κανονικότητα», ότι βιώνει μια στυγνή ιμπεριαλιστική κατοχή, με ότι αυτό συνεπάγεται για την δική μας παρέμβαση και δράση.
Στην προκειμένη περίπτωση, αν τρείς άνθρωποι λίγο – πολύ παροπλισμένοι από την ενεργό πολιτική δράση, ο Μ. Θεοδωράκης, ο Γ. Κασιμάτης και ο πρώην γραμματέας στις Σπίθες μαζί με ό,τι έμεινε από τις τελευταίες πετυχαίνουν, με όσα χοντρά λάθη και οπορτουνισμούς, να συγκεντρώνονται εκατοντάδες χιλιάδες λαού και να κλείνει για μια ολόκληρη ημέρα το κέντρο της Αθήνας από το Μεταξουργείο ως το FIX και τους στύλους του Ολυμπίου Διός, τότε κάτι συμβαίνει που πρέπει να απασχολήσει την Αριστερά. Κάτι που οφείλουμε να ερμηνεύσουμε βαθύτερα πολιτικά και όχι με το υλικό που διακινείται από τα επιτελεία του Μαξίμου και τα συστημικά ΜΜΕ και με τους όρους της Ελλάδας της προ των Μνημονίων και δανειακών συμβάσεων εποχής.
Θα βρίσκεται μάλλον εκτός τόπου και χρόνου όποιος εκτιμήσει ότι αυτό το οποίο συνέβη στις 4 Φεβρουαρίου ήταν ότι ο Μίκης τα βρήκε με την ακροδεξιά και όχι ότι ο λαός – με τον δικό του τρόπο – έδωσε ηχηρό ράπισμα στις άθλιες δηλώσεις του κ. Μ. Νίμιτς και του Αμερικανού πρεσβευτή κ. Τ. Πάιατ για το μέλλον της Μακεδονίας και συνολικά της Βαλκανικής… Αν αναλύσει την μεγάλη αντίθεση που αναπτύσσεται από τον λαό για τις απαιτήσεις των ΗΠΑ και Ε. Ένωσης στο Σκοπιανό μέσα από τον φακό της διεθνούς κεντροαριστεράς και της θεώρησης περί εθνικιστή Μιλόσεβιτς, φασίστα Άσαντ και γραφικού Καντάφι, τοποθετώντας στην θέση του εθνικιστή, του φασίστα και του γραφικού τον ελληνικό λαό.
Θα βρίσκεται εξίσου εκτός τόπου και χρόνου αν κάποιος υιοθετήσει την μεγαλοφυή σύλληψη κατά την οποία αυτόν τον κόσμο τον κατέβασε η ΝΔ για αντιπολιτευτικούς λόγους αφού είναι γνωστό ότι ύστερα από τρία χρόνια αξιωματικής αντιπολίτευσης και παρά τα κακαρίσματα και τις σκιαμαχίες της με το νεοδεξιό ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να προχωρήσει έστω και σε μία ανοιχτή πολιτική συγκέντρωση το.
Θα βρίσκεται τέλος εκτός τόπου και χρόνου αν κάποιος εκτιμήσει ότι ο ακροδεξιός Χριστόδουλος από τον τάφο του και τα κατηχητικά του Αγίου Όρους κινητοποίησαν όλον αυτόν τον κόσμο και όχι η καταρράκωση της εθνικής του αξιοπρέπειας και η εντεινόμενη απειλή του κατακερματισμού της χώρας του στο Αιγαίο, την Θράκη και τα Βόρεια σύνορά της… Αν εκτιμήσει ότι η υποτελής στις ΗΠΑ ηγεσία της εκκλησίας της Ελλάδας και το παράρτημα Γερμανικού εθνικισμού της Χ. Α. τον κατέβασαν όλον αυτό τον κόσμο στο Σύνταγμα και τον έστησαν εκεί επί ώρες για να καταγγέλλει τα σχέδια αλλαγής των συνόρων στα Δυτικά Βαλκάνια που θέτουν ως προτεραιότητα τα γεράκια της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου και να «ψέλνει» τα τραγούδια που χρωμάτισαν όσο τίποτε άλλο την Αντίσταση και την Αριστερά. Δεν διδάσκει τίποτα τέτοιο η ιστορία της δεξιάς και της ακροδεξιάς, εκτός εάν κάνουμε το μοιραίο λάθος να ταυτίζουμε την χώρα μας με χώρες που δεν τυγχάνουν εξαρτημένες όπως η δική μας και βρίσκονται στον αντίποδά της, δηλαδή με τις χώρες «μητροπόλεις» του καπιταλισμού.
Ωστόσο, η συγκέντρωση της προηγούμενης Κυριακής και οι αντιδράσεις που προκαλεί η εξέλιξη του Σκοπιανού ήταν πολύ μεγάλες για να μείνουν χωρίς τις «δέουσες παρεμβάσεις» από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, όπως και για να ξεφύγουν από τους ανταγωνισμούς αυτών των δυνάμεων στο κυνήγι νομής της εξουσίας.
