Πριν από έναν αιώνα, ο Λένιν έγραφε ότι όποιος περιμένει μια «καθαρή» κοινωνική επανάσταση –μια σύγκρουση στρατοπέδων όπου το ένα θα φωνάζει «Ζήτω το κεφάλαιο» και το άλλο θα απαντά «κάτω το κεφάλαιο»– δεν θα την δει ποτέ.
Η προειδοποίηση στρέφει την προσοχή σε έναν κρίσιμο παράγοντα: ο μαζικός πολιτικός αγώνας –και πολύ περισσότερο οι αυθεντικές λαϊκές εξεγέρσεις– συγκροτούνται από «μεγάλα» γεγονότα, από πράξεις πλατιών τμημάτων του πληθυσμού, από την ορμητική είσοδο εκατομμυρίων απλών ανθρώπων στο προσκήνιο, όπου παίρνουν την ιστορία στα χέρια τους. Ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου, επειδή δεν πρόκειται για πειράματα μέσα σε αποστειρωμένες συνθήκες εργαστηρίου (ή μέσα στο μυαλό μικρών ομάδων «πρωτοπορίας»), τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις, δεν χαρακτηρίζονται από μια «χημική καθαρότητα» στα αιτήματα και στην πολιτική τους, τουλάχιστον στο ξεκίνημα της διαδικασίας της σύγκρουσης.
Μεγάλες «πληγές» για την πλειονότητα του πληθυσμού, ζητήματα κληρονομημένα από το κοινωνικό και πολιτικό παρελθόν, ζητήματα στα οποία «υπό κανονικές συνθήκες» (υ.κ.σ.) η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία θα έπρεπε να έχει δώσει λύσεις προ πολλού, παίζουν συχνά ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Γιατί ο καπιταλισμός δεν αναπτύσσεται «υπό κανονικές συνθήκες»: η αστική τάξη παραμένει μια μικρή αριθμητικά μειοψηφία, η οποία εκμεταλλεύεται –και γι’ αυτό οφείλει να μπορεί και να καταπιέζει– μια κατά πολύ μεγαλύτερη κοινωνική πλειοψηφία, την οποία φροντίζει να κρατά διαιρεμένη και αδρανή στις μεγάλες χρονικά περιόδους της «ομαλότητας».
Στην Ισπανία το «πέρασμα» από την παλιά αυτοκρατορία στο σύγχρονο καπιταλισμό δεν έγινε με τον κατά τα εγχειρίδια τρόπο, με τη νίκη μιας αστικής-δημοκρατικής επανάστασης σε βάρος του «παλιού καθεστώτος». Η ήττα της κοινωνικής επανάστασης του 1936-39 (με μεγάλο προπύργιο εργατικής-λαϊκής αντίστασης την Καταλονία) και η επιβολή της πολυετούς στρατιωτικής δικτατορίας του Φράνκο, «συμπύκνωσαν» μέσα στο νέο Κράτος της Ισπανίας τα πιο αρχαϊκά χαρακτηριστικά (τη μοναρχία, την πολιτική δύναμη της Εκκλησίας, την καταπίεση των εθνοτήτων κ.ά.), μαζί με τα πιο σύγχρονα (την ανάπτυξη μιας δυναμικής αστικής τάξης, με σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες συνεργασίες/ανταγωνισμούς του διεθνούς συστήματος).
Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε ότι η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία «έπεσε» με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από την αντίστοιχη στην Πορτογαλία, αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, μέσα από ένα συμβιβασμό «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, με ηγετικό ρόλο της μοναρχίας στη διαδικασία «μετάβασης» και με σημαντικές ευθύνες του ΚΚ που αποδέχθηκε και συνυπέγραψε τις συμφωνίες του 1978.
Αυτή η «αλλαγή» υπήρξε πολύ πιο συντηρητική από τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα και ασύγκριτα λιγότερο προοδευτική από τις κατακτήσεις της επανάστασης του 1974-75 στην Πορτογαλία: Μεγάλα τμήματα του φρανκισμού διασώθηκαν μέσα στο κράτος, ο ρόλος της μοναρχίας επιβίωσε, η δύναμη της Εκκλησίας αναδιπλώθηκε αλλά διατηρήθηκε, οι «αυτονομίες» στις εθνότητες αναγνωρίστηκαν, αλλά υπό τον όρο της διατήρησης της «ενότητας του Κράτους της Ισπανίας» που περιφρουρήθηκε αυστηρά στο Σύνταγμα.
Απέναντι σε αυτό το καθεστώς, η διεθνής Αριστερά γνώριζε (κυρίως) τον αγώνα των Βάσκων για απελευθέρωση, γιατί αυτός υπογραμμιζόταν από τις «ένδοξες» (αλλά και απολύτως αναποτελεσματικές) ένοπλες ενέργειες της ΕΤΑ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το αίτημα για αυτοδιάθεση της Χώρας των Βάσκων «ξεσηκώνει» πολύ λιγότερες αμφισβητήσεις από το ανάλογο αίτημα στην Καταλονία. Όμως το 2016 η ΕΤΑ αποφάσισε (μονομερώς) να καταθέσει τα όπλα, έχοντας φτάσει προ καιρού σε ένα πολιτικο-στρατιωτικό αδιέξοδο. Την ίδια περίοδο κλιμακώθηκε (από τον «άλλο δρόμο», μέσω της λαϊκής κινητοποίησης και του μαζικού πολιτικού αγώνα) το αίτημα για την αυτοδιάθεση στην Καταλονία.
Είναι κρίσιμο το ερώτημα: γιατί τώρα; Και η απάντηση δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στις συνθήκες της κρίσης του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος που δημιουργούν «απειθαρχίες» σε πολλές περιοχές, αλλά και στην άνοδο των μαζικών κοινωνικών αγώνων στα προηγούμενα χρόνια (κυρίως στα 2011-13) που σπρώχνουν πλατιές λαϊκές μάζες στο να αμφισβητούν τους καθεστωτικούς «συμβιβασμούς» μέσα στους οποίους μέχρι σήμερα έζησαν. Όχι τυχαία, η Βαρκελώνη υπήρξε μια από τις «πρωτεύουσες» του αντινεοφιλελεύθερου κινήματος, των δράσεων αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και μετανάστες, του κινήματος κατά των εξώσεων κ.ο.κ.
Ισχυριζόμαστε ότι αυτό που τώρα συμβαίνει στην Καταλονία είναι μια βαθιά, μαζική, και γι’ αυτό εξαιρετικά επικίνδυνη για το καθεστώς, αμφισβήτηση του στάτους κβο του 1978, της μεταφρανκικής Ισπανίας. Μέσα σε αυτή τη μαζική κίνηση ενυπάρχει το βαθύ στοιχείο του κοινωνικού (οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό), αλλά και το βαθύ αίτημα για δημοκρατία, για το δικαίωμα των πληθυσμών να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη μοίρα τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ενάντια στη λαϊκή κινητοποίηση στην Καταλονία έχουν ταχθεί αποφασιστικά όλες οι πτέρυγες των οπαδών της «τάξης»: οι καπιταλιστές, το κράτος, η κυβέρνηση και ο Τύπος της Μαδρίτης, η ΕΕ και όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ο Τραμπ και η Τερέζα Μέι, όλη η διεθνής ακροδεξιά, αλλά και ο Πρ. Παυλόπουλος και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δια της επίσημης τοποθέτησης του Ν. Κοτζιά.
Και όμως, μέσα στην ελληνική Αριστερά ξεσηκώνονται διάφορες «ποικιλίες» επιχειρημάτων, που οδηγούν σε αδράνεια ακόμα και μπροστά στα πιο αυτονόητα καθήκοντα:
Ένα τμήμα της Αριστεράς μένει ψυχρό απέναντι στην Καταλονία, για λόγους «εθνικού συμφέροντος»: αν νικήσει η Βαρκελώνη, λένε, αυτό βάζει κακές ιδέες στους ανθρώπους στην Κομοτηνή και ίσως στα χωριά της Φλώρινας. Πρόκειται για μια άποψη που μετακομίζει στην ουρά του Ραχόι και της ΕΕ, μέσω της υπεράσπισης της… Συνθήκης της Λοζάνης!
