Η πρόσφατη επέτειος των δύο χρόνων από το δημοψήφισμα της 5 Ιουλίου 2015, σε συνδυασμό με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, δίνει την ευκαιρία για μια ψύχραιμη εκτίμηση της κατάστασης της χώρας. Οι κυβερνώντες επιδιώκουν να παρουσιάσουν μια εικόνα δραστικής βελτίωσης, επειδή εφαρμόζουν τα μνημόνια με «φιλικό» τρόπο προς τον λαό. Η παραδοσιακή μνημονιακή παράταξη, που έχει ιδεολογικά θριαμβεύσει, ουσιαστικά συμφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης, αλλά επιδίδεται σε κλασικού τύπου αντιπολίτευση με ρητορικές κοκορομαχίες. Η πραγματικότητα επί του εδάφους είναι σκληρή και για τη χώρα και το λαό της.
Το πρώτο μέρος αυτού του κειμένου εξετάζει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προοπτικές της Ελλάδας, οι οποίες παραμένουν δυσοίωνες. Το δεύτερο μέρος αναλύει το ταξικό περιεχόμενο της κρίσης και των μνημονίων. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια ιδιόμορφη θέση, όπου τα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα έχουν σηκώσει το βάρος της κρίσης, αλλά και ο ελληνικός αστισμός έχει δεχθεί μεγάλα πλήγματα και βρίσκεται σε κατάσταση ιστορικής χρεοκοπίας. Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει ανάγλυφα αυτή την ασταθή ταξική ισορροπία.
Ι. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα
Οικονομική δυστοκία
Η εποχή της ραγδαίας συρρίκνωσης του ΑΕΠ και της εκτίναξης της ανεργίας έχει παρέλθει ήδη από το 2013. Τα μνημόνια σταθεροποίησαν τη Ελλάδα μέσα στην ΟΝΕ, αλλά παράλληλα δημιούργησαν συνθήκες αναπτυξιακής δυσπραγίας. Η χώρα έχει μπροστά της μια μακρά περίοδο με χαμηλή ανάπτυξη και συχνή επιστροφή στην ύφεση και τη στασιμότητα.
Πιο συγκεκριμένα, με την τελευταία αξιολόγηση, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ασκήσει εξαιρετικά σκληρή λιτότητα μέχρι το 2022, και στη συνέχεια να επιβάλλει σκληρή λιτότητα για δεκαετίες, ώστε να εξυπηρετείται το χρέος. Τα πλεονάσματα του 3,5% και 2%, αντιστοίχως, απαιτούν υψηλή φορολογία και περικοπές δαπανών. Οι υφεσιακές πιέσεις θα είναι ασφυκτικές, με αποτέλεσμα την υψηλή ανεργία για χρόνια. Θα υπάρξουν πλήθος αρνητικές παρενέργειες στις λιανικές πωλήσεις, στον εγχώριο κύκλο εργασιών της βιομηχανίας, στους μισθούς, τις συντάξεις και αλλού.
Η υφεσιακή πολιτική σε συνδυασμό με την προβληματική δομή της οικονομίας θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Η Ελλάδα έχει τεράστιο έλλειμμα αποταμίευσης, το τραπεζικό της σύστημα είναι κατάφορτο με προβληματικά δάνεια και χωρίς ρευστότητα, η εκπαιδευμένη νεολαία της μεταναστεύει μαζικά και η ανταγωνιστικότητά της δεν έχει ανακάμψει επαρκώς. Υπάρχουν βιομηχανικοί κλάδοι που ήδη δεν μπορούν να βρουν ειδικευμένο προσωπικό και πληρώνουν ακριβούς μισθούς, μέσα σε περιβάλλον υψηλότατης ανεργίας.
