Οικουμενικά γεγονότα όπως πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, πανδημίες, διεγείρουν τα αντανακλαστικά επιβίωσης των λαών ως συλλογικών οντοτήτων με κρατική και εθνική υπόσταση. Επειδή όλοι οι λαοί αντιδρούν κατά τον ίδιο, ως άνω, ανθρώπινο τρόπο η ικανοποίηση των αναγκών επιβίωσης εξαρτάται από τις παραγωγικές δυνατότητες της κάθε κοινωνικής οντότητας. Αυτό επ’ ουδενί δε σημαίνει ότι υποσκελίζονται τα ειδοποιά πολιτισμικά χαρακτηριστικά των λαών υπέρ της παραγωγής υλικών αγαθών. Απεναντίας αυτά αποτελούν προϋποθέσεις της αφύπνισης του συνεργατισμού και ενδυνάμωσης των προσπαθειών εξασφάλισης των αναγκαίων προς το ζειν.
Η πανδημία του κορωναϊού ενεργοποίησε ένα από τα αρχέγονα ανθρώπινα ένστικτα, αυτό της αυτοσυντήρησης. Παραμερίστηκαν αυτόματα παγκοσμιοποιητικές κοσμοθεωρίες ακόμα και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές αυτών, όπως η Γερμανία, ενεργοποιήθηκαν σε ελάχιστο χρόνο οι εθνικές δομές και τα κρατικά σύνορα, προχώρησαν μέχρι και σε κατασχέσεις υγειονομικού υλικού που προοριζόταν για άλλες χώρες.
Όσο θα ξεπερνιέται το σοκ των θανάτων θα ενεργοποιείται ένα άλλο αρχέγονο ένστικτο, αυτό της τροφής. Επειδή ούτε οι μηχανές, ούτε οι υπολογιστές, ούτε τα τουριστικά καταλύματα τρώγονται, ο πρωτογενής τομέας της παραγωγής είναι αυτός που θα έχει το πρώτο λόγο.
Ήδη ένα κύμα «διατροφικού εθνικισμού» όπως το χαρακτηρίζει το Bloomberg έχει ξεκινήσει. Η Ρωσία που αποτελεί το μεγαλύτερο σιτοβολώνα του κόσμου αποφάσισε την επιβολή ποσοστώσεων στις εξαγωγές σιτηρών. Η Ρουμανία, αρχικά απαγόρευσε τις εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων και υπαναχώρησε κατόπιν αντιδράσεων κρατών της Ε.Ε. Το Βιετνάμ ανέστειλε τις εξαγωγές ρυζιού, η Σερβία ηλιελαίου, το Καζαχστάν, από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως παραγωγούς σιταλεύρων, ανέστειλε την εξαγωγή τους καθώς και άλλων βασικών προϊόντων διατροφής (πατάτες, καρότα, κρεμμύδια, ζάχαρη). Η Ουκρανία επίσης, παίρνει μέτρα περιορισμού των εξαγωγών. Τα μέτρα αυτά στην καλλίτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε αυξήσεις τιμών τις οποίες θα μεγεθύνουν οι βέβαιες μειώσεις εισοδημάτων και στη χειρότερη θα δημιουργήσουν ελλείψεις, ενώ σε κάθε περίπτωση σε αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η Ελλάδα παρότι πληροί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (εδαφοκλιματικές συνθήκες, παραγωγικά μέσα, τεχνογνωσία) ώστε να έχει υψηλό ποσοστό επάρκειας βασικών, και όχι μόνο, ειδών διατροφής, οι πολιτικές επιλογές των εκάστοτε κομμάτων εξουσίας την έκαναν βαθειά εξαρτώμενη. Πιάνοντας το νήμα της πρόσφατης ιστορίας μας, από την απελευθέρωση το 1944 και τις τεράστιες γερμανικές καταστροφές που είχαν συντελεστεί κατά την κατοχή, το κράτος δεν έθεσε ως προτεραιότητα να ξαναχτίσει τα χωριά στη βάση ενός νέου, σύγχρονου, τολμηρού πολεοδομικού σχεδιασμού, για να στηρίξει τους αγρότες και την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα.
Ένα απειροελάχιστο μέρος των χρημάτων του σχεδίου Μάρσαλ διατέθηκε για την εκμηχάνιση της γεωργίας και την αύξηση της παραγωγής γάλακτος χωρίς μακρόπνοο και στέρεο εθνικό σχεδιασμό. Οι κάτοικοι της υπαίθρου εξακολουθούσαν να ζουν σε προπολεμικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες γεγονός που τους ανάγκασε σε εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Παράλληλα είχε αποφασιστεί το άλμα από τον πρωτογενή στον τριτογενή τομέα, δηλαδή στον τουρισμό, που στη συνέχεια, ψευδεπίγραφα, ονομάστηκε «βαριά βιομηχανία».
Δεύτερο σταθμό για τη ποδηγέτηση της αγροκτηνοτροφίας αποτέλεσε η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. (τότε ΕΟΚ), που τυπικά επισφραγίστηκε το 1981 αλλά η ενταξιακή πορεία είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1960. Το δόγμα «ανήκουμε στη Δύση» δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να έχει παραγωγή.
Παρόλη την απουσία εθνικού σχεδιασμού η χώρα είχε κατά το παρελθόν μεγάλα ποσοστά επάρκειας, έκανε και εξαγωγές σε πολλά βασικά είδη όπως μαλακό στάρι (εξαγωγές μέχρι το 1984), ζάχαρη, χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας (επάρκεια 84% και 66% αντίστοιχα μέχρι το 1981), γάλα (επάρκεια πάνω από 90% το 1975), τυριά, οπωροκηπευτικά, σταφίδα, φρούτα, λάδι, ελιές, ψάρια, κρασί κλπ. Σε αυτό βέβαια συντελούσαν κοινωνικοί παράγοντες και καταναλωτικές συνήθειες ενώ ταυτόχρονα δείχνει μια δυναμική και μια αυτονόμηση του πρωτογενούς τομέα από τους κεντρικούς σχεδιασμούς.
Η αποδιάρθρωση της πρωτογενούς παραγωγής έγινε με μια σειρά πολιτικών που υπαγορεύθηκαν από την ΕΕ και εφαρμόστηκαν από τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες. Ποσοστώσεις, επιδοτήσεις, αναδιάρθρωση καλλιεργειών, υποχρεωτική αγρανάπαυση, χωματερές, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις αγροτών ήταν οι κυριότερες από τις πολιτικές αυτές. Ήρθαν δε να πατήσουν στο διαχρονικά χαμηλό εισόδημα που απολάμβανε ο αγρότης, στις αντίξοες συνθήκες ζωής της υπαίθρου και στην τάση αστυφιλίας.
Η επίπλαστη ευμάρεια της εποχής του ευρώ επέτεινε το πρόβλημα της παραγωγικής αποσάθρωσης, όχι μόνο στον πρωτογενή αλλά σ’ όλους τους παραγωγικούς τομείς. Οι Έλληνες έφτασαν στο απόγειο της καταναλωτικής συμπεριφοράς τους αναζητώντας την άκοπη ευδαιμονία. Η επιτυχία και η κοινωνική αναγνώριση ταυτίστηκαν με την κατανάλωση, τη δυνατότητα της οποίας την παρείχε ο εύκολος δανεισμός.
Μια γενιά Ελλήνων εκμαυλίστηκε και παρήκμασε αγοράζοντας άχρηστα και ευτελή αντικείμενα, επενδύοντας στην οικοδομή, αποδεχόμενη ιδεολογίες και θεωρίες, καταναλώνοντας διατροφικά σκουπίδια και ανούσια ψυχαγωγία σε μια επίδειξη πλούτου. Η παγκοσμιοποίηση έκανε πάρτι στην ελληνική κοινωνία με εμπορεύματα, τρόφιμα και μπιχλιμπίδια του κόσμου όλου, με ακριβά αυτοκίνητα, με εισαγόμενο φτηνό εργατικό δυναμικό για χωράφια, οικοδομές και εξοχικά, με εύκολο δανεισμό, με μοντέρνες και χρωματιστές ιδέες, λέξεις και νοήματα ζωής.