Ένα άλλο τμήμα, ξεθάβει κείμενα μεγάλων μαρξιστών, όπως ο Τρότσκι, σχετικά με την Ισπανία της (επαναστατικής) δεκαετίας του 1930, καταλήγοντας να καταγγέλλει τις σημερινές κινητοποιήσεις στη Βαρκελώνη ως… εθνικιστικό παραλήρημα (το οποίο, βεβαίως, αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά οι πραγματικοί εθνικιστές στην Ισπανία και σε όλη την Ευρώπη). Προσοχή: οι απαντήσεις των κλασικών μαρξιστών έχουν πάντα σημασία, αρκεί να θυμάται κανείς την ερώτηση στην οποία απαντούσαν. Αλλιώς μπορεί κανείς να φτάσει να αναζητά το πλοίο για να ανέβει στην Πάρνηθα… Δεν μπορούμε στις σημερινές συνθήκες να χρησιμοποιούμε ως «οδηγό» για τη σκέψη και τη δράση μας, μαρξιστικές αναλύσεις που, παρά τη λαμπρότητά τους, γράφτηκαν κατά την τρομερή «δεκαετία των πολέμων και επαναστάσεων», προσπαθώντας να προσανατολίσουν τους αγωνιστές-στριες της εποχής στα καθήκοντα που προέκυπταν στις παραμονές της μεγάλης κοινωνικής επανάστασης του 1936-39.
Ένα τρίτο τμήμα, ξεκινώντας από το υγιές κίνητρο της αναζήτησης της εργατικής ενότητας, δέχεται μεν το «δημοκρατικό δικαίωμα» (υποστηρίζοντας το να αφεθούν ελεύθεροι οι Καταλανοί να οργανώσουν δημοψήφισμα), αλλά προτείνει την απάντηση «Όχι» στο ερώτημα της ανεξαρτησίας. Μόνο που έτσι, αντί να υποστηρίζει την ενότητα των καταπιεσμένων στην Καταλονία με τους αδελφούς/ές τους σε όλη την Ισπανία, καταλήγει να ενισχύει την απομόνωσή τους, εν μέσω της επίθεσης του κυρίαρχου εθνικισμού, δηλαδή του Κράτους της Ισπανίας, και να δίνει τελικά την ίδια πολιτική απάντηση με όλες τις αστικές κυβερνήσεις και τα θεσμικά κέντρα της ΕΕ, που δήλωσαν και δηλώνουν ότι δεν θα δεχτούν ενοχλητικές ανατροπές και αλλαγές συνόρων στο έδαφος της ΕΕ.
Το πολιτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των «ποικιλιών» είναι η πολιτική αδράνεια, που οδηγεί σε μια ελάχιστη κινητοποίηση αλληλεγγύης, παρόλο που οι συγκρούσεις στην Καταλονία έχουν πάρει προφανώς μεγάλες πολιτικές διαστάσεις.
Οι σύντροφοί μας εκεί, το ρεύμα των Anticapitalistas μέσα στους Podemos αλλά και άλλες σημαντικές φωνές μέσα από την καταλανική Αριστερά ή την Ενωμένη Αριστερά, προειδοποιούν ότι οι εξελίξεις στο Κράτος της Ισπανίας είναι ένα «εργαστήριο» όπου δοκιμάζονται αλλά και προετοιμάζονται πολιτικές που θα αφορούν σύντομα το σύνολο της Ευρώπης. Αν η Ελλάδα υπήρξε το «εργαστήριο» για την προετοιμασία της κοινωνικο-οικονομικής λαίλαπας με τα μνημόνια των τελευταίων χρόνων, η Ισπανία σήμερα γίνεται το «εργαστήριο» για μια αυταρχική στροφή, όπου οι λαϊκές τάξεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με την απαίτηση να πειθαρχήσουν στη «συνταγματική τάξη και νομιμότητα» και μάλιστα με την πιο συντηρητική και αυστηρή «ανάγνωση» των συνταγμάτων που έχουμε γνωρίσει στα τελευταία 30-40 χρόνια. Η ενεργοποίηση των αυστηρότερων διατάξεων, που, ως δικλίδες ασφαλείας για το σύστημα, περιλαμβάνονται σε όλα τα ευρωπαϊκά συντάγματα, είναι αυτό που ήδη κάνει ο Ραχόι, έχοντας την πλήρη κάλυψη όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου του θλιβερού συνασπισμού των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η δημοκρατική αλληλεγγύη στους Καταλανούς είναι το πρώτιστο καθήκον και αφορά τις προοπτικές όλων μας.
Όμως πώς συνδέεται το ζήτημα αυτό με το αίτημα της ανεξαρτησίας που ήδη διατυπώθηκε με το δημοψήφισμα της 1ης Οκτώβρη; Ασφαλώς το ζήτημα δεν είναι «ευκολάκι»: Παρότι μεγάλα τμήματα της καταλανικής ελίτ έχουν ταχθεί κατά της ανεξαρτησίας, η σύνδεση του κοινωνικού ζητήματος με το δημοκρατικό-εθνικό, έχει ακόμα δρόμο να διανύσει. Παρότι η απάντηση Si (Ναι) στο ερώτημα για την ανεξαρτησία, υπήρξε την 1η Οκτώβρη σημαντικών διαστάσεων (αν συνυπολογιστούν οι «ανώμαλες» συνθήκες), είναι σαφές ότι ακόμα και στο εσωτερικό της Καταλονίας έχει ακόμα δουλειά να γίνει για να συγκροτηθεί μια λαϊκή συμμαχία που θα μπορεί να καθοδηγήσει στις μάχες που έρχονται.
Μέσα σε αυτές τις δυσκολίες οι σύντροφοι των Anticapitalistas μέσα στο Podemos δείχνουν ένα δρόμο: Υποστηρίζοντας το «Ναι» στο εσωτερικό της Καταλονίας, δίνουν τη μάχη για τη συγκρότηση μιας λαϊκής συμμαχίας που θα συνδέει τη δημοκρατική απάντηση στην εθνική καταπίεση με το κοινωνικό ζήτημα, με την ανατροπή της λιτότητας και τον νεοφιλελευθερισμό. Υποστηρίζοντας το ανεμπόδιστο δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν για το μέλλον τους, δίνουν τη μάχη σε όλες τις άλλες «αυτονομίες» στο Ισπανικό Κράτος (στην Ανδαλουσία, στη Γαλικία, στη Χώρα των Βάσκων κ.ο.κ.) ώστε να σπάσει η απομόνωση της Βαρκελώνης. Διαδηλώνοντας στην ίδια τη Μαδρίτη, εξηγούν αποφασιστικά ότι αν ο κόσμος επιτρέψει στο συνασπισμό γύρω από τον Ραχόι να νικήσει στην Καταλονία, η ήττα θα αφορά τους εργαζόμενους και όλες τις λαϊκές δυνάμεις. Σε αυτό το ενδεχόμενο το Κράτος της Ισπανίας θα είναι μια νέα πολύ πιο αντιδραστική –καταπιεστική και εκμεταλλευτική- πραγματικότητα.
Σε αυτόν τον κρίσιμο αγώνα που (είτε το θέλουμε, είτε όχι) έχει ήδη ξεκινήσει, το διεθνές κίνημα και η διεθνής Αριστερά έχει ένα κρίσιμο καθήκον: την αμέριστη αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους ανθρώπους στην Καταλονία, την πάλη για να ηττηθεί ο Ραχόι και οι διεθνείς σύμμαχοί του.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
Μεγάλες «πληγές» για την πλειονότητα του πληθυσμού, ζητήματα κληρονομημένα από το κοινωνικό και πολιτικό παρελθόν, ζητήματα στα οποία «υπό κανονικές συνθήκες» (υ.κ.σ.) η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία θα έπρεπε να έχει δώσει λύσεις προ πολλού, παίζουν συχνά ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Γιατί ο καπιταλισμός δεν αναπτύσσεται «υπό κανονικές συνθήκες»: η αστική τάξη παραμένει μια μικρή αριθμητικά μειοψηφία, η οποία εκμεταλλεύεται –και γι’ αυτό οφείλει να μπορεί και να καταπιέζει– μια κατά πολύ μεγαλύτερη κοινωνική πλειοψηφία, την οποία φροντίζει να κρατά διαιρεμένη και αδρανή στις μεγάλες χρονικά περιόδους της «ομαλότητας».
Στην Ισπανία το «πέρασμα» από την παλιά αυτοκρατορία στο σύγχρονο καπιταλισμό δεν έγινε με τον κατά τα εγχειρίδια τρόπο, με τη νίκη μιας αστικής-δημοκρατικής επανάστασης σε βάρος του «παλιού καθεστώτος». Η ήττα της κοινωνικής επανάστασης του 1936-39 (με μεγάλο προπύργιο εργατικής-λαϊκής αντίστασης την Καταλονία) και η επιβολή της πολυετούς στρατιωτικής δικτατορίας του Φράνκο, «συμπύκνωσαν» μέσα στο νέο Κράτος της Ισπανίας τα πιο αρχαϊκά χαρακτηριστικά (τη μοναρχία, την πολιτική δύναμη της Εκκλησίας, την καταπίεση των εθνοτήτων κ.ά.), μαζί με τα πιο σύγχρονα (την ανάπτυξη μιας δυναμικής αστικής τάξης, με σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες συνεργασίες/ανταγωνισμούς του διεθνούς συστήματος).
Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε ότι η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία «έπεσε» με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από την αντίστοιχη στην Πορτογαλία, αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, μέσα από ένα συμβιβασμό «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, με ηγετικό ρόλο της μοναρχίας στη διαδικασία «μετάβασης» και με σημαντικές ευθύνες του ΚΚ που αποδέχθηκε και συνυπέγραψε τις συμφωνίες του 1978.
Αυτή η «αλλαγή» υπήρξε πολύ πιο συντηρητική από τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα και ασύγκριτα λιγότερο προοδευτική από τις κατακτήσεις της επανάστασης του 1974-75 στην Πορτογαλία: Μεγάλα τμήματα του φρανκισμού διασώθηκαν μέσα στο κράτος, ο ρόλος της μοναρχίας επιβίωσε, η δύναμη της Εκκλησίας αναδιπλώθηκε αλλά διατηρήθηκε, οι «αυτονομίες» στις εθνότητες αναγνωρίστηκαν, αλλά υπό τον όρο της διατήρησης της «ενότητας του Κράτους της Ισπανίας» που περιφρουρήθηκε αυστηρά στο Σύνταγμα.
Απέναντι σε αυτό το καθεστώς, η διεθνής Αριστερά γνώριζε (κυρίως) τον αγώνα των Βάσκων για απελευθέρωση, γιατί αυτός υπογραμμιζόταν από τις «ένδοξες» (αλλά και απολύτως αναποτελεσματικές) ένοπλες ενέργειες της ΕΤΑ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το αίτημα για αυτοδιάθεση της Χώρας των Βάσκων «ξεσηκώνει» πολύ λιγότερες αμφισβητήσεις από το ανάλογο αίτημα στην Καταλονία. Όμως το 2016 η ΕΤΑ αποφάσισε (μονομερώς) να καταθέσει τα όπλα, έχοντας φτάσει προ καιρού σε ένα πολιτικο-στρατιωτικό αδιέξοδο. Την ίδια περίοδο κλιμακώθηκε (από τον «άλλο δρόμο», μέσω της λαϊκής κινητοποίησης και του μαζικού πολιτικού αγώνα) το αίτημα για την αυτοδιάθεση στην Καταλονία.
Είναι κρίσιμο το ερώτημα: γιατί τώρα; Και η απάντηση δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στις συνθήκες της κρίσης του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος που δημιουργούν «απειθαρχίες» σε πολλές περιοχές, αλλά και στην άνοδο των μαζικών κοινωνικών αγώνων στα προηγούμενα χρόνια (κυρίως στα 2011-13) που σπρώχνουν πλατιές λαϊκές μάζες στο να αμφισβητούν τους καθεστωτικούς «συμβιβασμούς» μέσα στους οποίους μέχρι σήμερα έζησαν. Όχι τυχαία, η Βαρκελώνη υπήρξε μια από τις «πρωτεύουσες» του αντινεοφιλελεύθερου κινήματος, των δράσεων αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και μετανάστες, του κινήματος κατά των εξώσεων κ.ο.κ.
Ισχυριζόμαστε ότι αυτό που τώρα συμβαίνει στην Καταλονία είναι μια βαθιά, μαζική, και γι’ αυτό εξαιρετικά επικίνδυνη για το καθεστώς, αμφισβήτηση του στάτους κβο του 1978, της μεταφρανκικής Ισπανίας. Μέσα σε αυτή τη μαζική κίνηση ενυπάρχει το βαθύ στοιχείο του κοινωνικού (οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό), αλλά και το βαθύ αίτημα για δημοκρατία, για το δικαίωμα των πληθυσμών να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη μοίρα τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ενάντια στη λαϊκή κινητοποίηση στην Καταλονία έχουν ταχθεί αποφασιστικά όλες οι πτέρυγες των οπαδών της «τάξης»: οι καπιταλιστές, το κράτος, η κυβέρνηση και ο Τύπος της Μαδρίτης, η ΕΕ και όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ο Τραμπ και η Τερέζα Μέι, όλη η διεθνής ακροδεξιά, αλλά και ο Πρ. Παυλόπουλος και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δια της επίσημης τοποθέτησης του Ν. Κοτζιά.
Και όμως, μέσα στην ελληνική Αριστερά ξεσηκώνονται διάφορες «ποικιλίες» επιχειρημάτων, που οδηγούν σε αδράνεια ακόμα και μπροστά στα πιο αυτονόητα καθήκοντα:
Ένα τμήμα της Αριστεράς μένει ψυχρό απέναντι στην Καταλονία, για λόγους «εθνικού συμφέροντος»: αν νικήσει η Βαρκελώνη, λένε, αυτό βάζει κακές ιδέες στους ανθρώπους στην Κομοτηνή και ίσως στα χωριά της Φλώρινας. Πρόκειται για μια άποψη που μετακομίζει στην ουρά του Ραχόι και της ΕΕ, μέσω της υπεράσπισης της… Συνθήκης της Λοζάνης!
Ένα άλλο τμήμα, ξεθάβει κείμενα μεγάλων μαρξιστών, όπως ο Τρότσκι, σχετικά με την Ισπανία της (επαναστατικής) δεκαετίας του 1930, καταλήγοντας να καταγγέλλει τις σημερινές κινητοποιήσεις στη Βαρκελώνη ως… εθνικιστικό παραλήρημα (το οποίο, βεβαίως, αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά οι πραγματικοί εθνικιστές στην Ισπανία και σε όλη την Ευρώπη). Προσοχή: οι απαντήσεις των κλασικών μαρξιστών έχουν πάντα σημασία, αρκεί να θυμάται κανείς την ερώτηση στην οποία απαντούσαν. Αλλιώς μπορεί κανείς να φτάσει να αναζητά το πλοίο για να ανέβει στην Πάρνηθα… Δεν μπορούμε στις σημερινές συνθήκες να χρησιμοποιούμε ως «οδηγό» για τη σκέψη και τη δράση μας, μαρξιστικές αναλύσεις που, παρά τη λαμπρότητά τους, γράφτηκαν κατά την τρομερή «δεκαετία των πολέμων και επαναστάσεων», προσπαθώντας να προσανατολίσουν τους αγωνιστές-στριες της εποχής στα καθήκοντα που προέκυπταν στις παραμονές της μεγάλης κοινωνικής επανάστασης του 1936-39.
Ένα τρίτο τμήμα, ξεκινώντας από το υγιές κίνητρο της αναζήτησης της εργατικής ενότητας, δέχεται μεν το «δημοκρατικό δικαίωμα» (υποστηρίζοντας το να αφεθούν ελεύθεροι οι Καταλανοί να οργανώσουν δημοψήφισμα), αλλά προτείνει την απάντηση «Όχι» στο ερώτημα της ανεξαρτησίας. Μόνο που έτσι, αντί να υποστηρίζει την ενότητα των καταπιεσμένων στην Καταλονία με τους αδελφούς/ές τους σε όλη την Ισπανία, καταλήγει να ενισχύει την απομόνωσή τους, εν μέσω της επίθεσης του κυρίαρχου εθνικισμού, δηλαδή του Κράτους της Ισπανίας, και να δίνει τελικά την ίδια πολιτική απάντηση με όλες τις αστικές κυβερνήσεις και τα θεσμικά κέντρα της ΕΕ, που δήλωσαν και δηλώνουν ότι δεν θα δεχτούν ενοχλητικές ανατροπές και αλλαγές συνόρων στο έδαφος της ΕΕ.
Το πολιτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των «ποικιλιών» είναι η πολιτική αδράνεια, που οδηγεί σε μια ελάχιστη κινητοποίηση αλληλεγγύης, παρόλο που οι συγκρούσεις στην Καταλονία έχουν πάρει προφανώς μεγάλες πολιτικές διαστάσεις.
Οι σύντροφοί μας εκεί, το ρεύμα των Anticapitalistas μέσα στους Podemos αλλά και άλλες σημαντικές φωνές μέσα από την καταλανική Αριστερά ή την Ενωμένη Αριστερά, προειδοποιούν ότι οι εξελίξεις στο Κράτος της Ισπανίας είναι ένα «εργαστήριο» όπου δοκιμάζονται αλλά και προετοιμάζονται πολιτικές που θα αφορούν σύντομα το σύνολο της Ευρώπης. Αν η Ελλάδα υπήρξε το «εργαστήριο» για την προετοιμασία της κοινωνικο-οικονομικής λαίλαπας με τα μνημόνια των τελευταίων χρόνων, η Ισπανία σήμερα γίνεται το «εργαστήριο» για μια αυταρχική στροφή, όπου οι λαϊκές τάξεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με την απαίτηση να πειθαρχήσουν στη «συνταγματική τάξη και νομιμότητα» και μάλιστα με την πιο συντηρητική και αυστηρή «ανάγνωση» των συνταγμάτων που έχουμε γνωρίσει στα τελευταία 30-40 χρόνια. Η ενεργοποίηση των αυστηρότερων διατάξεων, που, ως δικλίδες ασφαλείας για το σύστημα, περιλαμβάνονται σε όλα τα ευρωπαϊκά συντάγματα, είναι αυτό που ήδη κάνει ο Ραχόι, έχοντας την πλήρη κάλυψη όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου του θλιβερού συνασπισμού των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η δημοκρατική αλληλεγγύη στους Καταλανούς είναι το πρώτιστο καθήκον και αφορά τις προοπτικές όλων μας.
Όμως πώς συνδέεται το ζήτημα αυτό με το αίτημα της ανεξαρτησίας που ήδη διατυπώθηκε με το δημοψήφισμα της 1ης Οκτώβρη; Ασφαλώς το ζήτημα δεν είναι «ευκολάκι»: Παρότι μεγάλα τμήματα της καταλανικής ελίτ έχουν ταχθεί κατά της ανεξαρτησίας, η σύνδεση του κοινωνικού ζητήματος με το δημοκρατικό-εθνικό, έχει ακόμα δρόμο να διανύσει. Παρότι η απάντηση Si (Ναι) στο ερώτημα για την ανεξαρτησία, υπήρξε την 1η Οκτώβρη σημαντικών διαστάσεων (αν συνυπολογιστούν οι «ανώμαλες» συνθήκες), είναι σαφές ότι ακόμα και στο εσωτερικό της Καταλονίας έχει ακόμα δουλειά να γίνει για να συγκροτηθεί μια λαϊκή συμμαχία που θα μπορεί να καθοδηγήσει στις μάχες που έρχονται.
Μέσα σε αυτές τις δυσκολίες οι σύντροφοι των Anticapitalistas μέσα στο Podemos δείχνουν ένα δρόμο: Υποστηρίζοντας το «Ναι» στο εσωτερικό της Καταλονίας, δίνουν τη μάχη για τη συγκρότηση μιας λαϊκής συμμαχίας που θα συνδέει τη δημοκρατική απάντηση στην εθνική καταπίεση με το κοινωνικό ζήτημα, με την ανατροπή της λιτότητας και τον νεοφιλελευθερισμό. Υποστηρίζοντας το ανεμπόδιστο δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν για το μέλλον τους, δίνουν τη μάχη σε όλες τις άλλες «αυτονομίες» στο Ισπανικό Κράτος (στην Ανδαλουσία, στη Γαλικία, στη Χώρα των Βάσκων κ.ο.κ.) ώστε να σπάσει η απομόνωση της Βαρκελώνης. Διαδηλώνοντας στην ίδια τη Μαδρίτη, εξηγούν αποφασιστικά ότι αν ο κόσμος επιτρέψει στο συνασπισμό γύρω από τον Ραχόι να νικήσει στην Καταλονία, η ήττα θα αφορά τους εργαζόμενους και όλες τις λαϊκές δυνάμεις. Σε αυτό το ενδεχόμενο το Κράτος της Ισπανίας θα είναι μια νέα πολύ πιο αντιδραστική –καταπιεστική και εκμεταλλευτική- πραγματικότητα.
