Με περιστασιακές δουλειές καταγινόμουν τη δεκαετία του ’80. Εβγαζα καλά λεφτά σε σύντομα διαστήματα και τα γλεντούσα δίχως ωράριο και δεσμεύσεις. Δεν είχα κεχαγιάδες πάνω απ’ το κεφάλι μου, πά’ να πει, εκτός απ’ το κολλητάρι μου τον Νίκο. Γκαρδιακός φίλος, είδος αυτόκλητου φύλακα-άγγελου, πάσχιζε να με νοικοκυρέψει. Το ’βαλε αμέτι μουχαμέτι να τον ακολουθήσω στην εταιρεία του. Μισθός ηγεμονικός για τα δεδομένα της εποχής, δωρεάν αυτοκίνητο, πληρωμένη βενζίνη και θέση στάθμευσης μέρα-νύχτα στο κέντρο· άσε τις εξορμήσεις στην περιφέρεια και τα γενναία εξτρά. Με το πες, πες, πες, σουρωμένος κάποιο χάραμα τραύλισα το «ναι» και, προτού το πολυκαταλάβω, στις 2 ενός ψυχρού Γενάρη βρέθηκα με τσάντα και λαιμοδέτη, ιατρικός επισκέπτης παρακαλώ.
Παράδοξη πολιτική πωλήσεων εφήρμοζε η φίρμα μας. Αντιπροσώπευε σοβαρή φαρμακοβιομηχανία, τα δοκιμασμένα και φτηνά σκευάσματα της οποίας διακινούσε με πονηριά και φειδώ. Εξίσωση με γνωστούς τους αγνώστους: Διοχέτευε στην αγορά τόσο προϊόν, ώστε να κονομάει γερά η ίδια, αλλά να μην ανοίγει η όρεξη στους πέραν του Ατλαντικού επιτελείς της πολυεθνικής και στήσουν στα καλά καθούμενα παράρτημα εν Ελλάδι και χαθεί τέτοια χρυσοφόρος αντιπροσωπεία. Το ετήσιο πλάνο καλυπτόταν με το παραπάνω χωρίς να χρειαστεί να κουνήσεις το δαχτυλάκι σου. Μεραγκλαντάν δουλειά. Σωστή αργομισθία. Χτυπούσα κάρτα στις 8.15 εκάστης πρωινής. Συνήθως ξενύχτης. Μπουγελωνόμουν στη βρύση του τελευταίου μπαρ να δείχνω φρέσκος. Στο γραφείο γινόταν πανηγύρι. Οσα απίστευτα είχα ακούσει για τους συναδέλφους μου, επιβεβαιώνονταν προς μεγάλη μου τέρψη. Λαϊκοί άνθρωποι, γήινοι, της πιάτσας, καλαμπουρτζήδες. Ποιος βιολόγος, χημικός ή φαρμακοποιός καταδεχόταν να γίνει πλασιέ τα χρόνια του ’60 και του ’70;
Ιατρικοί επισκέπτες στρατολογούνταν, κυρίως, απ’ τα σφαιριστήρια της Φωκίωνος και της Βικτώριας. Επλεαν σε γνώριμα νερά, στο στοιχείο τους. Γιατί, βεβαίως, δεν έλυναν πολύπλοκους επιστημονικούς γρίφους με τους γιατρούς. Τους πρόσφεραν απλόχερα ανταλλάγματα για να συνταγογραφούν τα ακριβά μαντζούνια της εταιρείας εις βάρος των ασφαλισμένων και των Ταμείων τους. Το ποιος απ’ τους δυο διέφθειρε περισσότερο τον άλλον παραμένει ζητούμενο. Διάγοντας τον βίο τους στα νοσοκομεία αποκτούσαν με τον καιρό κάθε είδους ψώνιο. Αρκετοί απ’ τους γηραιότερους, καίτοι αποφοίτησαν μετεξεταστέοι απ’ το Γυμνάσιο, συστήνονταν ως γιατροί. Με ύφος χιλίων υφηγητών έκαναν διαγνώσεις και πρότειναν θεραπείες σε ανυποψίαστους γείτονες, θαμώνες καφενείων και περαστικούς. Η ενίοτε απροσδόκητη αποτελεσματικότητα των ιαμάτων εξάπλωνε τη φήμη του άξιου επιγόνου του Ιπποκράτη και γίνονταν περιζήτητοι. Η ανεργία των πτυχιούχων περί τα μέσα του ’80 άλλαξε επί τα χείρω την ανθρωπογεωγραφία του χώρου. Οι νέες προσλήψεις αφορούσαν σπασικλάκια των ΑΕΙ που ταυτίζονταν με τη γραβάτα και τους στόχους της επιχείρησης. Αμερικανιές.
Κατά τις εννιά βρισκόμουν στο κρεβάτι, αντί για τις κλινικές που όφειλα να επισκεφθώ. Τα απογεύματα, πού και πού, αριβάριζα σε κάνα ιατρείο για λόγους φιλοτιμίας. Απορούσα με την αναξιοπρέπεια ορισμένων ιδιοκτητών τους. Απόλυτος ξεπεσμός που προκαλούσε απομυθοποίηση. Κοτζάμ επιστήμονες φέρονταν σαν αρπακτικά. Ζητούσαν ταξίδια, χορηγίες, δώρα, εβένους, φίλντισι και κεχριμπάρια με τα μάτια της Παναγίας. Ενας τους μου βούτηξε τον αγαπημένο μου Πάρκερ. Εκτοτε κυκλοφορούσα με Μπικ. Θα μπορούσα να επεκταθώ σε κατεβατά. Πιστέψτε ό,τι ακούσετε επ’ ευκαιρία Novartis. Κουραστικό επάγγελμα η αργομισθία. Σε δέκα μήνες παραιτήθηκα. Αφιερώνω τούτες τις αράδες, γραμμένες κατά σύμπτωση με μπλε Μπικ, στον Νίκο Σιγαλό που τόσο μας λείπει.
Γραβάτα, τσάντα και κοπάνα επί δέκα μήνες
*Πηγή: efsyn.gr