Η μάχη για το Αιγαίο, για την Ανατολική Μεσόγειο, για την Κύπρο και τελικά για την προάσπιση της χώρας μας από την τουρκική επιθετικότητα, δίνεται στη Συρία.
Είναι η Συρία που, με σύμμαχο τη Ρωσία, διεξάγει τούτες τις ώρες τη μεγάλη μάχη για να εκδιώξει τον Τούρκο εισβολέα από τα εδάφη της. Και ως εκ τούτου δίνει εκ των πραγμάτων τη μάχη για να ανακοπεί η τουρκική επιθετικότητα και ο τουρκικός επεκτατισμός στην περιοχή.
Η Τουρκία το βράδυ της περασμένης Πέμπτης απώλεσε πάνω από 80 στρατιώτες, εισβολείς στην Ιντλίμπ της Συρίας, από πυρά των συριακών δυνάμεων με την αρωγή της Ρωσίας.
Αν ο Ερντογάν ηττηθεί στην Ιντλίμπ δεν θα υποστεί μόνο μια στρατιωτική ήττα αλλά ένα πολιτικό βατερλό, από το οποίο δεν πρόκειται να επιβιώσει πολιτικά.
Μόνο πολιτικά ηλίθιοι ή εξωνημένοι σε αυτή τη χώρα δεν μπορούν και δεν θέλουν να κατανοήσουν την κρίσιμη σημασία του συριακού αγώνα για την πατρίδα μας, η οποία απειλείται από τα κατεστημένα κέντρα της Τουρκίας.
Και όμως, η Ελλάδα εξακολουθεί αναίτια να μην έχει, με δική της ευθύνη, διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία, τις οποίες διέκοψε από το 2012 και ακόμα χειρότερα ψηφίζει στην Ε.Ε αποφάσεις που στηρίζουν τον Τούρκο εισβολέα στη Συρία, ζητώντας, άκουσον-άκουσον, την απόσυρση των συριακών στρατευμάτων από την Ιντλίμπ, δηλαδή την πατρίδα τους και όχι των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων.
Και αυτά, ενώ την ίδια ώρα η χώρα μας έχει, πάλι με δική της ευθύνη, κάκιστες σχέσεις με μια μεγάλη χώρα όπως η Ρωσία, της οποίας, μάλιστα, ο ρόλος στην περιοχή συνεχώς αναβαθμίζεται.
Μιλάμε για μια ελληνική εξωτερική πολιτική εκτός τόπου και χρόνου. Για μια εξωτερική πολιτική αυτοχειριασμού και ευθείας προδοσίας των εθνικών συμφερόντων, στο όνομα μιας τυφλής ευρωατλαντικής προσήλωσης.
Το ελάχιστο που έχει να κάνει τούτες τις στιγμές η Ελλάδα είναι να σπεύσει σε πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων της με τη Συρία, επιδεικνύοντας την ελάχιστη έστω, αλληλεγγύη απέναντι της, αντί να στηρίζει τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε που αυτήν την ώρα στέκονται στο πλευρό της Τουρκίας, καταδικάζοντας την προσπάθεια της Συρίας να ανακτήσει τα εδάφη της και την ακεραιότητά της.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα οφείλει αυτήν την ώρα να προχωρήσει κατεπειγόντως σε ένα γενναίο άνοιγμα των σχέσεων της με τη Ρωσία, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μια στρατηγικής σχέσης συνεργασίας μαζί της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αναδεικνύω αυτές τις προτάσεις. Ίσως, όμως, αν δεν σπεύσουμε τώρα σε μια τέτοια στροφή στην εξωτερική μας πολιτική, να αποδειχθεί αυτή τη φορά μοιραία για τη χώρα και το λαό μας η εμμονή σε χρεοκοπημένα, παλιά δόγματα.
Παναγιώτης Λαφαζάνης