Σχόλιο της Παρέμβασης για τη στάση της αριστεράς γύρω από το ερώτημα του ευρώ.
1. Η εδώ και μήνες εμπλοκή του ελληνικού προγράμματος, οι κάθε μέρα και επιπλέον απαιτήσεις των δανειστών και ο ψίθυρος ότι το πρόγραμμα «δε βγαίνει» – εκτός κι αν αποστραγγίξουν τη χώρα έως τέλους – και ότι τελικά το φως στο τούνελ όλο και απομακρύνεται, επανέφερε το ερώτημα ευρώ και μνημόνιο ή εθνικό νόμισμα ξανά στο προσκήνιο. Ένα εν δυνάμει κοινωνικό ρεύμα υπερ του εθνικού νομίσματος, ως ο κρίσιμος κρίκος για την απελευθέρωση από τα μνημονιακά προγράμματα των δανειστών, είναι φανερό τόσο στις δημοσκοπήσεις, στις οργισμένες αντιδράσεις των δυναμικών παραγόντων του αστισμού (ΜΜΕ και δημοσιογράφοι «πρώτης γραμμής», ΣΕΒ, αστικά κόμματα), ακόμα και στις εν συγχύσει δηλώσεις και μετά μετάνοιες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (Ξυδάκης). Το φάντασμα της δραχμής επανήλθε και το σύστημα έτρεξε να το ξορκίσει. Και αυτό γιατί αυτο το κοινωνικό ρεύμα ενστικτωδώς και στη πέτσα του καταλαβαίνει οτι ο αντίπαλος ειναι το ευρωσύστημα και το ευρωπρόγραμμα και οι κυβερνησεις και τα καθεστωτα που το εφαρμόζουν.
2. Ενώ το μέτωπο του ευρώ έκανε την εμφάνισή του, με τη γνωστή καταστροφολογία, το αντίπαλο μέτωπο – για άλλη μια φορά – δε σχηματίστηκε και δε σχηματίζεται. Ο ΓΓ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπας έκανε την ανεκδιήγητη δήλωση αποφεύγοντας για αλλη μια φορά τα άμεσα καθήκοντα και τα άμεσα αιτήματα «δεν μας ενδιαφέρει αν είναι ευρώ ή δραχμή» αφού το ερώτημα (μόνιμο και διαρκές απο την εποχή του1917) είναι σοσιαλισμός ή καπιταλισμός ( ο Λένιν μάλλον με “ρεφορμιστικά” αιτήματα για ψωμί ειρήνη κλπ, έκανε την επανάσταση) η δε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις του τροτσκιστικού κυρίως χώρου, αφιέρωσαν πολύ περισσότερο χρόνο, μελάνι και φαιά ουσία να αποδομήσουν τα επιχειρήματα των Μαριόλη – Λαπαβίτσα και της ΛΑΕ για την έξοδο από την ευρωζώνη, σε σχέση με το να αποδομήσουν τα επιχειρήματα των ΣΕΒ, Διαμαντοπούλου, Προτοσάλτε, ΜΜΕ και των γνωστών λακέδων του ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ για το ότι η μόνη λύση είναι η παραμονή στο ευρώ. Αυτη η αριστερά είναι εθισμένη στη διαμόρφωση των μικροσυσχετισμών στο χώρο της αριστεράς και απευθύνεται βασικά στον κόσμο της αριστεράς και όχι στο λαό. Μια αριστερά που ούτε καν θέτει το ερώτημα «μπροστά στο ρεύμα κατά του ευρώ και υπερ του εθνικού νομίσματος και μπροστά στην τρομοκρατία της αστικής τάξης προς το λαό, ποια είναι τα καθήκοντά μου;».Η κριτική στη γραμμή- άποψη –μελέτη εξόδου απο την ευρωζώνη ήταν από όλες τις πλευρές παρόμοια. Είναι οικονομισμός και βασίζεται σε μια νέα συμφωνία-συμβόλαιο μεταξύ εργασίας-κεφαλαίου, για να μπορεί να «βγουν τα νούμερα» και οι προβλέψεις της μελέτης, και άρα δεν είναι εφικτή πολιτικά, αν δεν είναι και φιλοαστική. Σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τις δυνάμεις αυτές, απουσιάζει η ταξική πάλη – για άλλους μια ανάλυση για το τι θα φέρουν οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις μιας εξόδου από το ευρώ – και πιο συγκεκριμένα ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικής αλλαγής και εργατικής εξουσίας, ως το μόνο «εφικτό» πολιτικά. Ο πούρος αντικαπιταλισμός πάντα αναζητά καθαρά σχήματα για την πολιτική του. Τέτοια όμως δεν υπήρξαν ποτέ στη ταξική πάλη και στην ιστορία.Το επίδικο πάντα ήταν ο συσχετισμός δύναμης και πως τον αλλάζεις. Πώς δηλαδή κατακτάς την ηγεμονία. Και εδώ υπάρχει ενα κοινωνικό ρεύμα που είναι πολιτικά ορφανό αλλά και βαλλόμενο απο την αστική ταξη και την πολιτική της.