Η αναπτυξιακή δυσπραγία που δημιούργησαν τα μνημόνια είναι εμφανής στο ισοζύγιο πληρωμών. Η λιτότητα απάλειψε το τεράστιο έλλειμμα του 2008-9 συντρίβοντας τις εισαγωγές, αλλά δεν υπάρχει εξαγωγικός δυναμισμός. Μόλις η οικονομία σημειώσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ανεβαίνουν οι εισαγωγές και επανεμφανίζεται έλλειμμα, όπως ήδη συμβαίνει το 2017.
Η ιδέα ότι η προοπτική αυτή μπορεί να ανατραπεί από ένα κύμα ξένων επενδύσεων, με την προϋπόθεση να δημιουργηθεί «φιλικό περιβάλλον» με ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση των αγορών, δείχνει παντελή άγνοια και της παγκόσμιας αγοράς και της αναπτυξιακής πραγματικότητας. Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη βασίζεται σε εγχώριες δυνάμεις και απαιτεί άρση της λιτότητας και βιομηχανική-αγροτική πολιτική. Με τις σημερινές συνθήκες η Ελλάδα θα έχει χαμηλή και ευμετάβλητη ανάπτυξη για δεκαετίες.
Κοινωνική ανισότητα
Οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι ήδη άμεσα ορατές. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την κατανομή του εισοδήματος δείχνουν ότι η αναλογία του πλουσιότερου 20% προς το φτωχότερο 20% εκτινάχθηκε από 5,8 το 2009 στο 6,6το 2016, με την τελευταία αύξηση να συμβαίνει στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Για να γίνει η σύγκριση, το 2016 η αναλογία ήταν 3,6 στη Φινλανδία και 7,9 στη Βουλγαρία.
Η ραγδαία άνοδος της ανισότητας σημαίνει ότι όσοι βρίσκονται, για παράδειγμα, στο κατώτατο 5% της κατανομής, αντιμετωπίζουν ακόμη και το φάσμα της πείνας. Την ίδια στιγμή τα ανώτερα εισοδήματα, που δεν χτυπήθηκαν ουσιαστικά από την κρίση, έχουν αρχίσει και πάλι να επιδεικνύουν την άνεση και τον πλούτο τους. Μια σύντομη βόλτα στο κέντρο των μεγάλων αστικών κέντρων αρκεί για να το δείξει. Η συσσώρευση εκρηκτικού κοινωνικού υλικού θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, καθώς η ανεργία θα παραμείνει πολύ υψηλή και τα εισοδήματα θα δέχονται μεγάλες πιέσεις.
Πολιτική κατάπτωση
Οι πολιτικές επιπτώσεις μεταφράζονται σε ένα τεράστιο κενό ανάμεσα στον ελληνικό λαό και στο πολιτικό του σύστημα. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία είναι κατά των μνημονιακών προγραμμάτων. Ο ελληνικός λαός δεν θέλει την πορεία που ακολουθεί η χώρα. Ταυτόχρονα όμως δεν εμπιστεύεται καμία δύναμη για να τον οδηγήσει σε άλλη κατεύθυνση, ιδίως αν προβλέπεται ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ. Πρόκειται για μια αντίφαση που σφράγισε τα χρόνια της κρίσης και έχει γίνει ακόμη εντονότερη μετά το 2015.
Η σημερινή Βουλή έχει πολύ χαμηλό επίπεδο και δεν εκφράζει το εκλογικό σώμα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό απορρίπτει συλλήβδην την «επίσημη» πολιτική. Είναι διάχυτη η εντύπωση ότι, όχι μόνο δεν υπήρξε πολιτειακή εξυγίανση με τα μνημόνια, αλλά γιγαντώθηκαν νέα επιχειρηματικά συμφέροντα, μερικά πολύ κοντά στην κοινή Μαφία. Η απαξίωση της πολιτικής αντανακλά την υποχώρηση της δημοκρατίας και τη συστηματική παράκαμψη της λαϊκής βούλησης, όπως εμφανώς συνέβη με το δημοψήφισμα του 2015.
