Η χθεσινή επίσκεψη της Γερμανίδας πρωθυπουργού, σημαδεύτηκε από ένα «κινηματικό» παράδοξο: την πλήρη απουσία των δυνάμεων του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ από το πεζοδρόμιο. Τον Οκτώβριο του 2012, σε ανάλογη επίσκεψη, το ΚΚΕ είχε, μέσω ΠΑΜΕ, διοργανώσει δυναμικό συλλαλητήριο στην Ομόνοια, με την παρουσία της τότε Γ.Γ. και σύσσωμης της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Χθες, όχι μόνο δεν κάλεσε σε συγκέντρωση αλλά ούτε καν σε μια τυπική πικετοφορία, παρά την αντιδημοκρατική απαγόρευση των συγκεντρώσεων, από την πλευρά της κυβέρνησης.
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει οργανωτικές αδυναμίες; Φυσικά όχι. Το ΚΚΕ, μέσω του μηχανισμού του, είναι ικανό να διοργανώσει, μέσα σε ελάχιστες ώρες εάν χρειαστεί, μια αξιοπρεπή συγκέντρωση οπουδήποτε στην Αθήνα.
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει λόγους περιφρούρησης; Μα έτσι και αλλιώς το ΚΚΕ δεν «συγχρωτίζεται» με πορείες που μπορεί, στις παρυφές τους, να προκύψουν «έκρυθμες καταστάσεις». (Ίσως η τελευταία φορά μιας τέτοιας «συνύπαρξης» ήταν ο Οκτώβρης του 2011, στη πλατεία Συντάγματος).
Άρα οι λόγοι είναι καθαρά πολιτικοί και εως προς αυτό μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, καθώς καμία ανακοίνωση του ΚΚΕ δεν απαντάει, έμμεσα φυσικά, σε ένα τέτοιο ερώτημα. Ερώτημα , που φυσικά, θα έχει τεθεί και από τη βάση του.
Το ερώτημα λοιπόν γιατί το ΚΚΕ δεν αξιοποίησε, πολιτικά και επικοινωνιακά, την επίσκεψη του προσώπου-σύμβολο του γερμανικού κεφαλαίου στη χώρας μας, ώστε και να καταγγείλει το δήθεν τέλος των μνημονίων και την ανάμειξη του ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια, ειδικά στη περίοδο που διανύουμε, δεν είναι ούτε ρητορικό ούτε προς πολιτική εκμετάλλευση.
Είναι εύλογο. Όχι όμως και δυσερμήνευτο.
Αν όμως παρατηρήσουμε την συνολική στάση του ΚΚΕ τον τελευταίο (τουλάχιστον) χρόνο, θα παρατηρήσουμε ότι έχει επιλέξει μια νέα γραμμή, που έχει αντικαταστήσει την προηγούμενη, «υπεραριστερή», όπως χαρακτηριζόταν. Μια γραμμή κινηματικής «αναχώρησης» από τα κεντρικά πολιτικά επίδικα και στροφής «στην καθημερινότητα», ενίοτε και με όρους «οικονομισμού».
Φυσικά, στο κεντρικό πολιτικό, παραμένει η ίδια «σκληρή» συνθηματολογία, μόνο που δε συνοδεύεται από αντίστοιχες πρωτοβουλίες στη πράξη. Χαρακτηριστικό η στάση του στην Συμφωνία των Πρεσπών: καταγγελτικός λόγος, με ταυτόχρονη απουσία πρωτοβουλιών, (κινηματικών, πολιτικών) , στη κατεύθυνση ακύρωσής της.
Η συνολική του στάση δείχνει ένα πολιτικό φορέα που φοβάται να καλύψει το πολιτικό κενό της χρεοκοπίας του αστικού πολιτικού προσωπικού και των επιλογών του. Ένα πολιτικό φορέα που, μπροστά στις τραγικές προκλήσεις της περιόδου, επιλέγει να «περιφρουρήσει» δυνάμεις.
Το έκανε και το 2012. Επιτρέποντας στο ΣΥΡΙΖΑ, να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη. Μόνο που τώρα ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει, και ο ευρωαντλαντισμός δεν έχει πολλά σενάρια να κάψει ακόμη.