Το πολιτικό τέχνασμα εδώ δεν ήταν ότι ο Μίκης (για να φτιάξει κόμμα) τα βρήκε με… την ακροδεξιά. Το πολιτικό τέχνασμα στην υπόθεση αυτή ήταν η κίνηση της ΝΔ να διακόψει τις δύο τελευταίες ημέρες πριν την συγκέντρωση τον χλευασμό και τις εμετικές ειρωνείες που εκτόξευε εναντίον της σε εικοσιτετράωρη βάση απ΄ τα κύρια ΜΜΕ που ελέγχει (Συγκρότημα Αλαφούζου κ.ά.) και να στείλει ορισμένα «καμένα χαρτιά» της (Σαμαράς, Γεωργιάδης κ.ά.) για να την «ακυρώσει», και δευτερευόντως να την εκμεταλλευθεί κομματικά. Και σε ένα σημαντικό βαθμό το πέτυχε
Το γεγονός ότι τα παραπάνω στελέχη όπως και ο Μιχαλολιάκος γιουχαϊστήκαν και αποδοκιμάσθηκαν από τους διαδηλωτές αποκρύφθηκε φυσικά απ΄ την πλειοψηφία των ΜΜΕ, όπως αποσιωπήθηκαν και οι τοποθετήσεις των δύο κεντρικών ομιλητών για επανάληψη της επιχείρησης διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας με στόχο τώρα την φορά την χώρα μας (Μ. Θεοδωράκης), και για την άμεση σχέση αυτού του θέματος με την πορεία που ακολουθεί η Ελλάδα από το 2010 με τα παράνομα μνημόνια και τις δανειακές (Γ. Κασιμάτης).
Βέβαια οι διοργανωτές δεν έθεσαν από πριν κανένα απολύτως αποσαφηνισμένο πλαίσιο όπως – κατ΄ ελάχιστον – έπρεπε να πράξουν με αποτέλεσμα να βρεθούν μάρτυρες και όμηροι της αμαύρωσης της συγκέντρωσης από την προβοκατόρικη προσέλευση στελεχών της δεξιάς και της ακροδεξιάς και φέρουν όλη την ευθύνη για τούτο.
Έδωσαν το περιθώριο σε όλους όσους ιδροκοπούν νυχθημερόν για τον κοινωνικό – πολιτισμικό εξανδραποδισμό ενός ολόκληρου λαού, υλοποιώντας ένα νέο διεθνές πρότυπο μετάβασης στον κοινωνικό Μεσαίωνα, να σηκώσουν κεφάλι. Έδωσαν την δυνατότητα σε όλους όσους υλοποιούν μέσω των Μνημονίων και της Ευρωκρατίας τον σύγχρονο Ολοκληρωτισμό, να εμφανισθούν ως δήθεν πρωτομάχοι εναντίον του φασισμού.
Ανακύπτει όμως το ερώτημα. Οι διοργανωτές αυτό έκαναν, η Αριστερά γιατί δεν πήρε την πρωτοβουλία ώστε να εκφράσει η ίδια τα αντιιμπεριαλιστικά και εθνικο-ανεξαρτησιακά αισθήματα του λαού που εκδηλώθηκαν με αφορμή το Σκοπιανό; Να ξεσκεπάσει με αυτόν την τρόπο και την εθνοδουλεία αλλά και την πατριδοκαπηλεία της παλιάς και νέας εθνικοφροσύνης και του «ανήκουμε στην Δύση», όπως έπραττε με επιτυχία και χωρίς εθνικιστικές παρεκκλίσεις – σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της – την δεκαετία του 1970 και μέχρι την προέλαση της Παγκοσμιοποίησης και την Οικουμενική κυβέρνηση του 1990; Τι άλλαξε από τότε;
Μήπως σήμερα όπου η ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας έχει προχωρήσει στον βαθμό της νέας κατοχής και του διαμοιρασμού των ιμάτιών της, και όπου σύσσωμη η ελληνική αστική τάξη έχει επιλέξει ως πατρίδα της τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, δηλαδή την νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση, εμείς παραλύουμε από την επίδραση παρωχημένων στο ζήτημα αυτό απόψεων; Από ανιστόρητες απόψεις που συγχέουν την Παγκοσμιοποίηση και την ιμπεριαλιστική Νέα Τάξη πραγμάτων που ζούμε από το 1990, με τον Διεθνισμό;
Από απόψεις που εκπορεύονται από την διεθνή κεντροαριστερά και διαπερνούν την Ευρωπαϊκή Αριστερά, σύμφωνα με τις οποίες το αντιιμπεριαλιστικό και εθνικο- ανεξαρτησιακό αίτημα αντιστρατεύεται το ταξικό – κοινωνικό;
Απόψεις οι οποίες βρίσκονται σε αναντιστοιχία με ό,τι συμβαίνει σήμερα στην χώρα μας και φθάνουν ως το σημείο να συγχέουν τα αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα με τον εθνικισμό;
Μήπως εκεί εντοπίζεται μια από τις σύγχρονες «πηγές της κακοδαιμονίας» και αυτό το μείζον θέμα είναι εκ΄των «ουκ άνευ» για την Επαναθεμελίωση και Επανίδρυση της Αριστεράς;