Εδώ και λίγους μήνες υπάρχει σοβαρή διπλωματική κινητικότητα σχετικά με το κυπριακό ζήτημα. Μια κινητικότητα που επιχειρείται να καταλήξει σε οριστική λύση ύστερα από την αποτυχημένη τελευταία προσπάθεια με το σχέδιο Ανάν πριν από δώδεκα χρόνια. Για το γενικό πλαίσιο του κυπριακού ζητήματος παραπέμπουμε στο πρόσφατο κείμενο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου στο Εκτός Γραμμής,[1] όπου αναφέρεται και το γιατί τώρα προωθείται έντονα μια κάποια λύση από τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης (προσπάθεια ελέγχου της εντεινόμενης ρευστότητας στην περιοχή λόγω των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, νέα κοιτάσματα Μεσογείου, προσπάθεια ανάσχεσης ρώσικης επιρροής και δημιουργίας γέφυρας με τον αραβικό κόσμο κ.λπ.). Στο φόντο αυτό δημιουργούνται και νέες συμμαχίες στην περιοχή (άξονας Ισραήλ – Ελλάδας – Αιγύπτου). Επίσης, γίνεται επικοινωνιακή προσπάθεια από το κυβερνητικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίσει την εμπλοκή του στο κυπριακό ως «μέρος» της διαπραγμάτευσης για το μνημονιακό πρόγραμμα και τη δεύτερη αξιολόγηση που διαρκώς μετατίθεται χρονικά. Σε αυτό το κείμενο θα περιοριστούμε στη σχετική συζήτηση που άνοιξε στην αριστερά αναφορικά με την αναγκαία σημερινή στάση και τοποθέτησή της στο κυπριακό ζήτημα.
Ποιο είναι το βασικό κριτήριο με το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα; Κάποιο κριτήριο «ρεαλισμού» για επίτευξη εφικτής λύσης, γιατί αλλιώς θα οδηγηθούμε σε παγίωση της διχοτόμησης; Το κριτήριο των δικαιωμάτων των μειονοτήτων πάνω από όλα, ακόμα και από το αν θα υπάρξει πραγματική κρατική κυριαρχία και βιώσιμη πολιτική λειτουργία σε ένα τυπικά ενιαίο κυπριακό κρατικό μόρφωμα που θα προκύψει; Υπάρχει «γενικό» κριτήριο;
Ξεκαθαρίζουμε αρχίζοντας από το τελευταίο ότι, όπως και σε όλα τα πολιτικά ζητήματα, δεν υπάρχει «γενικό» κριτήριο αλλά κριτήρια ανάλογα με την (ταξική-κοινωνική) σκοπιά από την οποία αντιμετωπίζονται αυτά τα ζητήματα. Από τη σκοπιά μιας αριστερής αντιιμπεριαλιστικής (πόσο μάλλον και με κομμουνιστική στόχευση και ιδιοτέλεια) τοποθέτησης το ζήτημα δεν μπορεί παρά να συνδέεται τακτικά με τη στρατηγική που θέλουμε να υπηρετήσουμε. Και δεν εννοώ μια αφηρημένη επίκληση στον σοσιαλισμό, αλλά τη διαμόρφωση μιας τακτικής γραμμής που να εξυπηρετεί την προώθηση αυτής της στρατηγικής υπόθεσης. Από αυτή τη σκοπιά, λοιπόν, μια λύση που διαμορφώνει καλύτερο πεδίο κινηματικά και πολιτικά δεν μπορεί παρά να θεωρεί «κόκκινες γραμμές» συγκεκριμένες προϋποθέσεις για λύση προς όφελος των λαών και των εργαζομένων τάξεων στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή: ανεξάρτητο κράτος με ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις και στρατούς (πόσο μάλλον κατοχής), με ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης πολιτών στο εσωτερικό της ενιαίας πλέον χώρας, με δημιουργία ανεξάρτητων πολιτικών και θεσμικών οργάνων και φυσικά με πλήρη σεβασμό, αναγνώριση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων (πολιτικών, εθνοτικών, θρησκευτικών, εργασιακών, κοινωνικών, πολιτιστικών) και βασικά της κύριας, της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μαζί φυσικά με ζητήματα όπως το κλείσιμο των βρετανικών βάσεων και η παραμονή της χώρας εκτός ΝΑΤΟ. Ίσως σε μια πρώτη ανάγνωση αυτά να φάνταζαν αυτονόητα, αλλά εύκολα βλέπουμε ότι δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι κραυγαλέες θεσμικές ρυθμίσεις του σχεδίου Ανάν που θα μετέτρεπαν μια τυπικά «ενιαία» Κύπρο πρακτικά σε μια δημοκρατία υπό την «αίρεση» ξένων δυνάμεων και των θεσμικών τοποτηρητών τους είναι σχετικά πρόσφατες. Για να μην αναφερθούμε σε ζητήματα που δεν θίγονται σχεδόν ποτέ σαν ταμπού (βρετανικές βάσεις).
Πού είναι η συζήτηση σήμερα; Καταρχάς, συστηματικά διαμορφώνεται και εντός αριστεράς ένα γενικό κλίμα που προσπαθεί να συμβαδίσει με τις προσδοκίες που καλλιεργούνται για λύση τους επόμενους μήνες. Αν βέβαια θεωρούμε πλέον αριστερά οποιουδήποτε τύπου το ΑΚΕΛ, πόσο μάλλον τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ. Περιοριζόμενοι στο τι δυστυχώς θεωρούνται ακόμα αυτά τα κόμματα από ευρύτερο κόσμο, θα τους συμπεριλάβουμε στη συζήτηση. Η αφήγηση ΑΚΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ – ΔΗΜΑΡ αλλά και της ευρύτερης «κεντροαριστεράς», πρακτικά λέει: το θέμα χρονίζει, η μη λύση ισοδυναμεί πλέον με διχοτόμηση, τη διχοτόμηση τη θέλουν οι εθνικιστές, άρα όποιος αντιτίθεται σε μια «ρεαλιστική» και σύμφωνη με τους σημερινούς συσχετισμούς λύση (όπως υποτίθεται ότι θα είναι η κυοφορούμενη) συμπλέει πρακτικά με τους αντιδραστικούς, εθνικιστικούς και φιλοπόλεμους κύκλους. Βάσει αυτής της συζήτησης, προκρίνεται η επιλογή της λύσης με κάποιο ρεαλιστικό («έντιμο»;) συμβιβασμό. Σχετική αρθρογραφία υπεράσπισης αυτής της λογικής αλλά και πολεμικής σε αριστερές κριτικές φωνές (και κυρίως στο ΚΚΕ, στην αλλαγή γραμμής του οποίου θα αναφερθούμε παρακάτω) υπήρξε τόσο από το ΣΥΡΙΖΑ (Π. Τριγάζης,[2] Γ.Μπουρνούς[3]), από πρώην ΔΗΜΑΡ και νυν συμπορευόμενους με το ΣΥΡΙΖΑ (Μ. Γιαννακάκη[4]) και φυσικά από το ίδιο το ΑΚΕΛ[5] τόσο με επίσημες πολιτικές τοποθετήσεις του κόμματος όσο και με συνέντευξη του Τουμάζου Τσιελεπή στην ΕΦΣΥΝ, του «ειδικού» του ΑΚΕΛ για το Κυπριακό.[6] Δυστυχώς παρόμοιες απόψεις αναδημοσιεύτηκαν (έστω και κρατώντας σχετική απόσταση) και σε αριστερή ιστοσελίδα που δεν συμφωνεί με τη συγκεκριμένη λογική[7] (και δικαίως δέχτηκαν ανάλογη κριτική[8]). Αυτή η απολογητική αφήγηση για τις παρούσες εξελίξεις, που προσβλέπει σε μια «ρεαλιστική» λύση φυσικά συναινεί πλήρως σε συμβιβασμούς τύπου σχεδίου Ανάν, άλλωστε συναίνεσε και τότε σε αυτό και το υποστήριξε επιθετικά. Όμως τέτοιοι συμβιβασμοί απέχουν παρασάγγας πρακτικά από όλες τις προϋποθέσεις βιώσιμης και προοδευτικής λύσης προς όφελος των λαών και των εργαζόμενων τάξεων που αναφέραμε.
Μια δεύτερη άποψη στη συζήτηση είναι η τοποθέτηση του ΚΚΕ που με απόφαση της Κ.Ε. του[9] (που βέβαια προετοιμαζόταν από καιρό και με σχετική αρθρογραφία στον Ριζοσπάστη) εγκαταλείπει πλέον τη λογική της «διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας» (ΔΔΟ). Η απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ έχει σωστές διαπιστώσεις τόσο για την παρούσα συγκυρία στην περιοχή όσο και για τις αιτίες προώθησης κάποιας λύσης τη συγκεκριμένη περίοδο. Επίσης, ορθά διαπιστώνει ότι ο συμβιβασμός Μακαρίου-Ντενκτάς, που οδήγησε στη λογική της ΔΔΟ, ήταν ένας συμβιβασμός σχεδόν εξαρχής υπονομευμένος, ο οποίος προϊόντος του χρόνου και με τη δυσμενή εξέλιξη των διεθνών συσχετισμών οδηγεί πρακτικά και διά της διαρκούς διολίσθησης στην κατεύθυνση συνομοσπονδιακής και όχι ομοσπονδιακής λύσης χωρίς τις κρίσιμες προϋποθέσεις που αναφέραμε στα ζητήματα των εγγυητριών δυνάμεων, της παρουσίας ξένων στρατών, της ύπαρξης θεσμικών προϋποθέσεων για τη λειτουργία ενός ενιαίου κράτους με στοιχειώδεις όρους ανεξαρτησίας κ.λπ. Το ΚΚΕ, εκτιμώντας ότι προωθείται επίμονα μια δυσμενής λύση με βάση τα κριτήρια που θέσαμε και η οποία θα επενδυθεί με τον μανδύα της ΔΔΟ, επιλέγει να τραβήξει το κλαρί από την άλλη πλευρά σήμερα. Και να ξεκαθαρίσει, ευκαιρίας δοθείσης, και τις αντιφατικές σχέσεις που διατηρεί παραδοσιακά με το ΑΚΕΛ εδώ και χρόνια.[10] Η άποψή μας είναι ότι, πρώτον, φαίνεται να υποτιμά σχετικά την κατοχύρωση των εθνοτικών δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Που, όπως ορθά επισημαίνει ο Κ. Μάρκου,[11] δεν είναι απλώς μια μειονότητα όπως οι ολιγάριθμες άλλες στην Κύπρο –Μαρωνίτες, Λατίνοι– αλλά η βασική μειονοτική κοινότητα με σχεδόν το 1/5 των δυνητικών πολιτών ενός ενιαίου κράτους και δεν υπάρχουν μόνο τα ταξικά συμφέροντα αλλά και τα εθνοτικά δικαιώματά της. Επίσης, δείχνει να υποτιμά πλέον την ανάγκη διατύπωσης σαφέστερης πρότασης πέραν μιας γενικής τοποθέτησης αναφορικά με τις (ορθές) προϋποθέσεις για λύση, κάτι που συνάδει και με τη γενική πολιτική στάση του πλέον. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν βάση κάποιες σχετικές κριτικές από νυν και πρώην μέλη του ανεξαρτήτως των επιμέρους διαφωνιών μας με αυτές.[12]
Μια τρίτη διακριτή άποψη, όχι απαραίτητα ως ενιαίο «ρεύμα» σκέψης αλλά ως σύνολο απόψεων με σημαντικά κοινά στοιχεία, είναι οι φωνές που στέκονται κριτικά απέναντι στους χειρισμούς των κυρίαρχων δυνάμεων (της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένης) αλλά τοποθετούνται με έμφαση στο κριτήριο της ανάδειξης κυρίως μιας αντιεθνικιστικής οπτικής και των δικαιωμάτων της μειονότητας.[13] Δεν θα υποτιμήσω τέτοιες απόψεις με εύκολες κριτικές περί «ενδοτισμού» γιατί ούτε εγώ είμαι γενικά και αφηρημένα «πατριώτης». Ειδικά εφόσον δεν διαφωνούμε σε αρκετές όψεις ανάγνωσης των αναγκαίων προϋποθέσεων για μια φιλολαϊκή επίλυση του ζητήματος. Και δεν υποτιμώ ότι με κάποιες από αυτές (όχι με όλες όμως) δεν διαφωνήσαμε και στην πολιτική τοποθέτηση αντίθεσης στο σχέδιο Ανάν θεωρώντας ότι δεν θα επιλύσει αλλά θα επιτείνει το πρόβλημα. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι με τη λογική που προωθούν επιμόνως τα διάφορα «σχέδια» επίλυσης –και αποτυπώθηκε ανοιχτά και στο σχέδιο Ανάν η δικοινοτική διάσταση– ερμηνεύεται με συγκεκριμένο τρόπο που οδηγεί μάλλον σε μη λειτουργικές θεσμικές λύσεις. Η υπεράσπιση της ΔΔΟ ως κεκτημένο στα ψηφίσματα του ΟΗΕ πολλές φορές μοιάζει πρακτικά να υποτιμά και ότι είναι επίσης κεκτημένο του ΟΗΕ η αναγνώριση της ύπαρξης ενός κράτους (Κυπριακή Δημοκρατία) του οποίου μέρος είναι υπό ξένη κατοχή και όχι απλώς δύο ισότιμες εθνοτικές κοινότητες. Δεν ξεχνώ την ευθύνη του ελληνοκυπριακού και ελληνικού εθνικισμού για τις δολοφονίες και τη σχεδιασμένη καταπίεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας (όπως και αριστερών Ελληνοκυπρίων). Αλλά αυτό δεν εξισώνεται με την εισβολή και κατοχή ξένου εδάφους από μια χώρα και για τόσες δεκαετίες.[14] Και οι επιλογές λύσεων που προτείνονται εκ μέρους των κυρίαρχων δυνάμεων δεν φαίνεται να ξεφεύγουν από τα μη αποδεκτά όρια σχεδίων τύπου Ανάν. Που ερχόταν να προτείνει στην Κύπρο το μοντέλο μειωμένης κυριαρχίας και «προτεκτοράτου», το οποίο ήδη δοκιμαζόταν κυρίως στην πρώην Γιουγκοσλαβία (Βοσνία-Κόσσοβο), αντικαθιστώντας το αποτυχημένο μοντέλο της συμφωνίας της Ζυρίχης, που πατούσε πάνω στο κρατικό πρότυπο του Λιβάνου (το οποίο οδήγησε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και κάμποσες εισβολές). Με τη σιωπηλή παραδοχή ότι όλα αυτά θα τα έλυνε το ότι όλοι θα βρίσκονταν κάποτε υπό την σκέπη της Ε.Ε., και η «ενιαία» Κύπρος πλέον και οι εγγυήτριες δυνάμεις. Την πορεία όλων αυτών των ρητών ή άρρητων προϋποθέσεων μπορούμε να την αποτιμήσουμε πλέον εύκολα και να συνυπολογίσουμε το αβάσιμο τέτοιων πολιτικών υπολογισμών.
Όσοι διαφώνησαν τότε, έστω και κριτικά, με το σχέδιο Ανάν δεν πρέπει να το ξεχνούν αυτό. Δεν υποτιμώ ούτε ότι η περιοχή γεωστρατηγικά είναι πλέον καζάνι που βράζει, περισσότερο και πιο επικίνδυνα από την περίοδο του σχεδίου Ανάν. Αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό αρκεί για να αποδεχτεί ή να είναι ευμενώς διακείμενος κανείς σε πιθανή δυσμενή λύση για να μην πέσει περισσότερο λάδι σε μια φωτιά που καίει. Άλλωστε δεν είναι καθόλου σίγουρο και ότι δεν θα γίνει ακριβώς αυτό με μια μη λειτουργική λύση που θα αναπαράγει διαρκώς νέες εντάσεις.[15] Και γι’ αυτό δεν ευσταθεί κανένα επιχείρημα ότι το «όχι» στο σχέδιο Ανάν οδήγησε… σε μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική εμπλοκή πλέον![16] Ο Αντώνης Νταβανέλλος[17] αναφέρει λόγους για τους οποίους η ελληνοκυπριακή και η ελληνική (αστική) πλευρά θεωρούν πιο ευνοϊκή τη συγκυρία λόγω της απόκλισης της Τουρκίας του Ερντογάν από τη Δύση. Συμπληρώνει επίσης ότι λόγω αυτού ο ίδιος ο Ερντογάν δύσκολα επιδιώκει τέτοια λύση τώρα αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μονομερών κινήσεων της Τουρκίας στο κοντινό μέλλον. Το συμπέρασμα (που δεν διευκρινίζεται) ποιο πρέπει να είναι; Ότι πρέπει να αποδεχτούμε λόγω της πιο ευαίσθητης γεωστρατηγικά συγκυρίας κάτι που απορρίπταμε (και απέρριψε ορθά και ο ίδιος και η ΔΕΑ) στο παρελθόν; Ότι πρέπει να συναινέσουμε σε κάτι τέτοιο επειδή σε τωρινό ναυάγιο των διαπραγματεύσεων υπάρχει ο κίνδυνος της μονομερούς προσάρτησης της ΤΔΒΚ από την Τουρκία; Και ενώ σωστά λέει ότι αυτό είναι πιθανό ήδη ως ακραίο σενάριο από την πλευρά Ερντογάν, όπως αναφέραμε παραπάνω, ακριβώς επειδή το παιχνίδι του τραβήγματος του κλαριού διατηρώντας και διευρύνοντας τα ντε φάκτο κεκτημένα της η Τουρκία ξέρει να το παίζει σαράντα χρόνια… Όποιος διαφωνεί σε τέτοιες λύσεις ευνοεί πολεμικές συρράξεις; Δεν είναι λοιπόν απόρριψη «για λόγους αρχής» η αντίθεση με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια επίλυσης που επανέρχονται ξανά μετά το 2004. Είναι συνεπής πολιτική επιλογή με την επιλογή αντίθεσης και στο σχέδιο Ανάν τότε.
Να συμφωνήσουμε ότι όλοι πρέπει να περιμένουμε να δούμε το συγκεκριμένο σχέδιο αν και όταν δημοσιοποιηθεί και να τοποθετηθούμε αναλυτικά μετά. Αλλά τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν προϊδεάζουν για τίποτα θετικό. Επιμένουμε[18] στην ύπαρξη των βασικών προϋποθέσεων για βιώσιμη λύση στο ζήτημα προς όφελος των λαών και των εργαζομένων τάξεων στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή. Και παρόλο που οι συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί σήμερα τόσο διεθνώς όσο και κινηματικά στην Κύπρο, πρέπει να μην υποχωρήσει καμία πάλη για την κατάκτηση αυτών των προϋποθέσεων. Αλλιώς κανείς συσχετισμός δεν αλλάζει ποτέ και διαρκώς διολισθαίνουμε σε χειρότερο έδαφος κινηματικά και πολιτικά. Και κάθε λογική «ρεαλισμού» και «υπευθυνότητας» χωρίς κριτήρια σύνδεσης με τους στρατηγικούς σκοπούς μας είναι η βασιλική οδός για κάτι τέτοιο όπως έδειξε και η εγχώρια εμπειρία του Ιουλίου του 2015.
*Ο Χρήστος Τουλιάτος είναι μέλος της ΠΓ της ΛΑ.Ε
*Πηγή: ektosgrammis.gr