Η απόρριψη της πολιτικής, τέλος, επιτείνεται από την απώλεια εθνικής κυριαρχίας και τη γεωπολιτική αδυναμία της χώρας Δεν είναι μόνο η καταφανής αλαζονεία των δανειστών, αλλά και η νεόκοπη συμμαχία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, την ισχυρότερη και επιθετικότερη χώρα της Ανατολικής Μεσογείου. Η χώρα έχει γίνει αποικία χρέους και παίζει επικίνδυνα γεωπολιτικά παιχνίδια από θέση αδυναμίας.
Μια δομική και όχι κυκλική κρίση
Η γενικευμένη καθίζηση της Ελλάδας πήγασε από την κρίση που ξεκίνησε το 2008 και πήρε εκρηκτικές διαστάσεις μετά το 2010. Στην ελληνική Αριστερά, κυρίως στο ΚΚΕ, αλλά και στα «επίσημα» ΜΜΕ, υπάρχουν αρκετοί που ερμηνεύουν την κρίση με το παλαιομαρξιστικό σχήμα της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Στη βάση αυτή υποτίθεται ότι τα μνημόνια θα επιφέρουν την καταστροφή μέρους του κεφαλαίου, ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία, ιδίως του «μονοπωλιακού» κεφαλαίου κι έτσι θα ξεκινήσει ξανά δυναμικά η συσσώρευση.
Ελάχιστη σχέση έχει αυτό το αφηρημένο σχήμα με την εμπειρική και αναλυτική πραγματικότητα της παγκόσμιας κρίσης που ξέσπασε το 2007 και ακόμη λιγότερη με την ελληνική κρίση. Οι υποστηρικτές του εσφαλμένα νομίζουν ότι υπερασπίζονται το «δομικό» χαρακτήρα της κρίσης επειδή, υποτίθεται, ότι τη συνδέουν με την «υπερσυσσώρευση» στο πεδίο της παραγωγής και άρα «αποδεικνύουν» την ανάγκη ανατροπής του καπιταλισμού. Αποδίδουν στον εαυτό τους εύσημα επαναστατικότητας, ενώ στην πράξη χρησιμοποιούν τη θεωρία για να καλύψουν την αποχή τους από τη βαθύτατη αναταραχή που γνώρισε η χώρα μετά το 2010.
Η κρίση που βιώνει ο ελληνικός καπιταλισμός από το 2008 δεν οφείλεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, δεν είναι απόρροια «υπερσυσσώρευσης» και σίγουρα δεν είναι κυκλική. Είναι κρίση δομική και ιστορική που προήλθε από την απόφαση να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, η οποία οδήγησε σε στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης και υπερχρέωση ιδιωτική και δημόσια. Τα μέτρα που πάρθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν ήταν τα «συνηθισμένα» μέτρα που παίρνονται για την ανάκαμψη της κερδοφορίας και την επανέναρξη της συσσώρευσης. Ήταν ιστορικές τομές που άλλαξαν την ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας και τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην παγκόσμια οικονομία.
ΙΙ. Οι ταξικές επιπτώσεις της κρίσης
Ο ταξικός χαρακτήρας των μνημονίων
Η αντιμετώπιση της κρίσης έγινε με σχέδιο των δανειστών και στόχευσε κυρίως στη διατήρηση της χώρας εντός της ΟΝΕ, με αποφυγή στάσης πληρωμών στο χρέος, σκληρή λιτότητα, μειώσεις μισθών, ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση αγορών. Τα κύρια ταξικά επίδικα της κρίσης ήταν το ευρώ και το χρέος, όχι το ποσοστό κέρδους. Εκεί μετρήθηκε ο ριζοσπαστισμός όλων των πολιτικών δυνάμεων. Φάνηκε ποιος όντως απειλεί την ταξική κυριαρχία στην Ελλάδα και ποιος απλώς κάνει θεωρίες περί αυτής.
