Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1068
ελληνοτουρκικές

1. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαχρονικά όπως και η σημερινή όξυνση με αφορμή το «μνημόνιο Τουρκίας Λιβύης» καθορίζονται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον τουρκικό επεκτατισμό και αναθεωρητισμό, τον ελληνικό υποχωρητισμό. Αυτά, στο σύνολό τους, συγκροτούν το πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών καθορίζεται από αυτό το πλαίσιο και δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σε σύγκρουση με αυτό.

2. Η ιμπεριαλιστική πολιτική, κυρίαρχα των ΗΠΑ και δευτερευόντως της ΕΕ, χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» ρίχνοντας το βάρος χρησιμοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Η κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπαράγει χαμηλής έντασης συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις και επιτρέπει στρατιωτικά επεισόδια με κορυφαίο στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την εισβολή, κατοχή και εποικισμό της μισής σχεδόν Κύπρου από την Τουρκία. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επιδιαιτητεύει, μοιράζει ρόλους, διατηρεί εστίες έντασης, τις ενεργοποιεί κατά περίσταση, υιοθετεί κράτη και καθεστώτα, «συνετίζει» άλλα. Παρά τη σημερινή κρίση ισχύος και προσανατολισμού, οι ΗΠΑ καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, και βεβαίως και στα ελληνοτουρκικά. Υπό τις επιδιώξεις, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών εξελίσσονται οι κρίσεις, τα επεισόδια, οι εντάσεις και οι συμφωνίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή όξυνση στο θέμα του καθορισμού των ΑΟΖ γίνεται μετά την ορμητική εισβολή των πολυεθνικών της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο για να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, αλλά και την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης για το σχεδιασμό των νέων αγωγών ενέργειας που θα ανεξαρτητοποιήσουν τη ροή ενέργειας στην Ευρώπη από τη ρωσική πολιτική.

3. Η Τουρκία αποτελεί μια αναθεωρητική, επεκτατική δύναμη στην περιοχή, καθώς αμφισβητεί συνθήκες και σύνορα. Κάθε λίγα χρόνια προβάλει νέες απαιτήσεις, επιχειρώντας να αντιστοιχίσει μια ανερχόμενη πληθυσμιακά και γεωπολιτικά Τουρκία στον νέο της ρόλο. Αυτές οι νέες απαιτήσεις ξεκινούν στα όρια ή εκτός του διεθνούς δικαίου, επιβάλλονται όμως στην πράξη, καθώς δεν αναιρούνται, δεν αποσύρονται, δημιουργούν εκ των πραγμάτων νέα δεδομένα. Η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο τόσο για τους τουρκογενείς πληθυσμούς εκτός συνόρων, όσο και ευρύτερα για τους μουσουλμάνους. Με κάθε ευκαιρία διατρανώνει την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τα καθιερωμένα σύνορα και τις αποδεκτές διευθετήσεις, ενώ δεν έχει πρόβλημα να εισβάλει σε άλλα κράτη (από την Κύπρο το 1974 ως Αττίλας, μέχρι τη Συρία πιο πρόσφατα και πιο εκλεπτυσμένα), υπό τις ευλογίες ή την ανοχή του ιμπεριαλισμού. Τα τελευταία χρόνια η ηγεσία Ερντογάν –χωρίς καμιά αντιπαράθεση από τους κεμαλιστές αλλά και με την αφωνία της τούρκικης αριστεράς– έχει επιταχύνει αυτή την τάση του τουρκικού κατεστημένου, παρά τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η ηγεσία της Τουρκίας με τη θεωρία της γαλάζιας πατρίδας, επιχειρεί να ανακτήσει έναν ευρύτερο «ζωτικό χώρο» και να αναδειχθεί ως η σημαντικότερη περιφερειακή δύναμη. Αυτό το δόγμα επιβάλει διαρκώς νέες προκλήσεις, απαιτήσεις, αναθεωρήσεις και κάνει τις πολιτικές κατευνασμού αναποτελεσματικές και αδιέξοδες.