3. Η μελέτη των Μαριόλη-Λαπαβίτσα, γύρω από την οποία έγινε αρκετός θόρυβος, αποτελεί μια προσπάθεια να απαντηθούν – με τεχνικούς-οικονομικούς όρους – ερωτήματα και προβλήματα που αφορούν α) την έξοδο από την ευρωζώνη και τη διαχείριση της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα, β) το αναπτυξιακό και παραγωγικό μοντέλο της χώρας με το νέο νόμισμα. Είναι προφανές ότι η ταξική πάλη, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, οι γεωπολιτικές αλλαγές, οι εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη θα αναγκάσουν σε τροποποιήσεις και θα φέρουν νέα ερωτήματα προς απάντηση. Όμως πρώτον οι βασικοί άξονες δεν θα ανατραπούν, δεύτερον αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τα συνθήματα (γιατί πρόγραμμα δεν έχουμε δει) που θέτουν τον πήχη στην ταυτόχρονη έξοδο από ευρώ-Ε.Ε. ή στην ταυτόχρονη, με τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, κατάληψη των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη ή ακόμα περισσότερο αντιφατικά που θέτουν την έξοδο από την Ε.Ε. εδώ και τώρα αλλά απορρίπτουν μια λαϊκή κυβέρνηση που θα υλοποιήσει κάτι τέτοιο! Νομίζουμε περισσεύει η σύγχυση και η σκοπιμότητα όσων με οικονομικούς όρους προσπαθούν να απαντήσουν σε ένα πολιτικό πρόβλημα.
4. Το πρόβλημα είναι πολιτικό και αφορά την εκτίμηση για το χαρακτήρα της κρίσης και την εκτίμηση για την πολιτική πάλη και το συσχετισμό δύναμης. Βρισκόμαστε εδώ και 9 χρόνια σε ένα παρατεταμένο επεισόδιο μιας δομικής κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (το 2008 είχαμε ένα επεισόδιο στο χρηματοπιστωτικό τομέα με αρχή τις ΗΠΑ, σήμερα βλέπουμε ένα επεισόδιο στο πολιτικό σύστημα πάλι στις ΗΠΑ), όπου το πιο προχωρημένο πείραμα της «παγκοσμιοποίησης», η ευρωζώνη, ανέδειξε της εκρηκτικές αντιφάσεις της και μετακύλισε την κρίση της στις χώρες της περιφέρειας, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα η οποία έτσι κι αλλιώς έπασχε χρόνια από ένα στρεβλό και παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης. Το ζήτημα του ευρώ επομένως δεν αφορά ένα οικονομικό ή τεχνικό ζήτημα αλλά αφορά τον κρίκο, το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο οικοδομείται και διαμορφώνεται ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των δυνάμεων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των λαϊκών (εργαζόμενων και μικρομεσαίων στρωμάτων) δυνάμεων, για το ποιος τελικά θα πληρώσει αυτήν την κρίση. Αυτά φαίνεται να τα έχει καταλάβει η αστική τάξη στη χώρα μας και σχηματίζει το μέτωπο της, δεν τα έχουν καταλάβει οι δυνάμεις του δικού μας «στρατοπέδου». Η συγκέντρωση δυνάμεων και το μέτωπο με βασικό ζήτημα την έξοδο από την ευρωζώνη έχει να κάνει με το πρόβλημα α) πως θα αντιπαλέψουμε αποτελεσματικά την αστική τάξη και τους ιμπεριαληστές-δανειστές όπου με το υπερόπλο του ευρώ καθυποτάζουν λαϊκές συνειδήσεις, τρομοκρατούν το λαό και εμπεδώνουν τη μοιρολατρία ότι θα ζήσει εσαεί με μνημόνια και υπόδουλος των δανειστών, β) πως θα συγκεντρώσουμε δυνάμεις πάνω στον αποφασιστικό κρίκο σε έναν άσχημο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό, ακριβώς για να τροποποιήσουμε αυτόν τον συσχετισμό προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Και επειδή είμαστε σε έτος επετείων, από την επαναστατική διαδικασία στη Ρωσία από το 1905 μέχρι το Φλεβάρη και τον Οκτώβρη, μέχρι το Μπολιβαριανό πείραμα στη Βενεζουέλα το 1998 (όπου η λέξη σοσιαλισμός ακούστηκε 7 χρόνια μετά, μπορεί αργοπορημένα αλλά το θίγουμε για να κατανοηθεί η διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής) το κεντρικό ερώτημα πάντα για τα κεντρικά συνθήματα και τη γραμμή ήταν ο συσχετισμός δύναμης. Γιατί σωστός είναι ο στόχος της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού αλλά καλό είναι οι δυνάμεις που φλυαρουν σχετικά να υποδείξουν και το δρόμο προς τα εκεί όταν το κίνημα είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης και οι δυνάμεις της αριστεράς – και μάλιστα της επαναστατικής – είναι περιθωριοποιημένες.
5. Το ερώτημα του μετώπου ξαναέρχεται αλλά λύση εύκολη δε θα έχουμε. Το ΚΚΕ δεν ομιλεί με κανέναν, η Ανταρσυα θέλει μέτωπο αλά ΚΚΕ γύρω από τον εαυτό της αφού δεν απευθύνεται στο ΚΚΕ και τη ΛΑΕ, άρα για ποιο μέτωπο μιλάμε που θα εκμεταλλευτεί το ρεύμα κατά του ευρώ για να αλλάξει ή τουλάχιστον να συγκρατήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ των λαϊκών δυνάμεων; Για να υπάρχει πιθανότητα έκφρασης του αντιευρώ ρεύματος χρειάζεται πολιτική και προγραμματική αξιοπιστία στο πρόγραμμα και επιχειρήματα που να απαντούν πρώτα και κύρια στην τρομοκρατία της αντίπαλης πλευράς με την οποία νομιμοποιούν το 4ο μνημόνιο και επιχειρήματα που να αποκαλύπτουν τη γύμνια της αστικής τάξης. Χρειάζονται όμως και νέες κινήσεις και πρωτοβουλίες, νέες μορφές συλλογικότητας και πρόσωπα μακριά από τις μικροπολιτικές για το ποιος θα είναι ο αρχηγός, χρειάζεται σε τελική ανάλυση μετωπικη λογική και πρακτική που να υπηρετεί το λαό μακριά απο κομματικές και ατομικές ιδιοτέλειες.