Σε αυτόν τον κρίσιμο αγώνα που (είτε το θέλουμε, είτε όχι) έχει ήδη ξεκινήσει, το διεθνές κίνημα και η διεθνής Αριστερά έχει ένα κρίσιμο καθήκον: την αμέριστη αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους ανθρώπους στην Καταλονία, την πάλη για να ηττηθεί ο Ραχόι και οι διεθνείς σύμμαχοί του.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
Στο άρθρο δεν αναφέρεται ότι οι Καταλανοί, που ζητούν ανεξαρτησία, δεν έχουν καμία πρόθεση να κοντραριστούν με την Ε.Ε. και την παγκοσμιοποίηση γενικότερα.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να πολεμάς τον νεοφιλελευθερισμό, όπως αναφέρει το άρθρο, και να δηλώνεις υποταγή στην παγκοσμιοποίηση;
Όλη αυτή η φασαρία με την ανεξαρτησία της Καταλονίας προέρχεται από τα αδιέξοδα της Ε.Ε. και δεν έχει να κάνει με κάποιο πραγματικά προοδευτικό λαϊκό κίνημα. Ένα τέτοιο κίνημα στην σημερινή εποχή πρέπει πρώτα απ’ όλα να στρέφεται ενάντια στην δικτατορία των πολυεθνικών που στην Ευρώπη εκφράζεται από την Ε.Ε.
θα ξαναπώ τις αντιρρήσεις μου για την συμπαράταξη με τους αποσχιστες.
1.)Σε μια εποχή που ο Καπιταλισμος είναι πιο ωμός από άλλοτε να δια-σερνεται η Αριστερά σε Εθνικιστικές διαμάχες,αντί να ενώνει όλους τους εργαζόμενους εναντίων του??
2.)Έπιασε κορόιδο το CUP τον κεντροδεξιό Εθνικιστή Πουτζντεμόν?
3.)Σαφώς μια αποσχισμένη Καταλονία θα θρέψει όνειρα σε μη Ελληνικά κατάλοιπα από ξένους ζυγούς σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας,και έτσι σωστά οι κυβερνήσεις Ελλάδας-Κύπρου δεν είναι με τους αποσχιστες(αλήθεια αν η Φλώρινα “καταλονισει”και οπαδοί της ΛΑΕ θα πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς,όπως οι μη κροατικοί πληθυσμοί στην Κροατια.)
4.)Αν όμως πούμε ότι δίνουμε δίκιο στους αποσχιστες της καταλονιας τότε :
α.)δίκαια διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβια και πρέπει να αποδεχθούμε οτι ΝΑΤΟ-ΕΕ είναι με την….αυτοδιάθεση(!) των λαών!
β.)Όλες οι μειονοτητες στα Βαλκάνια κυρίως θα πρέπει να χουν κι αυτές το ίδιο δικαίωμα.
Και έτσι ο καπιταλισμος με τις Εθνικιστικές διαμάχες μένει ανέπαφος!Ποιος ειναι ουρά του Καπιταλισμου??
Σημείωση,Καταλανός έμπορος μου είπε πως οι επιχειρήσεις συνεχίζουν τη δραστηριοτητα τους στην καταλονία απλά αλλάζουν ΕΔΡΑ. Αλλα αν πούμε οτι έχουμε ταξικό αγώνα στην καταλονία,θα πρέπει το κίνημα να εχει εναλλακτικες σοσιαλιστικες οικονομικές δραστηριοτητες γιατί σίγουρα το επιχειρειν δεν υφίσταται για κοινωνική πολιτική.