4. Η Ελλάδα παθητικά αναμένει να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ επειδή παριστάνει την αταλάντευτη δυτικόφιλη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Ο συγκεκριμένος ρόλος της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν είναι συγκυριακός. Προκύπτει διαχρονικά από τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και οξύνθηκε με τη σχετική υποβάθμισή του την τελευταία δεκαετία. Η παθητική αναμονή του ελληνικού αστισμού να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ στα εθνικά ζητήματα επειδή είναι πειθήνιος στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, έχει ως αποτέλεσμα τη στρατηγική του κατευνασμού, των διαρκών υποχωρήσεων σε διαδοχικές καινούριες απαιτήσεις της Τουρκίας, την επίκληση του διεθνούς δικαίου, τη διπλωματία των ατελέσφορων ψηφισμάτων στους διεθνείς οργανισμούς. Η συμφωνία του Ελσίνκι που πανηγυρίστηκε ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη ήταν έκφραση αυτής της στρατηγικής: Ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, έστω και αν τελεί σχεδόν το μισό τμήμα της υπό κατοχή, υποψηφιότητα της Τουρκίας με τις φρούδες ελπίδες να τη «συνετίσει» η ΕΕ, αποδοχή ενός συνόλου «συνοριακών διαφορών» Ελλάδας – Τουρκίας που ολοένα αυξάνονται. Από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και μετά, μετράμε την διαφορά για την υφαλοκρηπίδα κατά τη δεκαετία του ’70, την αμφισβήτηση των χωρικών υδάτων κατά τη δεκαετία του ’80, το γκριζάρισμα του Αιγαίου και των βραχονησίδων τη δεκαετία του ’90 και σήμερα την ανακήρυξη τουρκικής ΑΟΖ που περνά πάνω από την Κρήτη. Κάθε φορά οι τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και η ελληνική απάντηση είναι οι αφελείς προσδοκίες ότι θα «καθαρίσουν» η ΕΕ ή οι ΗΠΑ, ενώ στην πραγματικότητα γίνεται ντε φάκτο αποδοχή νέων, επιπλέον «συνοριακών διαφορών». Ως κατάληξη της συγκεκριμένης στρατηγικής διαμορφώνεται η προσφυγή στη Χάγη, αλλά πλέον, κάθε νέα δεκαετία, το περιεχόμενο της προσφυγής στα Διεθνή Δικαστήρια δεν είναι μόνο ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας (όπως ήταν η αρχική ελληνική θέση), αλλά το σύνολο των τουρκικών αμφισβητήσεων. Και όσο κι αν η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο θεωρώντας ότι είναι με το μέρος της, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων δεν είναι ποτέ πλήρης δικαίωση για κάποιον από τους προσφεύγοντες. Η πίτα θα μοιραστεί, τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού απαιτούν συνεκμετάλλευση και η συνεκμετάλλευση σημαίνει συγκυριαρχία. Επειδή το κόστος μιας τέτοιας κατάληξης θα ήταν ακριβό, ο ελληνικός αστισμός συχνά επέλεγε τη στρατηγική της μη λύσης, της διαιώνισης στον χρόνο, της αναβολής, της κληροδότησης των χειρότερων στους επόμενους. Αυτή ήταν και είναι η μόνη αντιπαράθεση ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και στις κατά καιρούς κυβερνήσεις Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα, Μητσοτάκη. Σε κάθε περίπτωση όμως, το πλαίσιο ήταν και παραμένει κοινά αποδεκτό.

5. Η ανατροπή αυτού του πλαισίου, δηλαδή, και της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής, και του τουρκικού αναθεωρητισμού, και της ελληνικής υποχωρητικότητας και ανάθεσης σε ΕΕ και ΗΠΑ, είναι όρος για την ειρηνική, ομαλή, αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη των λαών της περιοχής, της Ελλάδας και της Τουρκίας.. Δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος πέρα από την συνολική ανατροπή πολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών, που θα ανοίξουν τον δρόμο στην ειρήνη και στη συνεργασία των λαών, χωρίς κινδύνους θερμών επεισοδίων και πολεμικών αναμετρήσεων. Οι επιμέρους «προτάσεις» και στρατηγικές της ελληνικής πολιτικής τάξης, όσο παραμένουν σε αυτό το πλαίσιο και όσο δεν αναμετρώνται με κάθε μία παράμετρό του, θα αποτελούν ανακύκλωση των αδιεξόδων. Ο ελληνικός αστισμός στο σύνολό του, επανέρχεται στην από χρόνια εκφρασμένη λογική της συνεκμετάλλευσης και επομένως της συγκυριαρχίας. Είναι η ιστορική συνέχεια της φράσης «η Κύπρος είναι μακριά» και κάθε φωνής που ισορροπούσε τις εθνικιστικές υστερίες στο εσωτερικό προς όφελος του χυδαίου αστικού πραγματισμού. Η ελληνική άρχουσα τάξη τροφοδότησε συχνά στο παρελθόν εθνικιστικές ρητορείες που όμως ποτέ δεν συγκρότησαν εξωτερική πολιτική και εθνική στρατηγική. Ήταν απλά προς εσωτερική κατανάλωση. Η συμφωνημένη στρατηγική του ελληνικού αστισμού ήταν ο κατευνασμός, η υποχώρηση, η αναμονή από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις «ισχυρές συμμαχίες» της χώρας. Επιμέρους έκφραση αυτής της καθολικά αποδεκτής αστικής στρατηγικής είναι η εξ αριστερών κοσμοπολίτικη τοποθέτηση ενάντια στους εθνικισμούς εκατέρωθεν του Αιγαίου, που μεταφράζει σε πολιτική στρατηγική τις πατριδοκάπηλες ρητορείες της ελληνικής αστικής τάξης και δεν βλέπει καθόλου τις αναθεωρητικές απαιτήσεις της Άγκυρας. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν υπάρχει απλώς ένας ισοβαρής ανταγωνισμός αστικών τάξεων. Πρώτον, δεν είναι ισοβαρής και δεύτερον –και ίσως σημαντικότερο– δεν έχει απολύτως κανένα νόημα αν αποκοπεί από το ευρύτερο ευρωατλαντικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται κρίσεις, εντάσεις και συμφωνίες.

6. Η επαναφορά του ελληνικού αστισμού στη λογική της συνεκμετάλλευσης και συγκυριαρχίας σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, έρχεται μετά την κατάρρευση των αφελέστατων προσδοκιών ότι θα είναι συνδαιτημόνας σε ένα πλούσιο τραπέζι κερδών από το οποίο θα έχει αποκλειστεί η Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, η κρίση στα ανατολικά της Τουρκίας (επέμβαση και πόλεμος στη Συρία, Κουρδικό κλπ) και η προσωρινή όξυνση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ δημιούργησαν την αυταπάτη και ότι η γειτονική χώρα είναι υπό διάλυση, βρίσκεται στη μέγγενη των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και επομένως η «σοφότερη» επιλογή για την Ελλάδα είναι να προσδεθεί ασφυκτικότερα από ποτέ στον ευρωατλαντικό άξονα. Η ελληνική αστική τάξη στα χρόνια των μνημονίων θεώρησε ότι τόσο η γεωπολιτική θέση της χώρας, όσο και η συγκυρία στην Ανατολική Μεσόγειο, επιβάλει την κατάργηση οποιουδήποτε ίχνους πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Έγινε δόγμα η πρόσδεση της χώρας σε κάθε τριμερή και κάθε άξονα που δουλεύει για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με την αφελή προσδοκία ότι την ώρα του λογαριασμού, η Ελλάδα θα προσμετρήσει κέρδη. Η υπόθεση ήταν ότι η Τουρκία που όρθωσε το ανάστημά της στις ΗΠΑ και λοξοκοίταξε και προς τη Ρωσία θα πλήρωνε ακριβά, ενώ η Ελλάδα θα ευνοούνταν, τόσο μέσω γεωπολιτικής αναβάθμισης απέναντι στο «κενό» (που νόμιζαν ότι) θα άφηνε η Τουρκία στην περιοχή, όσο και μέσω των πολυπόθητων επενδύσεων για την εκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ή ακόμα και με χάρες για τα δάνεια του ΔΝΤ. Οι ευσεβείς πόθοι για μια πληθωρική ελληνική ΑΟΖ που συνορεύει με Κύπρο και Αίγυπτο και αποκλείει την Τουρκία, ήταν απότοκο αυτής της προσδοκίας. Φυσικά αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά στην πολιτική των δύο χωρών και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ανταγωνισμό δύο ισοβαρών αστικών τάξεων, αποκρυσταλλώνεται και στο γεγονός ότι η ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου ή και η ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, δεν ανακηρύχθηκε ποτέ, υπό το φόβο της τουρκικής αντίδρασης. Δεν δημοσιοποιήθηκαν καν συντεταγμένες. Σε αντίθεση με την ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης η οποία ανακηρύχθηκε και κατατέθηκε στον ΟΗΕ και περνά κυριολεκτικά πάνω από τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.

