Το άρθρο βασίστηκε σε παρέμβαση του Νίκου Χουντή κατά τη διάρκεια συζήτησης για τη Δημοκρατία στην ΕΕ στην Ευρωομάδα της Αριστεράς (GUE/NGL) στις 28/06/17
A. Ποιος αποφάσισε, και πως, την ίδρυση της ΕΟΚ/ΕΕ
Η ίδρυση της ΕΟΚ, αρχικά, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη συνέχεια ακολούθησε τη λεγόμενη “αριστοκρατική μέθοδο” συγκρότησης, δηλαδή, μια διαδικασία στην οποία δημιουργείται “από τα πάνω”, από τους ισχυρούς, από τις κυβερνήσεις ή/και από κοινωνικές τάξεις και πολιτικές ελίτ, μια υπερεθνική οντότητα, χωρίς καμία δημοκρατική λαϊκή νομιμοποίηση ή έγκριση.
Η αρχική μορφή αυτής της υπερεθνικής οντότητας περιόριζε το πεδίο αναφοράς της στην οικονομία και την εμπορική και συναλλαγματική συνεργασία των χωρών μελών. Στη συνέχεια, όμως, γίνεται πιο στενή αυτή η συνεργασία, αποκτά ευρύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά και διευρύνεται το πεδίο αναφοράς από το εμπόριο και τον ανταγωνισμό, στη νομισματική και οικονομική πολιτική, το περιβάλλον, τη δημοσιονομική διαχείριση, τις ρυθμίσεις των αγορών, τα δικαιώματα του καταναλωτή, τη δικαστική συνεργασία την κοινή αμυντική πολιτική κα.
Αυτή η συνεχής “ένωση” διαφορετικών κρατών, με διαφορετική πολιτική και πολιτιστική κουλτούρα, και διαφορετικές νομικές και συνταγματικές παραδόσεις, γεννά μια εξ αντικειμένου αντιθετική σχέση μεταξύ του εθνικού δικαίου και του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου.
Ποιο δίκαιο υπερισχύει ποιου; Το εθνικό σύνταγμα μιας χώρας ή οι ευρωπαϊκές Συνθήκες και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Και αν το ευρωπαϊκό δίκαιο σταματά εκεί που τελειώνουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές, τι συμβαίνει στην περίπτωση που η διείσδυση της δικαιοδοσίας της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι τόσο ολοκληρωτική που στην πραγματικότητα ακυρώνει το εθνικό δίκαιο, την εθνική δικαιοδοσία και κατ’ επέκταση την ίδια την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας;
Επίσης, τι συμβαίνει με τη συνεχή εκχώρηση εξουσιών σε ευρωπαϊκά όργανα που ούτε εκλεγμένα είναι, αλλά και συνεχώς ανεξαρτητοποιούνται στο όνομα της «τεχνικής πολιτικής ουδετερότητας»;
Β. Το Δημοκρατικό έλλειμμα στα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Οι ευρωπαϊκές ενοποιητικές διαδικασίες, από την αρχή, παρουσίαζαν όχι μόνο ένα δημοκρατικό έλλειμμα, αλλά χαρακτηριζόντουσαν από μια απέχθεια σε κάθε προσπάθεια ή να εμπλακεί ο λαϊκός παράγοντας στη νομιμοποίησή του.
Έτσι, οι θεσμοί της Ένωσης ιδρύθηκαν με διαδικασίες βήμα-βήμα, μέσω διακυβερνητικών συνόδων των αρχηγών των κρατών-μελών, χωρίς καμία διαφάνεια ή συμμετοχή δημοκρατικών οργάνων ή/και πολιτών.
Μάλιστα, όποτε μια νέα ενοποιητική προσπάθεια τέθηκε στην κρίση των πολιτών, αυτοί την καταψήφισαν, διαπιστώνοντας πολλά προβλήματα σε αυτή τη διαδικασία.
Ένας από τους λόγους αυτής της απόρριψης των ενοποιητικών διαδικασιών, θα μπορούσε να βρεθεί και στην ανυπαρξία μιας εγγύησης κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής προστασίας που θα παρέχει η ΕΕ, ως αντιστάθμισμα στην επέλαση των δυνάμεων της αγοράς και της νεοφιλελεύθερης ατζέντας.
