Σύμφωνα με τον παλαιό Κινέζο θεωρητικό του πολέμου Σουν Τσου οφείλει κανείς να αφήνει πάντα μια οδό διαφυγής στον αντίπαλό του, διότι αλλιώς αυτός θα υποχρεωθεί να πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Την συμβουλή αυτή μοιάζει να μην την έλαβαν σοβαρά υπόψη τους οι ιθύνοντες του Ισραήλ και κυρίως ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος δεσπόζει στα πολιτικά πράγματα του εβραϊκού κράτους τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ο Νετανιάχου οικοδόμησε την καριέρα του κυρίως επί της αντίθεσής του στην ολοκλήρωση της “διαδικασίας του Όσλο” που θεωρητικά θα απέληγε σε μια “λύση δύο κρατών” στο μεσανατολικό πρόβλημα. Λύση η οποία χωρίς να κλείνει όλες τις πληγές του 1948, εξασφάλιζε πάντως την διεθνή συναίνεση και κυρίως απαντούσε στην αγωνία του mainstream της ισραηλινής κοινωνίας για το πώς το κράτος της θα παραμείνει ταυτοχρόνως εβραϊκό και δημοκρατικό. Πώς δηλαδή, δεδομένων των δημογραφικών εξελίξεων, θα πάψει να κυριαρχεί επί ενός δυνάμει υπέρτερου αλλοεθνούς στοιχείου, το οποίο είτε θα κατακτήσει πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα (αναιρώντας την εβραϊκή εθνική φυσιογνωμία του Ισραήλ) είτε θα παραμείνει σε καθεστώς απαρτχάιντ.
Η “ειρηνευτική διαδικασία” εξασφάλισε στο Ισραήλ την δυνατότητα να ενσωματώσει κατά τη δεκαετία του ΄90 ένα εκατομμύριο νέων πολιτών, προερχόμενων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, καθώς και διεθνή αποδοχή πολύ μεγαλύτερη αυτής που έχαιρε προ του 1991. Επρόκειτο όμως για δύο κέρδη που αποδείχθηκαν δηλητηριώδη, εφόσον από τη μια έστρεψαν το κέντρο βάρους της ισραηλινής δημόσιας ζωής πολύ δεξιότερα και από την άλλη ενέπνευσαν στους ιθύνοντες το αίσθημα ότι διαθέτουν “λευκή επιταγή” από τη διεθνή κοινότητα να μην προβούν σε παραχωρήσεις.
Ήδη στο γύρισμα του αιώνα το αδιεξόδο ήταν προφανές. Οι Παλαιστίνιοι συνειδητοποιούσαν ότι ο χρόνος απλώς ροκανιζόταν για την ραγδαία επέκταση των ισραηλινών εποικισμών και υποδομών, που καθιστούσαν αντικειμενικά αδύνατη την ανάδυση μιας ανεξάρτητης Παλαιστίνης στα διαρκώς κατακερματιζόμενα κατεχόμενα εδάφη – την ώρα που συζητούνταν όχι πλέον μια αυθεντική “λύση δύο κρατών”, αλλά μία απομίμησή της, που θα απέδιδε κρατικά σύμβολα σε ένα κατασκεύασμα χωρίς εδαφική συνέχεια, εξωτερικά σύνορα και ουσιαστική κυριαρχία.
Το ότι η Παλαιστινιακή Αρχή συναίνεσε (όχι χωρίς υλικά οφέλη για την ηγεσία της) στην διαχείριση αυτού του μορφώματος, εξηγεί την απομείωση του κύρους τους και την ανάληψη της σκυτάλης της αντίστασης από την ισλαμιστική Χαμάς, η οποία είχε ιδρυθεί σε ανύποπτους χρόνους με την ενθάρρυνση του Ισραήλ, ώστε να διασπαστεί το εσωτερικό μέτωπο των Παλαιστινίων στο οποίο κυριαρχούσαν κοσμικές αριστερόστροφες δυνάμεις. Ο ίδιος ο Γιάσερ Αραφάτ στο τέλος της ζωής του αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή του στις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, ξανακερδίζοντας τον τίτλο του “τρομοκράτη”.
Από την άλλη πλευρά, ο εκ του στρατεύματος προερχόμενος κεντροαριστερός τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Μπαράκ αποφάνθηκε ότι “δεν υπάρχει εταίρος για την ειρήνη”, δικαιώνοντας το αφήγημα αντιπάλων του όπως ο Νετανιάχου. Επρόκειτο για πράξη πολιτικής αυτοκτονίας μεσοπρόθεσμα: σε συνδυασμό με την εξάλειψη των διαφορών του με τη δεξιά σε ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, το Εργατικό Κόμμα (που κυβέρνησε αδιαλείπτως το Ισραήλ από την ίδρυσή του μέχρι το 1977) απώλεσε τον λόγο ύπαρξής του και σήμερα αποτελεί σκιά του εαυτού του, με μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό.
Το ξέσπασμα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” το 2001 και η “Αραβική Άνοιξη” το 2011 τραυμάτισαν βαριά την παλαιστινιακή υπόθεση, συρρικνώνοντας από τη μια το κίνημα αλληλεγγύης στις δυτικές κοινωνίες και βυθίζοντας από την άλλη τον αραβικό κόσμο σε εσωτερικές διαιρέσεις και συγκρούσεις. Κράτη δυνάμει απειλητικά για το Ισραήλ, όπως η Συρία και το Ιράκ βυθίστηκαν στο χάος, ενώ για καθεστώτα όπως η Αίγυπτος και οι μοναρχίες του Κόλπου απέκτησε προτεραιότητα η όλο και πιο ανοιχτή συνεργασία με το εβραϊκό κράτος, απέναντι στην “ιρανική απειλή” αλλά και τον εσωτερικό εχθρό που αντιπροσώπευε η Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Εντός του ίδιου του Ισραήλ η έμφαση μετατοπίσθηκε στην μεγαλύτερη περιθωριοποίηση της μειονότητας των Παλαιστινίων ισραηλινής υπηκοότητας (που αντιπροσωπεύουν το 20% του πληθυσμού), ενώ διεθνώς προβαλλόταν η διεκδίκηση αναγνώρισης του εθνοτικού χαρακτήρα του κράτους ως εβραϊκού.
Η Αμερική του Τραμπ ξέκοψε ανοικτά με τη διεθνή νομιμότητα και την ίδια την αμερικανική διπλωματική παράδοση, αναγνωρίζοντας τετελεσμένα όπως η προσάρτηση των Υψωμάτων του Γκολάν και της ανατολικής Ιερουσαλήμ και προτείνοντας το “ντιλ του αιώνα” το οποίο ουσιαστικά θανάτωνε τη “λύση δύο κρατών”.
Όμως η ανάφλεξη που ξέσπασε τον μήνα αυτόν, αρχικά στην ανατολική Ιερουσαλήμ και μάλιστα με πρωτοβουλία της ισραηλινής πλευράς, έδειξε τα όρια του μαξιμαλισμού. Κυρίως διότι με το ξεδίπλωμα της αναταραχής τόσο στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, όσο και στις μικτού πληθυσμού πόλεις του καθαυτό Ισραήλ, με αποκορύφωμα την κήρυξη για πρώτη φορά παλαιστινιακής γενικής απεργίας από την Μεσόγειο μέχρι τον Ιορδάνη, αποτέλεσε το καθρέφτισμα της καταρράκωσης της “λύσης δύο κρατών”, αναπροσανατολίζοντας τον παλαιστινιακό αγώνα προς την κατεύθυνση της αντίθεσης στο απαρτχάιντ.
Άλλωστε, η πρόσφατη εξ νέου αναβολή των παλαιστινιακών εκλογών, που διεξήχθησαν για τελευταία φορά το 2006, αλλά και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στα επεισόδια μιας πρωτόπειρης νεολαίας χωρίς οργανωτικές εντάξεις, επιτείνουν την απαξίωση της Παλαιστινιακής Αρχής ως συνομιλητή για μία “λύση δύο κρατών”.
Αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο, όπου η Χαμάς κατόρθωσε να εκπλήξει με τις αναβαθμισμένες δυνατότητές της, ενώ η ισραηλινή πλευρά δεν αποτόλμησε την χερσαία επέμβαση στη Λωρίδας της Γάζας, τα όρια της ισχύος του Ισραήλ έγιναν εμφανή (για όσους δεν τα είχαν συνειδητοποιήσει ήδη από τον πόλεμο με τη Χεζμπολλάχ το 2006). Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας αλαζονικής ταύτισης της υπεροχής αποκλειστικά με την στρατιωτική της όψη και αυτής αποκλειστικά με την υπεροπλία – το νόημα της οποίας όμως σχετικοποιείται σε καιρούς “ασύμμετρων συγκρούσεων” και μεταβαλλόμενου πολιτικού περιβάλλοντος.
Διπλωματικά, οι αραβικές χώρες που προχώρησαν στην εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ μένουν μετέωρες, η Σαουδική Αραβία προσχώρησε στην αντι-ισραηλινή ρητορική, ενώ το Ιράν είχε την ευκαιρία να διεκδικήσει την πατρότητα της “νίκης των ισλαμικών όπλων”. Ρωσία και Κίνα ενίσχυσαν το προφίλ του “ουδέτερου τρίτου”, που προθυμοποιείται να μεσολαβήσει στην περιοχή (αυτό ακριβώς που μόλις απώλεσαν οι ευρωπαϊκές χώρες), ενώ ο Τζο Μπάιντεν, αντιμέτωπος με μια νέα εστία έντασης εκτός των σχεδιασμών του, πίεσε (με επιτυχία) τον Νεντανιάχου για άμεση κατάπαυση του πυρός.
Η “λευκή επιταγή” ενδέχεται να μην ισχύει για πολύ ακόμη. Πλευρές του αμερικανικού κατεστημένου στέκουν με ολοένα και μεγαλύτερη επιφύλαξη απέναντι σε μία πραγματικότητα που εμφανίζει την Ουάσιγκτον να σύρεται πίσω από επιλογές που λαμβάνονται εκτός αυτής, ενώ και η κοινή γνώμη των ΗΠΑ μετατοπίζεται, σε μεγάλο βαθμό λόγω και του πολιτικού προφίλ της νέας γενιάς της αμερικανοεβραϊκής κοινότητας. Μόνο οι Ευαγγελικοί του τραμπισμού δεν είναι ο αποτελεσματικότερος σύμμαχος για τον Νετανιάχου.
Του Κώστα Ράπτη