Για κάποιον που ασκεί πολιτική κατεξοχήν με αναρτήσεις των 140 χαρακτήρων στο Twitter, ήταν πολύ ταιριαστό να ανακοινώσει μία από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις του αμερικανικού φορολογικού συστήματος με ένα κείμενο που δεν ξεπερνούσε τη μία σελίδα.
Στην πραγματικότητα, ο Donald Trump εξέπληξε ακόμη και τους αρμόδιους υπουργούς του όταν έσπευσε την περασμένη εβδομάδα να προεξαγγείλει νέο φορολογικό σύστημα, το περίγραμμα του οποίου ανακοινώθηκε την Τετάρτη.
Η βασική εξαγγελία είναι η μείωση του φόρου στα εταιρικά κέρδη από το 35% στο 15%, παράλληλα με τη δέσμευση ότι οι αμερικανικές εταιρίες δεν θα φορολογούνται και στην Αμερική για κέρδη τους που φορολογήθηκαν στο εξωτερικό (εναρμονίζοντας έτσι το αμερικανικό φορολογικό δίκαιο με αυτό των υπολοίπων χωρών), ενώ προβλέπεται και εφάπαξ επιβολή ειδικού φόρου για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων από το εξωτερικό που υπολογίζονται σε 2,6 τρισ δολάρια. Παράλληλα, ανακοινώθηκε η κατάργηση φόρων που κυρίως έπλητταν τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, όπως ο φόρος κληρονομιάς, αλλά και μικρή μείωση του ανώτατου συντελεστή στα ατομικά εισοδήματα.
Ωστόσο, οι ανακοινώσεις του αρμόδιου υπουργού Steven Mnuchin δεν περιλάμβαναν κάποια μνεία στους εισαγωγικούς δασμούς, που αποτελούσαν βασική προεκλογική εξαγγελία του προέδρου Trump, ούτε κάποια αναφορά στο άλλο μεγάλο σχέδιο του Αμερικανού προέδρου για τόνωση της οικονομίας μέσω ενός μεγάλου προγράμματος αποκατάστασης των δημόσιων υποδομών.
Τα μέτρα έγιναν δεκτά με ανάμεικτα αισθήματα στο Κογκρέσο, καθώς μια τόσο μεγάλη περικοπή φόρων εκ των πραγμάτων σημαίνει μείωση των φορολογικών εσόδων και άρα μεγαλύτερα ελλείμματα. Ακόμη και οι θερμότεροι Ρεπουμπλικανοί θιασώτες του tax relief είδαν τον Λευκό Οίκο να τους προσπερνά.
Οι διαδικαστικές περιπλοκές παραμονεύουν. Μόνο αν αποδειχθεί, με βάση εκτιμήσεις αμερόληπτων φορέων, ότι τα νέα μέτρα δεν θα συνεισφέρουν σε βάθος δεκαετίας στην αύξηση των ελλειμμάτων, είναι δυνατή η έγκρισή τους με απλή πλειοψηφία και όχι με την απαιτούμενη ενισχυμένη πλειοψηφία των 60 γερουσιαστών. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Ρεπουμπλικάνοι μέχρι τώρα πάντα πρότειναν να συνδυαστεί η μείωση των φορολογικών συντελεστών με ισοδύναμα όπως οι παρεμβάσεις στους εισαγωγικούς δασμούς.
Η εκτίναξη των ελλειμμάτων και του χρέους αποτελεί από τα χρόνια του Ronald Reagan μιαν ιδιόμορφη παράδοση των Ρεπουμπλικανικών κυβερνήσεων. Φυσικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Donald Trump επενδύει στην ανάπτυξη, καθώς υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και αυξημένη κερδοφορία θα μπορούσε ακόμη και με μειωμένους συντελεστές να οδηγήσει σε επαρκή φορολογικά έσοδα, χωρίς τον κίνδυνο των αυξημένων ελλειμμάτων.
Εκ πρώτης άποψης οι τελευταίες προβλέψεις διεθνών αλλά και αμερικανικών οργανισμών δικαιολογούν μια τέτοια αισιοδοξία. Οι τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ στη φετινή έκδοση του World Economic Outlook αναφέρουν αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,5% φέτος και κατά 3,6% το 2018. Την ίδια στιγμή οι περισσότεροι δείκτες οικονομικών προβλέψεων συνηγορούν σε μια σαφή ανοδική τάση της παγκόσμιας οικονομίας, όπως αποτυπώνεται και στις επιδόσεις των χρηματιστηρίων ή στην αύξηση των εταιρικών κερδών και των επενδύσεων διεθνώς.
Βέβαια, μια πιο προσεκτικά ματιά θα αποκαλύψει μεγαλύτερη δυναμική σε δείκτες που ενσωματώνουν και τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων παρά σε δείκτες που αποτυπώνουν αντικειμενικά δεδομένα και μόνο. Για παράδειγμα, η αμερικανική οικονομία στο τελευταίο τρίμηνο του 2016 έτρεχε με ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,6%. Επιπλέον, τα μέχρι τώρα στοιχεία για την αμερικανική οικονομία δείχνουν μια επιβράδυνση προς το παρόν στις επενδύσεις και στον εταιρικό δανεισμό, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2017 παρατηρήθηκε υποχώρηση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης στο 1,1%, το χαμηλότερο της τετραετίας.
Άλλωστε, ακόμη και η έκθεση του ΔΝΤ όπως και οι εκτιμήσεις άλλων αναλυτών, επισημαίνουν και μια σειρά από κινδύνους για την τρέχουσα κυκλική ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας: Την επανάκαμψη του προστατευτισμού και την υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου (που παραμένει στάσιμο). Τον μεσοπρόθεσμο κίνδυνο από τυχόν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές της κυβέρνησης Trump. Το ενδεχόμενο η περαιτέρω απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα, την οποία επιδιώκουν οι Ρεπουμπλικάνοι, να αφαιρέσει κρίσιμα “φρένα” από ένα ήδη ασταθές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τις αντιφάσεις που διαπερνούν την κινεζική οικονομία και το ερώτημα για πόσο θα διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική, ιδίως όταν αυτή στηρίζεται στην παροχή πιστώσεων. Τα τυχόν αποσταθεροποιητικά για τις αναδυόμενες οικονομίες αποτελέσματα της αμερικανικής πολιτικής για τα επιτόκια και το δολάριο. Τα ανοιχτά ερωτήματα ως προς την ευρωζώνη, δεδομένων των προβλημάτων της ιταλικής αλλά και της γαλλικής οικονομίας.
Η Christine Lagarde δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι για νέα ύφεση που περιλαμβάνουν “την πολιτική αβεβαιότητα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης· την δαμόκλειο σπάθη του προστατευτισμού πάνω από το παγκόσμιο εμπόριο· και πιο περιοριστικές παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν αποδιαρθρωτικές εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες”.
Όλα αυτά συνηγορούν στο ότι η υπόθεση μιας διαρκώς αναπτυσσόμενης αμερικανικής οικονομίας που θα μπορεί να αντισταθμίσει με μεγέθυνση τις άμεσες επιπτώσεις της φορολογικής μεταρρύθμισης Trump, έχει μπροστά της αρκετές δοκιμασίες για να επιβεβαιωθεί. Η εκδοχή ότι η κυβέρνηση Trump απλώς αποβλέπει, πολύ πιο βραχυπρόθεσμα, στην δημιουργία ενός κλίματος που θα επιτρέψει τη συνέχιση του “πάρτυ” στη Wall Street φαντάζει πιο πιθανή.
*Πηγή: capital.gr