Ι. Η Δήλωση
Η στέρηση της ελεύθερης κυκλοφορίας, για σχεδόν τις μισές ώρες του 24ωρου και επί τόσους
μήνες και δια της υποχρεώσεως χρήσεως είτε εγγράφων είτε ηλεκτρονικών μέσων για την
οποιουδήποτε είδους μετακίνησή μου, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας μου στο σύνολό της και καθολικά. Η προσβολή αυτή είναι παράνομη, αντιδημοκρατική, αντισυνταγματική και αντίθετηπρος τις Αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Η Ελληνική Κυβέρνηση που το πράττει αυτό και ιδίως ο Πρωθυπουργός της χώρας που έχει την κύρια ευθύνη των πολιτικών επιλογών και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου που υπογράφουν τα σχετικά νομοθετικά κείμενα έχουν κατά πολύ υπερβεί την αρμοδιότητα που έχουν λάβει από τον κυρίαρχο λαό δια μέσου της εκλογικής διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό κινούνται πλέον σε χώρο εκτός της δημοκρατικής νομιμότητας σύμφωνα με το ελληνικό πολίτευμα και πρέπει άμεσα να παραιτηθούν.
Ζητώ την άμεση παραίτηση του Πρωθυπουργού και των προαναφερομένων Υπουργών.
Ζητώ από τα κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου να πράξουν όπως οφείλουν για την
αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξεως και της επιστροφής της χώρας σε πραγματική
δημοκρατική διακυβέρνηση σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας.
Ζητώ τον απόλυτο σεβασμό της προσωπικότητός μου και την άρση κάθε περιοριστικού μέτρου στο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμά μου, το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας.
Δηλώνω ότι με την στέρηση της ελεύθερης κυκλοφορίας μου, η οποία γίνεται με την απαγόρευση κυκλοφορίας για συγκεκριμένες ώρες αλλά και με την παράλληλη υποχρέωση για αποστολή είτε μηνυμάτων sms είτε την χρήση εγγράφων πιστοποιητικών ή άλλων εγγράφων παραβιάζονται και καταπατούνται ιδίως τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και παρ. 4, 25 παρ. 1 και 2, και 120 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματος του 1975 όπως ισχύει. Επίσης παραβιάζεται το α 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και ιδίως το α 2 παρ. 1 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, παραβιάζονται τα α 1 εδ. α, α 3 και ιδίως α 13 παρ. 1, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τέλος παραβιάζεται το α 12 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
Ο δηλών Έλληνας Πολίτης
ΙΙ. Τα αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος και σχολιασμός τους
Ακολουθεί το κείμενο των άρθρων του ελληνικού Συντάγματος που αναφέρονται πιο πάνω. Κάτω από κάθε άρθρο υπάρχουν κάποιες σκέψεις και ερωτήματα που ερμηνεύουν τις θέσεις της ανωτέρω Δήλωσης. Στο τέλος σε επίμετρο παρατίθενται τα κείμενα των άρθρων των Διεθνών Νομοθετικών Κειμένων που επίσης έχουν αναφερθεί, καθώς και διαδικτυακές παραπομπές για αυτούσια τα αναφερόμενα στο παρόν νομοθετικά κείμενα.
Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει μετά την Θ’ Αναθεώρησή του:
Άρθρο 2 (παρ. 1)
O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.
Η διάταξη αυτή θεωρείται τόσο σημαντική που ο συνταγματικός νομοθέτης την έχει συμπεριλάβει στο πρώτο μέρος του Συντάγματος, στις Βασικές διατάξεις και μάλιστα τις αφορούσες την μορφή του πολιτεύματος. Η ελευθερία κίνησης του ατόμου δεν μπορεί παρά να γίνεται αντιληπτή ως πυρηνικό δικαίωμα και ταυτοχρόνως κατάσταση που συνάδει με αυτή καθ΄ εαυτή την ανθρώπινη υπόσταση. Γι’ αυτό και η υπό όρους στέρησή της γίνεται με αυστηρές προϋποθέσεις και νομοθετικές προβλέψεις και σε κλειστό αριθμό περιπτώσεων σχετιζόμενων με επιβολή κυρώσεων ή αναγκαίων προληπτικών μέτρων, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση του καθορισμού αυτών από την ανεξάρτητη δικαστική εξουσία. Η προστασία του προσώπου ή άλλως της προσωπικότητός του σημαίνει προστασία του σώματος, της ψυχικής καταστάσεως και της ηθικής υποστάσεως του
ατόμου.
Και ερωτάται ευλόγως: όταν στερούμε την απαραίτητη για τον άνθρωπο κίνηση του σώματός του για την μισή σχεδόν ημέρα, όταν τον εξαναγκάζουμε να ζει σε συνθήκες υποχρεωτικού εγκλεισμού και όταν του φερόμαστε ως ανώριμου πλάσματος, σχεδόν νηπίου ή τέλος πάντων παιδιού, που για να μπορεί να πάει κάπου θα πρέπει να ενημερώσει από πριν και να πάρει άδεια (Βεβαιώσεις Κυκλοφορίας, sms κλπ) τότε αυτά που του επιβάλουμε δεν προσβάλουν ποικιλοτρόπως την προσωπικότητά του;
Άρθρο 4 (παρ. 1)
Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
H ισότητα ενώπιον του νόμου μπορεί να θεωρείται δεδομένη και αυτονόητη, αν και καθόλου δεν είναι έτσι τα πράγματα στην αληθινή ζωή.
Αλλά τι είδους ισότητα υπάρχει απέναντι στο νόμο όταν ουσιαστικά η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ζει κατά το ήμισυ της ημέρας της έγκλειστη ή χωρίς την δυνατότητα άσκησης της
εργασίας της ή υποχρεούμενη σε εξευτελιστικούς όρους για να μπορέσει να κινηθεί για
στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες της (πχ. τρόφιμα, φάρμακα, συνάντηση ηλικιωμένων, σωματική άσκηση κλπ);
Και στον ίδιο χρόνο, τόπο και καιρό, στα ΜΜΕ δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης όχι απλώς στο εσωτερικό των Νοσοκομείων που αγωνίζονται να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες, αλλά ακόμη και σε ΜΕΘ, δίνεται η δυνατότητα σε φίλα προσκείμενους επιστήμονες να αλωνίζουν την χώρα και να προωθούν την μία και απόλυτη αλήθεια περί της νόσου COVID-19 ή τέλος δίνεται η δυνατότητα σε μεγάλες εργολαβικές-κατασκευαστικές εταιρείες να συνεχίζουν τα έργα τους χωρίς κανενός είδους περιορισμό στην κίνηση των εργαζομένων τους και των μηχανημάτων τους. Τι είδους ισότητα υπάρχει όταν ο μικρέμπορος που δέχεται ελάχιστα άτομα στο κατάστημά του απαγορεύεται να πάει σε αυτό ή να δουλέψει; Αλλά την ίδια ώρα στους κολοσσούς του λιανεμπορίου τα πάντα είναι ανοιχτά σε κίνηση, μεταφορά και ανάπτυξη.
Άρθρο 5 (παρ. 1 και παρ. 4)
1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και νασυμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν.
Από τα ευρισκόμενα στο κέντρο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας βρίσκονται ο
δυνατότητες ελεύθερης κίνησης και εγκατάστασης. Άλλωστε αυτό εκλαμβάνεται ως τόσο
αυτονόητο που το αντίθετό του, δηλαδή την στέρηση της ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης τα εντάσσουμε πρώτα και κύρια στις ποινές, δηλαδή σε επιβαλλόμενο από την συγκροτημένη Πολιτεία κακό -και πάλι όμως με την προϋπόθεση προηγούμενης κρίσης και ρύθμισης από την Δικαιοσύνη.
Περιορισμοί στο όνομα οιασδήποτε ανάγκης δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αλλοίωση της ουσίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Μαθητές στο σπίτι εκτός του φυσικού τους χώρου (του σχολείου), φοιτητές στο σπίτι εκτός του φυσικού τους χώρου (του Πανεπιστημίου), αθλητές στο σπίτι εκτός τους φυσικού τους χώρου (του σταδίου και του γυμναστηρίου), διάδικοι, δικαστές και δικηγόροι στο σπίτι εκτός του φυσικού τους χώρους (των δικαστηρίων) πως μπορούν να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους, πως μπορούν να λειτουργήσουν, να προοδεύσουν και να κτίσουν τις ζωές, τους χαρακτήρες και την ευημερία τους;
Άρθρο 25
1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα
υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
2. H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.
Το ίδιο το Κράτος υποχρεούται να μας προστατεύσει και να εγγυάται την ακώλυτη και αληθινή πραγμάτωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων μας. Οι περιορισμοί πρέπει να τίθενται από το
Σύνταγμα ή από νόμο, που δεν μπορεί να είναι οποιοσδήποτε νόμος και τελούν πάντοτε υπό την αρχή της αναλογικότητας.
Τηρείται όμως αυτή η αρχή, της αναλογικότητας, όταν το σύνολο ενός πληθυσμού στερείται
μεγάλο μέρος της ουσιαστικής ελευθερίας του και όταν περιορίζεται για παρουσιαζόμενους ως προληπτικούς λόγους; Και μπορεί να πραγματωθεί η κοινωνική πρόοδος κάτω από τέτοιες
συνθήκες που πλέον τείνουν να μετατραπούν σε μία νέα (ανισόρροπη) κανονικότητα;
Υπάρχει αναλογικότητα και ακόμη υπάρχει και λογική όταν περιστέλλω την ελευθερία κίνησης υγιών ανθρώπων, υπό το θεωρητικό σχήμα ότι μπορεί να γίνουν φορείς μίας νόσου; Δεν είναι λογικότερο να στερώ την ελευθερία κίνησης στους βεβαιωμένα ασθενείς (και πάλι φυσικά με όλους τους όρους του νόμου και του σεβασμού τους ως ατόμων και ακόμη υπό τους πρόσθετους όρους που ισχύουν για τους ασθενείς);
Μπορώ να ακινητοποιώ μία κοινωνία υπό το πρόσχημα ενός μεγάλου κινδύνου; Η προφανέστατη απάντηση που μπορεί να στηρίζεται στο Σύνταγμα και τις πανανθρώπινες αρχές είναι ότι δεν
μπορώ να επεμβαίνω στον πυρήνα της ελευθερίας του ατόμου. Καμία ανάγκη ή κίνδυνος δεν μπορεί να μου δώσει αυτό το δικαίωμα. Γιατί αν αρχίσω να επεμβαίνω στον πυρήνα της έννοιας της ελευθερίας του ατόμου τότε ανοίγω τις πύλες της κολάσεως για την φύση και ουσία των
δικαιωμάτων αυτών. Και σκηνοθετώ το θέατρο του παραλόγου για τους πολιτειακούς και
δημοκρατικούς θεσμούς. Όπου στο όνομα ενός πιθανού καλού σου στερώ ένα μεγαλύτερο καλό που ήδη απολαμβάνεις.
Τι μπορεί να αποτρέψει στο μέλλον, όταν ξεκινήσει αυτός ο τρόπος, να σου στερώ κατά καιρούς άλλα στοιχεία της έννοιας της ελευθερίας σου (πχ την ιδιοκτησία, την εργασία, τον αυτοκαθορισμό της σεξουαλικής ζωής, την δημιουργία οικογένειας κλπ) στο όνομα άλλων μεγάλων αναγκών (πχ γιατί θέλω να αντιμετωπίσω την μείωση των φυσικών και ενεργειακών πόρων ή γιατί θέλω να ελέγξω τον υπερπληθυσμό του πλανήτη κλπ);
Άρθρο 120 (Ακροτελεύτια διάταξη, παρ. 2, 3 και 4)
2. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
3. Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος.
4. H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
Τι μένει στον πολίτη που θέλει να περισώσει την ελευθερία του αλλά ταυτόχρονα σέβεται το
πολίτευμα της χώρας του και το Σύνταγμά της ως υπέρτατο ρυθμιστικό νομικό κείμενο για την λειτουργία της κοινωνίας της οποίας είναι μέτοχος;
Αυτό που μένει λοιπόν στον πολίτη, στον άνθρωπο, στο πρόσωπο και στο άτομο είναι να αρνηθεί, να αντιδράσει και να αντισταθεί.
Κατά το ισχύον Σύνταγμα του 1975 αυτό δεν είναι απλό δικαίωμα του πολίτη αλλά είναι και
ταυτόχρονη υποχρέωσή του. Τους τρόπους το Σύνταγμα δεν τους καθορίζει. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, δηλαδή πώς θα μπορούσαν να καθοριστούν οι τρόποι αντίδρασης, όταν αρχίζουμε να βρισκόμαστε σε θολά νερά, σε περιοχές αντικανονικά και αντιθεσμικά λειτουργούσας Διοίκησης και Οργάνων του Κράτους; Με προεξάρχουσα μάλιστα σε αυτήν την εκτροπή εκ του συνταγματικού δρόμου την ίδια την Κυβέρνηση της χώρας.
Στο ερώτημα λοιπόν τι μπορεί να κάνει ο πολίτης, η απάντηση που πρέπει να δίνεται είναι ότι μπορεί να κάνει πολλά: να δηλώσει ξεκάθαρα και αιτιολογημένα την άρνησή του, να κοινοποιήσει με έγγραφα ή ηλεκτρονικά μέσα την θέση του, να ζητήσει την παραίτηση των παρεκτρεπομένων, να επιδιώξει την σύμπραξη και συνέργεια των άλλων εκπροσώπων και φορέων των σύνθετων και πολλαπλών πολιτικών σχηματισμών και μορφωμάτων που δραστηριοποιούνται στην χώρα. Μπορεί να κάνει πράξεις κινηματικές, προσφυγή σε δικαστήρια, να απασχολήσει τα ΜΜΕ του εσωτερικούκαι του εξωτερικού.
Ο πολίτης μπορεί να πράξει όλα ή κάποια από τα προαναφερόμενα ή μπορεί να βρει άλλες λύσειςγια την προστασία και αποκατάσταση των ατομικών του ελευθεριών, αφού “στηνΔημοκρατία δενυπάρχουν αδιέξοδα”.
Πάντως ο πολίτης δεν μπορεί να θεωρεί ότι πράττει μόνο εκφραζόμενος σε κατ΄ ιδίαν συζητήσειςκαι όταν φοβάται να φανεί το όνομά του κάτω από ένα κείμενο, μία δήλωση ή μία άρνηση πολιτική1.
Χαλκίδα 21/2/2021
Δημήτριος Δούκα Σουφλέρης
Δικηγόρος