Ο καταναλωτισμός, δεν άφησε αλώβητο τον αγροτο-κτηνοτροφικό κλάδο. Γεωργικά μηχανήματα (τρακτέρ κλπ) πολλαπλάσιας ισχύος από την έκταση του καλλιεργούμενου κλήρου, κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις όπου σχεδόν όλος ο προϋπολογισμός ξοδευόταν για μελέτες και μπετά ενώ στο τέλος δεν έμενε φράγκο για τον πυρήνα της παραγωγικής δραστηριότητας δηλαδή τα ίδια τα ζώα και τη φροντίδα τους. Χιλιάδες αγροτικά αυτοκίνητα 4Χ4 και τζιπ κατέκλυσαν τους δρόμους φτάνοντας μέχρι και το Κολωνάκι.
Οι πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών αποφάσισαν να προσδέσουν τη χώρα στο άρμα της παγκοσμιοποίησης που σημαίνει ότι έπρεπε να πάψει να παράγει και να προμηθεύεται τα αγαθά που χρειάζεται από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Κανένα καθεστώς προστασίας της εγχώριας παραγωγής δεν εφαρμόζεται πλέον. Έτσι η παραγωγή βασικών ειδών διατροφής όπως, πατάτες, όσπρια, ακόμα και οπωροκηπευτικά μέχρι λεμόνια και σκόρδα καθίσταται επισφαλής, αβέβαιη και συνήθως ασύμφορη.
Σε πολλά από τα είδη διατροφής σήμερα όπως στο μαλακό στάρι (από το οποίο παράγεται το ψωμί), στο βόειο και χοιρινό κρέας, στα όσπρια, στη ζάχαρη (κλείσιμο ΕΒΖ, λόγω ποσόστωσης, από την ΕΕ), είμαστε άκρως ελλειμματικοί. Επιπλέον, η όποια επάρκεια έχουμε είναι λίγο πολύ πλασματική. Όλη η φυτική παραγωγή εξαρτάται από τις εισαγωγές σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, μηχανημάτων. Η διατήρηση ποσοστού επάρκειας 40% στο αγελαδινό γάλα εξαρτάται από τις εισαγωγές έτοιμων ζώων από τη Β. Ευρώπη. Αν οι Βρυξέλλες αποφασίσουν να «τραβήξουν το χαλί» των επιδοτήσεων θα αφανιστούν οι αιγοπροβατοτρόφοι την επόμενη μέρα. Η τιμή της σόγιας τις τελευταίες τρείς εβδομάδες αυξήθηκε κατά 50 ευρώ/τόνο και όλη η κτηνοτροφία θα υποστεί ισχυρό σοκ, σε περίπτωση που η αύξηση συνεχιστεί.
Η πανδημία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ελλείψεις βασικών διατροφικών αγαθών, αν κάποιοι βασικοί τροφοδότες μας αποφασίσουν να εφαρμόσουν «διατροφικό εθνικισμό» ή συνάψουν πιο συμφέρουσες συμφωνίες με άλλες χώρες.
Πρόσφατα ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, επιχειρώντας να καθησυχάσει τον λαό, μίλησε για δημιουργία «πράσινων λωρίδων» στα σύνορα ώστε να διευκολύνονται οι εισαγωγές τροφίμων προκειμένου να μην υπάρξει πρόβλημα επάρκειας. Ακόμα και τώρα, που εκ των πραγμάτων υποχρεώνονται να αναγνωρίσουν τον κίνδυνο έλλειψης τροφίμων, την κυβέρνηση και όλο το πολιτικό σύστημα δεν τους απασχολεί η εθνική παραγωγή.
Διατροφική επάρκεια σημαίνει «τί», «γιατί», «πόσο» και «πώς» πρέπει να παράγει η χώρα. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση που δεν χωρά στον πολιτικό λόγο και τη σκέψη των ευρώδουλων, γερμανόφιλων, φανατικών θιασωτών της παγκοσμιοποίησης. Αδιαφορούν για την παραγωγική συρρίκνωση και εν τέλει την υλική και πολιτισμική εξαΰλωση των Ελλήνων.