Ακόμα και η σοσιαλδημοκρατική “κατάκτηση” ενός κοινωνικού πυλώνα και της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αποδείχτηκαν, όπως είχε προειδοποιήσει η Αριστερά δεκαετίες πριν, περισσότερο διακοσμητικά νομικά κείμενα, αφού κουτσουρεύτηκαν και παραβιάστηκαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Βασική πολιτική αρχή της ΕΕ, ειδικά μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, φάνηκε ότι είναι η αρχή της υπερίσχυσης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής ατζέντας έναντι όλων των άλλων προτεραιοτήτων στην οικονομία, την κοινωνία, αλλά και τους δημοκρατικούς θεσμούς και διαδικασίες.
Για τον νεοφιλελευθερισμό και κατ’ επέκταση για την ΕΕ, η δημοκρατία αποτελεί ένα εμπόδιο που πρέπει με κάθε τρόπο να το υπερβεί. Δεν μπορούν οι αγορές, η ανταγωνιστικότητα, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, να κρίνονται και να αποφασίζονται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες με τη συμμετοχή των πολιτών. Αυτά είναι θέματα που αποφασίζονται πίσω από κλειστές πόρτες, με αδιαφάνεια, ώστε να ασκούνται με πιο καθαρό τρόπο οι εκβιασμοί και οι πιέσεις των ισχυρότερων έναντι των πιο αδύναμων.
Παράδειγμα τέτοιας “φοβίας” έναντι των δημοκρατικών διαδικασιών είναι ο περιορισμένος ρόλος που επιφυλάσσει η ΕΕ για θεσμικά όργανα όπως το Ευρωκοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια. Το Ευρωκοινοβούλιο διαθέτει ακόμα πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες όσον αφορά την χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής, ενώ όσες νομοθετικές αρμοδιότητες διαθέτει, αυτές ασκούνται πάντα υπό την ηγεμονία του Συμβουλίου, μέσω της κυριάρχησης των πολιτικών ομάδων της Δεξιάς και των Σοσιαλδημοκρατών.
Γ. Κρίση και Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην ΕΕ, εκτός από τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους, επιτέθηκαν και στην ίδια τη Δημοκρατία, με την τυπική, τη θεσμική και την ουσιαστική έννοιά της.
Όσες χώρες εντάχθηκαν σε καθεστώς προγράμματος, απεμπόλησαν οποιοδήποτε δικαίωμα είχαν στην χάραξη και υλοποίηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, μέσω της κυριάρχησης της Τρόικα, ενώ οι δημοκρατικές διαδικασίες και οι θεσμοί, υποβαθμίστηκαν.
Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό. Η χώρα εντάχθηκε στο πρώτο πρόγραμμα με αμφίβολης συνταγματικότητας διαδικασία, το κοινοβούλιο ψήφιζε και ψηφίζει μέτρα που κρίνονται αντισυνταγματικά από τα εθνικά και μερικές φορές και από διεθνή δικαστήρια και οι εκάστοτε ελληνικές κυβέρνησης μαζί με την Τρόικα, συνεχίζουν να εφαρμόζουν την ίδια πολιτική, βυθίζοντας την οικονομία σε μακρόχρονη ύφεση.
Αλλά αυτό το παράδειγμα έχει πλέον ενταχθεί στο γενικότερο δομικό πλαίσιο της ΟΝΕ και του Ευρώ και επομένως όλες οι χώρες θα βρίσκονται στη θέση της Ελλάδας, εάν θελήσουν να εφαρμόσουν μια εναλλακτική πολιτική.
Η ΟΝΕ και η ΕΚΤ πλέον έχει θωρακιστεί μέσω της αναθεωρημένης Οικονομικής Διακυβέρνησης και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ώστε να ασκεί τη μεγαλύτερη δυνατή εξουσία πάνω στους εθνικούς προϋπολογισμούς και τις εθνικές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές μιας χώρας.
Όσα στρατηγικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί από την πλευρά της Κομισιόν και άλλων θεσμών της ΕΕ, προτείνουν τη συνέχιση της ίδιας πορείας. Η εμβάθυνση της ΟΝΕ επομένως, με τις διάφορες προτάσεις για Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, μεγαλύτερη τραπεζική ένωση, Υπουργό Οικονομικών του Ευρώ κ.α. έχουν τον ίδιο κοινό παρανομαστή. Την απουσία της δημοκρατίας και των πολιτών από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Δ. Η Αριστερά, η Δημοκρατία και η ενοποιητική πορεία της ΕΕ
Η Αριστερά, με διαφορετικές προσεγγίσεις, ήταν πάντα κριτική στις ενοποιητικές διαδικασίες, όχι μόνο γιατί αυτές που έχουν επιλεγεί είναι αντιδημοκρατικές και αυταρχικές, αλλά και γιατί τα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών είναι μια ΕΕ που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί έναν υπερεθνικό μηχανισμό επιβολής συγκεκριμένων πολιτικών, και ως τέτοιος δεν μπορεί παρά να περιορίζει σε διακοσμητικό ρόλο κάθε δημοκρατική διαδικασία.
Πως μπορεί να αντιδράσει η Αριστερά στην Ευρώπη;
Μια άποψη μέσα στην Αριστερά θεωρεί ότι μπορούμε να μεταρρυθμίσουμε τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, κατακτώντας σιγά σιγά την ηγεμονία και μετατοπίζοντας τον συσχετισμό δύναμης.
Την άποψη αυτή τη θεωρούμε λανθασμένη για δύο λόγους. Πρώτον, με βάση τις θεσμικές δομές της ΕΕ για να επιτευχθεί αυτή η προοδευτική στροφή απαιτούνται τόσο μεγάλες αλλαγές στο συσχετισμό δύναμης, που μόνο η κατάκτηση της εξουσίας από την Αριστερά σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, θα τις εγγυόταν. Δεύτερον, το παράδειγμα της Ελλάδας αποδεικνύει οι ίδιες οι δομές της ΕΕ δεν επιτρέπουν καμία μετατόπιση από την προδιαγεγραμμένη πορεία υλοποίησης του νεοφιλελευθερισμού.
Η δεύτερη άποψη μέσα στην Αριστερά υποστηρίζει τη ρήξη με τις πολιτικές και τις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να μπορέσει μια προοδευτική αριστερή πολιτική πλειοψηφία να εφαρμόσει φιλολαϊκές και δημοκρατικές ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις.
Κατά τη γνώμη μας δεν υπάρχουν πολιτικά και θεσμικά περιθώρια “προοδευτικών κατακτήσεων” στο σημερινό ευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας. Το αντίθετο μάλιστα. Όλα τα στρατηγικά κείμενα που περιγράφουν τις αλλαγές που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια στην ΕΕ, στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνικής πολιτικής, της κοινής άμυνας, του προσφυγικού κ.α. δείχνουν ότι η ΕΕ θα γίνεται όλο και πιο αντιδραστική, όλο και πιο αυταρχική, όλο και πιο αντιδημοκρατική.
Είναι αξιακή υποχρέωση της Αριστεράς να αγωνιστεί και να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Είναι πολιτική υποχρέωση για την Αριστερά στην Ευρώπη να δώσει και ένα ρεαλιστικό όραμα στους λαούς ώστε να μην κερδίσει η ηττοπάθεια, η παραίτηση και οι λαϊκίστικες ακροδεξιές φωνές που γίνονται όλο και πιο θελκτικές αυτόν τον καιρό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο δήθεν εξανθρωπισμός και προοδευτικός εκσυγχρονισμός της δεν είναι ένα ρεαλιστικό όραμα. Είναι μια παραδοχή της ήττας της Αριστεράς και των ιδανικών της έναντι του καπιταλιστικού παραδείγματος.
Ρεαλιστική προοπτική είναι οι λαοί της Ευρώπης και οι χώρες τους να συνεργαστούν με ισότιμους όρους και με πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία κάθε κράτους σε τομείς όπως η οικονομία, το εμπόριο, η προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, εκτός του πλαισίου της ΟΝΕ και της ΕΕ, που αποτελούν μια θεσμική ρωμαϊκή αρένα όπου η ισχύς του δυνατού επιβάλλεται στους αδύναμους.
Είναι καιρός η Αριστερά να ξαναγίνει η πολιτική δύναμη εκείνη που θα διανοίγει δρόμους προοδευτικής και ριζοσπαστικής αλλαγής. Ιστορικούς δρόμους για τους λαούς μας και την ανθρωπότητα με κατεύθυνση την περισσότερη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την κοινωνική δικαιοσύνη στην παραγωγή και κατανομή του πλούτου.