7. Η ιστορία εκτυλίχτηκε διαφορετικά από τα αφελή σχήματα μιας εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό αστικής τάξης. Οι ΗΠΑ βγήκαν σχετικά αποδυναμωμένες από την εμπλοκή τους στη Συρία, έχοντας ισχυρά εσωτερικά προβλήματα στο σύστημα εξουσίας τους. Η Τουρκία στην κρίση της Συρίας έπαιξε σε πολλά ταμπλό, δεν θεωρήθηκε «δεδομένη» και «βολική», φτάνοντας συχνά σε οριακό σημείο με τις ΗΠΑ και την ιδιότυπη ηγεσία τους. Η Ελλάδα από την άλλη, κατέληξε να έχει διαρρήξει δεσμούς και σχέσεις με οποιονδήποτε στην περιοχή δεν είναι πιστός υποτελής στους Αμερικανούς. Η ολοσχερής, τυφλή, μονομερής πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ δεν άφησε και δεν αφήνει κανένα περιθώριο πολυδιάστατης και ανεξάρτητης πολιτικής σε όφελος της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Σε αντίθεση με τη γειτονική χώρα που τελικά αντάλλαξε ακριβά την (σίγουρη) παραμονή της στο νατοϊκό στρατόπεδο με πλήθος διεκδικήσεων σε όλες τις κατευθύνσεις, η Ελλάδα θεωρείται (και είναι) απολύτως δεδομένη, πάντα υπάκουη, πάντα ασφυκτικά δεμένη στον ευρωατλαντικό άξονα, χωρίς καν υποψία διαφωνίας ή διαμαρτυρίας σε όφελος των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στην πολιτική αυτή της ελληνικής άρχουσας τάξης, ομονόησαν όλες οι κυβερνήσεις των μνημονίων με εξέχουσα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Α. Τσίπρα που έκανε την Ελλάδα περισσότερο από ποτέ πειθήνιο όργανο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι το κάλεσμα να γεμίσει η Ελλάδα αμερικανικές βάσεις, η ελληνική αστική πολιτική, και με αυτήν, και με την προηγούμενη κυβέρνηση, είναι μονοσήμαντα, τυφλά και άκριτα προσκολλημένη στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Η σημερινή κατάληξη με την συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, οι πανικόβλητες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η προσφυγή στην ΕΕ ως βρεγμένη γάτα, οι επικλήσεις στο διεθνές δίκαιο και η ολική επαναφορά της γραμμής Σημίτη – Μπακογιάννη για συνεκμετάλλευση και συγκυριαρχία, με συνεπικουρία του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει απλώς ότι το να γίνεις Χατζηαβάτης του ιμπεριαλισμού δεν διασφαλίζει τίποτα πέρα από τον αυτοεξευτελισμό σου.

8. Επί της ουσίας, η ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Τουρκίας και της Λιβύης που αγνοεί όχι απλά το Καστελόριζο, αλλά την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, είναι πράξη επιθετική και επεκτατική, υπονομευτική κάθε απόπειρας ομαλής και ειρηνικής εξέλιξης. Από την άλλη, είναι προφανές ότι η ελληνική πρόθεση αναγνώρισης πλήρους επήρειας του Καστελόριζου στη διαμόρφωση των ΑΟΖ καθώς και ο περιορισμός της Τουρκίας, ήταν ανεδαφικές ονειρώξεις που δεν θα έστεκαν στα διεθνή δικαστήρια. Η διαχείριση που επιλέγει σήμερα η ελληνική αστική τάξη ενόψει των τουρκικών απαιτήσεων, είναι να επισείσει τον φόβο του πολέμου, των θερμών επεισοδίων και της στρατιωτικής εμπλοκής για να προχωρήσει κατά δόσεις σε «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου. Η ζύμωση, οι διεργασίες, η προετοιμασία της κοινής γνώμης, η επανεμφάνιση Σημίτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, δείχνουν «Χάγη» και επομένως μοίρασμα και συγκυριαρχία. Είτε με προηγούμενη επανέναρξη συνομιλιών, είτε με απευθείας προσφυγή, είτε με εκ των προτέρων αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, είτε με αποδοχή των αποφάσεων του διεθνούς δικαστηρίου, η κοινή συνισταμένη του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η συγκυριαρχία και η συνεκμετάλλευση υπό την επιστασία (και κερδοφορία) των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Το πρόβλημα σε αυτή τη στρατηγική είναι ότι η συγκυριαρχία, πέρα από τα προφανή προβλήματα, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και τροφοδοτεί την όρεξη για μια ευρύτερη ρευστοποίηση και διαδοχικές αναθεωρήσεις. Τα σύνορα, η εθνική ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι ιδεολογική κατασκευή. Αποτελούν ιστορική δημιουργία. Ορίζουν συσχετισμούς, διαμορφώνουν πραγματικότητες, παράγουν υλικά αποτελέσματα. Το να παριστάνει κανείς τη στρουθοκάμηλο λέγοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι λύση. Δεν είναι λύση επίσης η προσφυγή σε πολεμοκάπηλες και επικίνδυνες για τους λαούς και τη νεολαία πολιτικές. Ενίοτε οι οξύνσεις οδηγούν σε πολεμικά επεισόδια και μάλιστα ακριβά σε φόρο αίματος. Δεν είναι λύση τέλος, η υπέρβαση των διλημμάτων από περιβαλλοντική και ενεργειακά εναλλακτική σκοπιά, καθώς –αν και το ζήτημα των περιβαλλοντικών κινδύνων είναι σημαντικότατο– οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνονται με αφορμή και όχι μοναδική αιτία την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Η γραμμή της μη εκμετάλλευσης μετατοπίζει απλώς την καυτή πατάτα, παρόλο που σήμερα, υπό αυτούς τους συσχετισμούς, κανείς λαός της περιοχής δεν έχει συμφέρον από το να μετατραπεί η Ανατολική Μεσόγειος σε πεδίο εξορύξεων.

9. Το συμφέρον του ελληνικού λαού και των λαών της περιοχής, άρα και το καθήκον της Αριστεράς, είναι να αποτραπεί κάθε πολεμική περιπέτεια και στρατιωτική εμπλοκή, να μην ρευστοποιηθεί η εθνική κυριαρχία, να μην επιτραπεί η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, να μην δικαιωθεί ο αναθεωρητισμός, να μην τροφοδοτηθούν νέες διεκδικήσεις και επιθετικές ενέργειες, να μην βαθύνει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Η παραπάνω εξίσωση όμως δεν έχει λύση στο παρόν πλαίσιο. Το πλαίσιο που ορίζεται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον αναθεωρητισμό σε σύνορα και κυριαρχικά δικαιώματα, την υποτέλεια στις ΗΠΑ και την ΕΕ, δεν επιτρέπει τη μόνιμη, ομαλή και ειρηνική λύση του προβλήματος. Η έξοδος από αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο είναι η μοναδική λύση. Απαιτεί όμως κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, φιλολαϊκές ανατροπές, αντιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό αγώνα. Πράγματα δηλαδή που προκαλούν αναφυλαξία στην αστική πολιτική τάξη. Και κατευθύνσεις που οφείλουν να συγκροτήσουν μια αδύναμη σήμερα, αναξιόπιστη και σε σύγχυση (και για αυτό το θέμα) Αριστερά. Δεν γίνεται η Ελλάδα να είναι ο πρόθυμος αυτόχειρας με συμφωνίες για πλεονάσματα και λιτότητα για 40 χρόνια, για τα συμφέροντα των δανειστών. Να είναι πρόθυμη αποθήκη ψυχών της Ευρώπης στη διαχείριση του μεταναστευτικού, ο διαμεσολαβητής για την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ, ο καλύτερος πελάτης των εμπόρων όπλων των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Και ενώ είναι όλα αυτά, Μέρκελ, Πάιατ και λοιποί «σύμμαχοι» δηλώνουν “no comment” στο πρόσφατο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι η εμμονή στον ευρωατλαντισμό συσσωρεύει νέα αδιέξοδα; Το λαϊκό κίνημα πρέπει να απαιτήσει «να σταματήσουμε να είμαστε το οικόπεδο ΗΠΑ-ΕΕ», «κυρίαρχη πολιτική – βέτο σε όργανα ΕΕ και ΝΑΤΟ», «καμία αναμονή από τους ψεύτικούς φίλους μας», «καμία εμπιστοσύνη στις πολυεθνικές εξορύξεων και στους ιμπερια-ληστές – έξω τώρα από τις ελληνικές θάλασσες»», «καταγγελία του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης», «εφαρμογή δικαιώματος για ανακήρυξη ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο».

Χωρίς κόμματα, μέτωπα και κινήματα αντιιμπεριαλιστικά και υπέρ της φιλίας των λαών και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, δεν μπορεί να υπάρξει και να κυριαρχήσει μια ανεξάρτητη πολυδιαστατη και φιλειρηνική πολιτική.

Και έχει αποδειχθεί στην ιστορία του 20ου αιώνα ότι τέτοια κινήματα μπορούν να οργανωθούν μόνο από το κίνημα που αμφισβητεί το σύστημα στο σύνολό του, αναγνωρίζει τον ιμπεριαλισμό ως τον βασικό εχθρό των λαών, κάνει συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης γύρω από τα εθνικά ζητήματα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας