Γιατί Ρωσία και Κίνα εξοργίζονται με τη”Σύνοδο για τη Δημοκρατία”του Μπάιντεν

748
Γιατί Ρωσία και Κίνα εξοργίζονται

Στη σκιά των δυνάμει πολεμικών εντάσεων που συσσωρεύονται πρωτίστως στην ανατολική Ουκρανία και δευτερευόντως πέριξ της Ταϊβάν, μια διπλωματικό-επικοινωνιακή διοργάνωση συγκεντρώνει τα βέλη της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς το προσλαμβάνουν ως προσπάθεια απομόνωσής τους και ιδιολογικοποίησης του νέου ψυχρού πολέμου.

Η (διαδικτυακή) “Σύνοδος για τη Δημοκρατία” που διοργανώνει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στις 9 και 10 Δεκεμβρίου με 110 συμμετέχοντες, χαρακτηρίζεται ως “παράδοξο γεγονός” σε σχετική εκτενή ανακοίνωση που εξέδωσε χθες το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, ενώ ήδη o Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Ουανγκ Γι έκανε λόγο για εξέλιξη που θα φέρει “διαίρεση και αρνητική ενέργεια” στν διεθνή σκηνή.

Η Σύνοδος για τη Δημοκρατία θέτει ως στόχο της την καταπολέμηση του αυταρχισμού και της διαφθοράς, αλλά είναι προφανές ότι αποτελεί ένα είδος αντισυσπείρωσης απέναντι στις αναδυόμενες ευρασιατικές δυνάμεις, δηλ. την Κίνα και τη Ρωσία.

Οι προσκληθέντες στην Σύνοδο δεν είναι αποκλειστικά αναγνωρισμένα κράτη. Πρόσκληση έχει απευθυνθεί λ.χ. στην Ταϊβάν, αλλά και στον αυτοαναγορευθέντα πρόεδρο της Βενεζουέλας Χουαν Γουαϊδό. Από την άλλη πλευρά, πολύς λόγος έχει ήδη γίνει για τον αποκλεισμό σημαντικών συμμάχων και εταίρων των ΗΠΑ: όχι μόνο (όπως είναι λογικό) των αραβικών μοναρχιών του Περσικού Κόλπου, αλλά και δύο μελών του ΝΑΤΟ, ήτοι της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν και της Ουγγαρίας του Βίκτορ Όρμπαν (το σε τι η τελευταία υπολείπεται της εξίσου προβληματικής στις συνταγματικές της αντίληψης Πολωνίας παραμένει αδιευκρίνιστο ή μάλλον ερμηνεύεται ακριβώς από την πρόσφατη έξαρση των εντάσεων στα σύνορα της χώρας αυτής με την Λευκορωσία, με αφορμή το προσφυγικό). Άλλοι πάλι αυτοαποκλείσθηκαν, όπως ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, κατά τα λοιπά σημαντικού εταίρου της Δύσης, Λι Χσιεν Λούνκ, ο οποίος τον περασμένο μήνα δήλωσε ότι η χώρα του δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε ένα αντικινεζικό μέτωπο.

Εκτός Συνόδου βρίσκονται επίσης τα λατινοαμερικανικά καθεστώτα που η Ουάσιγκτον κρίνει προβληματικά (Βενεζουέλα, Βολιβία, Γουατεμάλα, Νικαράγου, Σαλβαδόρ και φυσικά Κούβα), ενώ από τη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική προσκαλούνται μόνο το Ισραήλ και το Ιράκ. Στην νότιο Ασία επιλέγεται η σολομώντειος λύση να προσκληθούν τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν, που αποτελούν τρόπον τινά το βασικό αντικείμενο του “φλερτ” της Δύσης, προκειμένου να αποσπασθούν από την ρωσοκινεζική επιρροή.

Για την ρωσική διπλωματία η πρόκληση είναι μεγάλη, καθώς θεωρείται ότι αντί της υφιστάμενης αρχιτεκτονικής των Ηνωμένων Εθνών, όπου επικρατούν οι συσχετισμοί της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η αρχή της ισότιμης συμμετοχής των κρατών μελών επί τη βάσει κανόνων Διεθνούς Δικαίου καθολικής εφαρμογής, προωθείται μια στενότερη αντίληψη που κατακερματίζει το διεθνές τοπίο, μεταμφιέζει τα συμφέροντα της Δύσης σε οικουμενικά και αναιρεί την αρχή της μη ανάμιξης στα εσωτερικά των κρατών. Σύμφωνα με την ρωσική επιχειρηματολογία, στο όνομα της “δημοκρατίας” εντός των χωρών δικαιολογείται μια μη δημοκρατική ιεράρχηση μεταξύ των χωρών και παρεμποδίζεται η αναγκαία μεταρρύθμιση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με την δημιουργία ενός μη συμπεριληπτικού υποκατάστατου όπου οι σαφείς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου θα επανερμηνεύονται διαρκώς κατά το δοκούν.

Το Πεκίνο, πάλι, παίζει το πολιτισμικό “χαρτί” υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει ένα μόνο μοντέλο δημοκρατίας, αλλά πολλά, άνισης αποτελεσματικότητας και διαφορετικού βαθμού ανταπόκρισης στις ιδιομορφίες των διαφορετικών πολιτισμών, κάποιες εκ των οποίων έχουν δοκιμασθεί σε βάθος χρόνου. Μάλιστα ο Ουανγκ Γι σε πρόσφατη συνάντηση με τους οιμολόγους του από την Ινδία και την Κίνα κάλεσε τις χώρες της περιοχής να μην πέσουν στην “democracy trap”. Πρόκειται για την αντίστροφη προσπάθεια ιδεολογικοποίησης των νεοψυχροπολεμικών εντάσεων από μέρους όσων εμφανίζονται ως φορείς των “παραδοσιακών αξιών”.

Το χθεσινό ανακοινωθέν του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών συνιστά πάντως επίθεση εφ’ όλης της ύλης.

Σε αυτό αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ε.Ε. δεν μπορούν να αυτοπροβάλλονται ως πρότυπα δημοκρατίας διότι έχουν δικά τους χρόναι προβλήματα ως προς την ελευθερία του λόγου, τη διεξαγωγή εκλογών, την διαφθορά και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μεροληπτικές επιχειρηματικές ελίτ ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης επιβάλλοντας λογοκρισία και αυτολογοκρισία, οι ψηφιακές πλατφόρμες καταστέλλουν τις διαφορετικές απόψεις και προωθούν την χειραγώγηση της κοινής γνώμης, ενώ η μαζική παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες και τις συνεργαζόμενες μεγάλες επιχειρήσεις αποτελεί στη Δύση πλέον μια πραγματικότητα της καθημερινής ζωής.

Κλιμακώνοντας την επίθεση προς τον Μπάιντεν προσωπικά, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών προσθέτει ότι το “αρχαϊκό” εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ άρχισε πέρσι να καταρρέει, ενώ οι διαδηλωτές της 6ης Ιανουαρίου στο Κογκρέσο τιμωρήθηκαν με δυσανάλογες ποινές. Επιπλέον αναφέρεται ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τον πρωταθλητή στον αριθμό των φυλακισμένων παγκοσμίως, ότι το Γκουαντάναμο παραμένει σε λειτουργία, αλλά και ότι το λόμπινγκ όπως ασκείται στην αμερικανική πολιτική ζωή αποτελεί νομιμοποιημένη διαφθορά.

Παρομοίως κατηγορούνται η μεν Βρετανία για παρακολούθηση των πολιτών της και αστυνομική βία κατά διαδηλωτών η δε Ε.Ε. για ανοχή στην παραβίαση των δικαιωμάτων των ρωσόφωνων στην Βαλτικές Δημοκρατίες, την Ουκρανία και την Μολδαβία, αλλά και για “επιθετική προώθηση υπερ-φιλελεύθερων αξιών και πρακτικών που καταστρέφουν τις χριστιανικές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού”.

Ακολούθως καταγγέλλεται δια μακρών η πολιτική της “εξαγωγής δημοκρατίας” δια των όπλων σε μέρη όπως η Λιβύη και το Αφγανιστάν.

Η Ρωσία, από την άλλη μεριά, περιγράφεται στο ίδιο “μανιφέστο” ως μία “διεθνής δύναμη με ευρασιατικές και ευρωπαϊκές ρίζες” η οποία δεν επιθυμεί να επιβάλλει το αναπτυξιακό, πολιτικό ή πολιτισμικό μοντέλο της σε κανέναν, αλλά φιλοδοξεί να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, με βάση τον ισότιμο διάλογο των κυρίαρχων κρατών, την μη ανάμιξη στα εσωτερικά τους, την αποφυγή των συγκρούσεων, τον σεβασμό στους διαφορετικούς πολιτισμούς και την δίκαιη κατανομή των πλεονεκτημάτων της παγκοσμιοποίησης. Για άλλη μία φορά καταγγέλλεται η “επιθετική προώθηση της νέας ηθικής” και καλούνται οι δυτικές χώρες να μην χαράσσουν νέες διαχωριστικές γραμμές, ιδίως σε μία φάση που η ανθρωπότητα δίνει ακόμη τη μάχη με την πανδημία, αλλά να αφοσιωθούν στην τήρηση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.

Το αν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που παίρνει εκατέρωθεν ο νέος ψυχρός πόλεμος επιτρέπουν κάποιον ουσιαστικό διάλογο εφεξής είναι το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας