Δύο βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών αποτελούν κόλαφο για τη κυβέρνηση, η οποία με νομοθετικές ρυθμίσεις εξπρές είχε προσφέρει δικαστική και ποινική ασυλία στους τραπεζίτες για το αδίκημα της απιστίας και στις Τράπεζες για τους παλιούς τους λογαριασμούς.
Συγκεκριμένα, με το πρώτο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών χαρακτηρίζεται ως αντισυνταγματική η νομοθετική ρύθμιση που ψήφισε η κυβέρνηση, με την οποία έπαυε η δίωξη για τραπεζικά στελέχη που κατηγορούνταν για απιστία στην υπηρεσία.
Ως γνωστόν η κυβέρνηση είχε θεσπίσει ένα καθεστώς εξαίρεσης των τραπεζικών στελεχών από ότι ισχύει για όλα τα στελέχη ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων, που κατηγορούνται για απιστία, για την οποίαν τα τραπεζικά στελέχη δεν θα μπορούσαν να διωχθούν σε καμία περίπτωση, εκτός και αν υπέβαλλαν έγκληση οι ίδιες οι τράπεζες, πράγμα, βεβαίως, που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί σχεδόν ποτέ, λόγω της γνωστής τακτικής της αλληλοσυγκάλυψης.
Με το δεύτερο βούλευμα, καταργείται, επίσης, ως αντισυνταγματική κυβερνητική νομοθετική διάταξη που έδινε την ευχέρεια στις διοικήσεις των τραπεζών να κλείνουν χωρίς ποινικές συνέπειες “παλαιούς λογαριασμούς” με θαλασσοδάνεια, υπεξαιρέσεις κ.λπ.
Με τα δύο αυτά βουλεύματα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών θεώρησε ότι παραβιάζεται το Σύνταγμα και ειδικότερα η αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των πολιτών.
Πολιτικοί κύκλοι τόνιζαν ότι ότι οι δύο αυτές αποφάσεις του Συμβουλίου είναι από τις ελάχιστες που η δικαιοσύνη ήρθη στο ύψος των απαιτήσεων, ενώ οι ίδιοι κύκλοι τόνιζαν ότι η αντισυνταγματικότητα των κυβερνητικών νομοθετικών ρυθμίσεων ήταν τόσο κραυγαλέα και τόσο ζημιογόνα για την ακεραιότητα του τραπεζικού συστήματος και του δημοσίου συμφέροντος, ώστε ακόμα και οι δικαστές που δεν φημίζονται, ιδιαίτερα, για την αξιοπιστία τους, δύσκολα θα μπορούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια.
Κ.Μ