Οταν ξεκινούσαμε για τη Δαμασκό, δεν περιμέναμε πολλά απρόοπτα. Γνωρίζαμε ότι πριν από λίγες εβδομάδες ο συριακός στρατός είχε καταλάβει εξ ολοκλήρου την ανατολική Γούτα, απ’ όπου ισλαμιστές αντικαθεστωτικοί εκτόξευαν ρουκέτες και όλμους προς το κέντρο της πρωτεύουσας, προκαλώντας χάος και αιματοχυσία. Η αίσθηση που είχαμε σχηματίσει από τα διεθνή πρακτορεία ήταν ότι ο Ασαντ διεξάγει τις τελευταίες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και ότι η ζωή επιστρέφει στην ομαλότητα.
Η εικόνα άρχισε να αλλάζει στα τελευταία από τα 137 χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Βηρυτό από τη Δαμασκό. Πυκνές στήλες μαύρου καπνού ανέβαιναν στον ουρανό από τα νότια. Την πρώτη νύχτα στο ξενοδοχείο ξυπνήσαμε από βομβαρδισμούς αεροπλάνων (ίσως συριακών, ίσως ρωσικών), όχι πολύ μακριά μας. Το επόμενο πρωί μάθαμε ότι οι σφοδρές συγκρούσεις διεξάγονταν στο Γιαρμούκ, μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης.
Ξεκινήσαμε για το Γιαρμούκ τη Δευτέρα το μεσημέρι, αμέσως μετά τη συνέντευξη που πήρε από τον Ασαντ ο Αλέξης Παπαχελάς. Μέχρι πρόσφατα, το Γιαρμούκ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς Παλαιστινίων προσφύγων, με πολύ πυκνή δόμηση. Περίπου 160.000 άνθρωποι ζούσαν στα ψηλά κτίρια, με τα στενά, ανήλιαγα σοκάκια. Από το 2015, οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Νούσρα κατείχαν το 60% του καταυλισμού. Αυτό που ακολούθησε ξεπερνά τη φαντασία ακόμη και ανθρώπων που έχουν ζήσει αρκετές πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή.
Με το ντουφέκι και το νερό στην πλάτη, τα βασικά εφόδια για τη σκοπιά.
Οταν φτάσαμε στην είσοδο του καταυλισμού, αντικρίσαμε κουφάρια από καπνισμένα κτίρια. Τρία τεθωρακισμένα ήταν ακροβολισμένα στην περίμετρο. Σ’ αυτό τον ανηλεή πόλεμο σοκάκι το σοκάκι, τετράγωνο το τετράγωνο, όροφο τον όροφο, τα τανκς είναι άχρηστα. Στο επιχειρησιακό κέντρο μας υποδέχθηκε ο Αμάρ Χασάμ, αξιωματικός του συριακού στρατού χωρίς διακριτικά, που δεν θέλησε να μας πει τον βαθμό του ή τις μονάδες που διοικούσε. Ακούσαμε ότι πρόκειται για επίλεκτες συριακές δυνάμεις, ενισχυμένες από Ιρανούς και Παλαιστινίους του Λαϊκού Μετώπου.
Ανθρώπινες ασπίδες
«Μετά την έφοδο του Ισλαμικού Κράτους, έφυγε η συντριπτική πλειονότητα των αμάχων από το Γιαρμούκ», μας λέει ο Χασάμ. «Οι τζιχαντιστές μετέτρεψαν αυτό εκεί το κτίριο σε ισλαμικό δικαστήριο, που λειτουργούσε με βάση τη σαρία, επιβάλλοντας εκτελέσεις και ακρωτηριασμούς. Αφού απελευθερώσαμε την ανατολική Γούτα, στραφήκαμε στη νότια Δαμασκό. Βήμα το βήμα, καταφέραμε να απελευθερώσουμε το 50% της περιοχής και ο κλοιός στενεύει ολοένα. Προ τριών ημερών, έπειτα από μεσολάβηση των Ρώσων, οι μαχητές της Χαγιέτ Ταχρίρ Αλ Σαμ (πρώην Αλ Νούσρα) συμφώνησαν να φύγουν για το Ιντλίμπ. Τώρα έχουν απομείνει κάπου 2.000 οικογένειες μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και αμάχων, που τους κρατάνε ως ανθρώπινες ασπίδες».
Μετακινούμαστε με αυτοκίνητο προς τη γραμμή του μετώπου, συνοδεία στρατιωτών. Εισερχόμενα και εξερχόμενα πυρά κάθε είδους – τουφέκια, πολυβόλα, πυρά πυροβολικού που δεν τα ξεχωρίζουμε. Το πυκνό δάσος από τους σκελετούς των γκρεμισμένων κτιρίων προσφέρει κάλυψη. Οι κυριότεροι κίνδυνοι είναι αόρατοι και αθόρυβοι. Οι ελεύθεροι σκοπευτές, που μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε. Οι νάρκες που στοίχισαν τις προάλλες τη ζωή ενός δημοσιογράφου και τα πόδια ενός φωτορεπόρτερ. Τα βλήματα κάτω από τα χαλάσματα που δεν έχουν εκραγεί. Αλλά και οι ενέδρες τζιχαντιστών, που σκάβουν τούνελ και βγαίνουν ξαφνικά πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Δύο μέρες πριν πάμε στο Γιαρμούκ, έπιασαν με αυτό τον τρόπο δύο στρατιώτες, τους έντυσαν με πορτοκαλί στολές, τους έβαλαν να σκάψουν τον τάφο τους, τους αποκεφάλισαν και τους έχωσαν μέσα, για να ανεβάσουν στο YouTube το φρικτό βίντεο.
Το πιο αποτελεσματικό μέσο μεταφοράς ανάμεσα στο αρχηγείο και στο μέτωπο.
Ο Αλέξης γοητεύεται από μια οργιαστικά ανθισμένη μπουκαμβίλια, το μοναδικό ίχνος ζωής που προβάλλει μέσα από τα χαλάσματα. Εννοεί να την απαθανατίσει στο smartphone. Το βράδυ, στην Παλιά Πόλη της Δαμασκού, οι γνώριμες σκηνές, που είχαμε δει και τις προηγούμενες μέρες, μας φαίνονται τώρα σουρεαλιστικές. Οι άνθρωποι κατακλύζουν τα σοκάκια με τα γραφικά καφέ, τα εστιατόρια και τα πολύβουα σουκ, τις κλειστές αγορές, διασκεδάζουν, ψωνίζουν και φλερτάρουν, χωρίς να δείχνουν την παραμικρή ταραχή στους περιοδικούς κρότους των μακρινών εκρήξεων.
Δύο μέρες αργότερα, όταν είμαστε πια στην Αθήνα, μαθαίνουμε ότι τρεις όλμοι των τζιχαντιστών έφυγαν από το Γιαρμούκ και προσγειώθηκαν στην πλατεία αλ Μαϊσάτ, γύρω στα 400 μέτρα από το ξενοδοχείο που μέναμε, σκοτώνοντας πέντε και τραυματίζοντας 14 ανθρώπους. Η νότια Δαμασκός σύντομα θα έχει εκκαθαριστεί. Το ερώτημα είναι πώς θα ζήσουν ξανά μαζί οι άνθρωποι που βίωσαν αυτόν τον εφιάλτη και πώς θα επουλωθούν τα αόρατα τραύματα, μέσα στο μυαλό τους.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, σε μια άλλη Δαμασκό
Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου με τον συνοδό της αποστολής και φόντο μία μπουκαμβίλια που επιβεβαιώνει ότι η ζωή διεκδικεί πάντα τα δικαιώματά της.
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Μπασάρ αλ Ασαντ ήταν τον Δεκέμβριο του 2003, και πάλι στη Δαμασκό, για συνέντευξη στην «Κ». Είχε μόλις τρία χρόνια στην εξουσία, μετά τον θάνατο του πατέρα του, Χαφέζ Ασαντ. Διατηρούσα την ανάμνηση ενός ευγενούς ανθρώπου, που μου έλεγε ότι θεωρεί την Τουρκία φιλική χώρα, ότι δεν βλέπει τις ΗΠΑ ως αντίπαλο και ότι επιθυμεί να υπογράψει εταιρική σχέση με την Ε.Ε.
Από τότε, είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες. Ο Ασαντ που είδα τη Δευτέρα, ήταν ο ίδιος χαρακτήρας, που δεν σηκώνει τον τόνο ούτε στην πιο αιχμηρή ερώτηση, αλλά ο κόσμος γύρω του είχε αλλάξει δραματικά. Αυτή τη φορά, περιγράφει τον Ερντογάν ως ηγέτη των Αδελφών Μουσουλμάνων και θεωρεί τις ΗΠΑ και τη Γαλλία δυνάμεις κατοχής.
Στη χαλαρή κουβέντα που είχαμε, προτού αρχίσει η συνέντευξη με τον Αλέξη Παπαχελά, ο Ασαντ μας είπε ότι ο πόλεμος, με όλα τα τραγικά του, έφερε μια βαθιά πολιτιστική αλλαγή στη Συρία. Εχοντας βιώσει τις ακρότητες των τζιχαντιστών, η κοινωνία πήγε «πιο αριστερά», όπως μας είπε, εννοώντας ότι πολλοί στράφηκαν προς τις κοσμικές αξίες, απορρίπτοντας τον θρησκευτικό φανατισμό.
Η αλήθεια είναι ότι η Δαμασκός που είδαμε, έμοιαζε, μαζί με τη Βηρυτό, με την πιο κοσμική πρωτεύουσα αραβικού κράτους. Στο γραφικό καφέ Αλ Νάουφαρα, δίπλα στον τάφο του Σαλαντίν και το μεγαλοπρεπές τζαμί των Ομεϋαδών, κορίτσια χωρίς μαντίλα καπνίζουν ναργιλέ με τα αγόρια ή τις φίλες τους. Στο παραδοσιακό εστιατόριο Ναράνζ, χριστιανοί και μουσουλμάνοι απολαμβάνουν το γεύμα σε μεικτές παρέες, με αλκοόλ ή χωρίς.
Παρά τα πυκνά σημεία ελέγχου του στρατού, η καθημερινότητα αποπνέει αλλόκοτη κανονικότητα. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι συγκοινωνίες και η αγορά λειτουργούν, παρότι η χώρα είναι αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές. Το περίφημο ζαχαροπλαστείο των Αδελφών Νταούντ, που πέρασε δύσκολα χρόνια, έχει ξαναρχίσει τις εξαγωγές και οι 20 υπάλληλοί του δεν προλαβαίνουν να γεμίζουν τους στρογγυλούς δίσκους με τα μπακλαβαδάκια και τα φημισμένα μπισκότα με φιστίκι και σουσάμι.
Αυτά που είδαμε δεν είναι, βέβαια, παρά ψηφίδες της μεγάλης εικόνας. Πιο σκοτεινές πρέπει να είναι οι ψηφίδες από τη Χομς, τη Χάμα ή το ανατολικό Χαλέπι. Μια φορά, στη Δαμασκό, οι άνθρωποι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα χειρότερα είναι πίσω τους. Μακάρι να έχουν δίκιο.