Οι ταξικές επιπτώσεις της αντιμετώπισης της κρίσης είναι εμφανείς. Το κόστος του σχεδίου των δανειστών, όπως ήταν αναμενόμενο, έπεσε κυρίως στην εργατική τάξη με την εκτίναξη της ανεργίας και την καταβαράθρωση των μισθών. Έπεσε επίσης πάνω στα μικρομεσαία στρώματα με την κατάρρευση της συνολικής ζήτησης και την υπερδιόγκωση της φορολογίας. Τα μνημόνια δημιούργησαν νέα πληβειακά στρώματα στη χώρα, χωρίς φωνή, χωρίς εκπροσώπηση και χωρίς κοινωνική οργάνωση. Πέρασαν σαν οδοστρωτήρας πάνω από την κοινωνία, μετατρέποντας τα εργατικά στρώματα σε άμορφη μάζα ανέργων και προλεταριοποιώντας τα μικρομεσαία στρώματα, χωρίς όμως να δημιουργούν τις απαραίτητες θέσεις εργασίας.
Τα αστικά στρώματα αποδέχθηκαν το σχέδιο των δανειστών και τους συνέδραμαν, εν μέρει γιατί το κόστος επωμίστηκαν κυρίως τα άλλα στρώματα. Αλλά καταστράφηκε μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής τους συσσώρευσης, ενώ αποδυναμώθηκαν ιστορικά και οι τράπεζες και η βιομηχανία. Για να συνεχίσουν να συμμετέχουν στην ΟΝΕ, χωρίς να κάνουν στάση πληρωμών στο χρέος, τα αστικά στρώματα αποδέχθηκαν την περιθωριοποίησή τους, με σημαντική απώλεια ισχύος στην τοπική περιοχή, και τη μετατροπή τους σε υποχείριο των δανειστών.
Η χρεοκοπία του ελληνικού αστισμού
Η πλήρης αποδοχή της επικυριαρχίας των δανειστών από την πλευρά του ελληνικού αστισμού είναι άκρως αποκαλυπτική. Δεν πρέπει καταρχήν να ερμηνεύεται με παρωχημένους όρους από τη δεκαετία του 1970 και νωρίτερα περί «μεταπρατών» και, υποτίθεται, όχι «πραγματικών» καπιταλιστών. Ο ελληνικός βιομηχανικός τομέας ήταν σημαντικός, αλλά αποδέχθηκε την ένταξή στην ΕΕ που οδήγησε στη σταδιακή του συρρίκνωση και στην υπερδιόγκωση των υπηρεσιών, με εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Αποδέχθηκε επίσης τη συμμετοχή στην ΟΝΕ που τελειωτικά κατέστρεψε την ανταγωνιστικότητα. Αποδέχθηκε, τέλος, την πολιτική των μνημονίων που συνέτριψαν τη βιομηχανική παραγωγή. Εκεί έπεσε το μεγάλο βάρος της προσαρμογής με την κατάρρευση (κυριολεκτικά) των επενδύσεων.
Εξίσου αποκαλυπτική για την εξέλιξη του ελληνικού αστισμού ήταν όμως και η πορεία των τραπεζών. Στη δεκαετία του 1990 και του 2000, καθώς τα απόνερα της παγκόσμιας χρηματιστικοποίησης έφτασαν και στη χώρα μας, οι ελληνικές τράπεζες επωφελήθηκαν από τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ΟΝΕ για να εμφανιστούν ως σημαντικές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Με το ξέσπασμα της κρίσης και την επιβολή των μνημονίων, την οποία στήριξαν ολόψυχα οι τράπεζες, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Σήμερα έχουν δραματικά συρρικνωθεί, ο διεθνής ρόλος τους είναι αμελητέος και οι προοπτικές τους εξαιρετικά δυσμενείς. Για να μείνουν στην ΟΝΕ και στην ΕΕ, αποδέχθηκαν την καταστροφή.
Η σημασία των μνημονίων για την ταξική δομή της Ελλάδας είναι λοιπόν σύνθετη. Από τη μια, οδήγησαν στη φτώχεια και κατέστρεψαν ευρύτατα λαϊκά στρώματα, μεγαλώνοντας την ανισότητα. Από την άλλη, τσάκισαν τη διεθνή παρουσία του ελληνικού αστισμού. Μετά τα μνημόνια η Ελλάδα ανήκει ανεπιστρεπτί στην περιφέρεια του Νότου της ΕΕ, μαζί με την Πορτογαλία και την Ισπανία. Πρόκειται για χώρες με αδύναμη βιομηχανία, χαμηλή παραγωγικότητα, και εξαγωγή ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στο κέντρο. Η εξάρτησή τους από τη Γερμανία είναι μεγάλη.
Στην περίπτωση της Ελλάδας το επιπλέον άχθος του χρέους και τα χτυπήματα από τα μνημόνια τη μεταμόρφωσαν σε νεο-αποικία της Γερμανίας. Είναι η πλέον εξαρτημένη και αδύναμη χώρα της περιφέρειας του Νότου. Ο ελληνικός αστισμός έχει πλήρως αποδεχθεί αυτή την κατάσταση παρά τα τεράστια πλήγματα που δέχθηκε. Δεν βρήκε ποτέ το κουράγιο, ή τις δυνάμεις, να διαχωρίσει τη θέση του από τους δανειστές. Απεναντίας, συντάχθηκε μαζί τους και έντυσε την υποταγή του με την ιδεολογία του Ευρωπαϊσμού. Η ιστορική του χρεοκοπία και η απώλεια νομιμοποίησης της κατοχής της εξουσίας δεν έχουν αντίστοιχο στην Ευρώπη. Αυτό ακριβώς έκανε τις πολιτικές εξελίξεις από το 2010 και μετά τόσο επικίνδυνες.
Το ταξικό περιεχόμενο της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ
Υπάρχουν αρκετοί που αντιλαμβάνονται τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ ως απόδειξη του «πραγματικού» σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα του. Πρόκειται για φενάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια μικρή οργάνωση της Αριστεράς η οποία κατόρθωσε να εκφράσει την οργή και την ελπίδα των στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας που σήκωσαν το βάρος της κρίσης. Νίκησε κερδίζοντας την πληβειακή ψήφο, κυρίως των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Η μετάλλαξη του δεν εκφράζει καθόλου κάποια (φαντασιακή) σοσιαλδημοκρατική στροφή που έγινε καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πλησίασε και πήρε την εξουσία. Οι σοσιαλδημοκρατικές στροφές απαιτούν τη διαμόρφωση σοσιαλδημοκρατικών αιτημάτων από τα ίδια τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Γίνονται από κόμματα που έχουν οργανική σχέση με τα στρώματα αυτά. Στην Ελλάδα τα εργατικά και λαϊκά στρώματα ποδοπατήθηκαν από τα μνημόνια, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνο εκλογική σχέση μαζί τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποκρυσταλλώνει τη σημερινή ασταθή ταξική ισορροπία της ελληνικής κοινωνίας. Ο θυμός των εργατικών και μικρομεσαίων σωμάτων συγκρούστηκε με την αβουλία και την υποταγή του αστισμού απορρίπτοντας τα μνημόνια, αλλά δεν είχε τη δύναμη να βάλει τη χώρα σε νέα πορεία. Δεν υπήρχε η αυτόνομη οργάνωση, η κοινωνική επιρροή και η καθαρότητα σκέψης,ώστε τα στρώματα αυτά να παίξουν το ρόλο του ηγέτη της κοινωνίας και του έθνους. Χτυπημένα από τον οδοστρωτήρα των μνημονίων ακούμπησαν πάνω στην εκλογική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα της αλλαγής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε γιατί, πρώτον, είχε την πολιτική αντίληψη να ταυτιστεί με το κίνημα των Πλατειών και, δεύτερον, ο αρχηγός του είχε την πολιτική φιλοδοξία να κυβερνήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε γιατί είχε τελείως εσφαλμένη πολιτική στρατηγική. Η ηγετική του ομάδα πίστευε ότι η δημοκρατική νομιμοποίηση και ο υποτιθέμενος «κίνδυνος» που αντιπροσώπευε η Ελλάδα για την Ευρωζώνη θα ανάγκαζε τους δανειστές να κάνουν πίσω. Αντιμέτωποι με τους δανειστές, οι οποίοι μέσα στην ΟΝΕ είχαν πλήρη έλεγχο της ρευστότητας μέσω της ΕΚΤ, οδηγήθηκαν στην συντριβή και την άνευ όρων παράδοση. Η μετάλλαξη σε κυβερνητικό κόμμα εκφράζει απόλυτα τη μνημονιακή ταξική ισορροπία: τα αστικά στρώματα είναι πλήρως χρεοκοπημένα, αλλά τα λαϊκά στρώματα δε μπορούν να παίξουν ηγετικό ρόλο.
Οδηγός για άλλη πορεία
Δεν υπάρχει κανένα θετικό μάθημα από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Τα συμπεράσματα που έχουν αξία αφορούν αυτά που δεν πρέπει να κάνουν οι δυνάμεις που επιδιώκουν την ανάταξη της χώρας. Το αναντίρρητο συμπέρασμα είναι ότι πρόγραμμα ριζοσπαστικής αλλαγής υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου είναι απολύτως αδύνατον μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ, όπου κυριαρχούν απόλυτα οι δανειστές.
Η οικονομική και κοινωνική πολιτική που απαιτείται πρέπει να είναι η αντίθετη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επεξεργασίες υπάρχουν, με πρώτες αυτές του ΕΔΕΚΟΠ – Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής. Βραχυπρόθεσμα απαιτείται άρση της λιτότητας, με μείωση των φόρων και αύξηση των δημοσίων δαπανών, ιδίως για επενδύσεις, ώστε να τονωθεί η συνολική ζήτηση. Μακροπρόθεσμα απαιτείται βιομηχανική και αγροτική πολιτική, στηριγμένη στον δημόσιο τομέα και με δημόσιες τράπεζες, ώστε να υπάρξει ανάταξη της δομής της οικονομίας με τόνωση του βιομηχανικού τομέα και σχετική μείωση των υπηρεσιών.
Το πρόγραμμα αυτό είναι απολύτως ανέφικτο εντός της ΟΝΕ και χωρίς σύγκρουση με την ΕΕ. Είναι επίσης ανέφικτο χωρίς στάση πληρωμών στο χρέος με προοπτική διαγραφής μεγάλου μέρους του, μετά από λογιστικό έλεγχο και δημοκρατική ενημέρωση του ελληνικού λαού. Δεν υπάρχει κανένα τεχνικό μυστήριο και στα ζητήματα αυτά, τα οποία έχουν δουλευτεί από καιρό, και έχουν τεκμηριωθεί στις μελέτες του ΕΔΕΚΟΠ .
Αυτή ακριβώς είναι η προοπτική της ρήξης που θα χτυπήσει την καρδιά των επιλογών του ελληνικού αστισμού. Είναι προοπτική με ριζοσπαστικό κοινωνικό χαρακτήρα που επιτρέπει την αποκοπή από τη γερμανική ηγεμονία με εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας και την πρωτοκαθεδρία των λαϊκών στρωμάτων. Στη βάση αυτή μπορεί να υπάρξει διεύρυνση της δημοκρατίας, με ουσιαστική αντιπροσώπευση και συμμετοχή. Η πολιτειακή αλλαγή θα φέρει και την πολυπόθητη αλλαγή στη δημόσια διοίκηση με νέα κρατική δομή και νέο πνεύμα δημόσιας προσφοράς.
Το κύριο πρόβλημα παραμένει η δημιουργία ενός μετωπικού πολιτικού φορέα που μπορεί να υλοποιήσει την προοπτική αυτή. Σε επόμενες αναρτήσεις θα αναλυθεί η μορφή και το περιεχόμενο που θα πρέπει να έχει αυτός ο φορέας, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες.