Είναι η απροθυμία του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία του Ντόναλντ Τραμπ απλώς το αποτέλεσμα πολιτικής σύγχυσης ή ενδεχομένως και προσωπικής ιδιοτέλειας από μέρους του ενοίκου του Λευκού Οίκου;
Έκθεση των Μάικλ Ντόραν και Πίτερ Ραφ για λογαριασμό του συντηρητικού Hudson Institute των ΗΠΑ, υπό τον τίτλο “Too big to fail: Toward a US-German partnership on Turkey” δείχνει ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και οι δισταγμοί του Τραμπ περισσότερο εξηγήσιμοι.
Οι συντάκτες της έκθεσης εξηγούν ότι η αγορά των ρωσικών συστημάτων S-400, που έχει προκαλέσει την αμερικανική οργή, δεν αποτελεί μια μεμονωμένη εμπορική συναλλαγή, αλλά την επανατοποθέτηση της Τουρκίας στο διεθνές σύστημα.
Για την εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ η υιοθέτηση κάποιων κυρώσεων με βάση των νόμο CAATSA είναι μονόδρομος, αφενός για να αποτραπεί η αγορά ρωσικών εξοπλισμών από άλλους ενδιαφερόμενους, όπως η Αίγυπτος, η Ινδία ή η Σαουδική Αραβία, αφετέρου για να μην περάσει ο έλεγχος της άσκησης εξωτερικής πολιτικής στο Κογκρέσο το οποίο έχει ισχυρές απόψεις επί του θέματος.
Όμως η ανταπάντηση της Τουρκίας δεν μπορεί να προβλεφθεί. Στην αποβολή της από τη συμπαραγωγή των μαχητικών F-35, που αποτελεί πλήγμα για την τουρκική Πολεμική Αεροπορία, παρεμβάλλεται ο Βλαντίμιρ Πούτιν προτείνοντας την πώληση ρωσικών αεροσκαφών. Θα προχωρήσει η Άγκυρα σε αυτή την κατεύθυνση;
Σε κάθε περίπτωση, τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης, η αγορά των S-400 δεν συνιστά απλώς πρωτοβουλία ενός απρόβλεπτου ηγέτη. Ο ίδιος ο Ερντογάν παρουσιάζει την κίνηση αυτή ως σημείο καμπής, μετά από μακρά επιδείνωση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Αποβλέπει στη διεύρυνση των επιλογών της Τουρκίας, με το να χρησιμοποιεί τις ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας και αντιστρόφως.
Με αυτή την έννοια, η απάντηση της Δύσης πρέπει να είναι πολύ καλά ζυγισμένη, γιατί αυτό που κρίνεται είναι ο δυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας.
Οι Ντόραν και Ραφ επισημαίνουν ότι η υπόθεση των S-400 έρχεται σε μία συγκυρία κατά την οποία στην Ουάσιγκτον καλλιεργείται σε ορισμένους κύκλους (των δεξαμενών σκέψης και του Καπιτωλίου, αλλά όχι της προεδρίας) το “αυτοεκπληρούμενο δόγμα” ότι η Τουρκία δεν είναι πια σύμμαχος.
Οι δεσμοί του Ερντογάν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η ανοχή του στη δράση του Ισλαμικού Κράτους, η αυταρχική και δημαγωγική πολιτική του εντός συνόρων, η εχθρότητά του προς τους Κούρδους και το Ισραήλ είναι ψηφίδες του εναντίον του κατηγορητηρίου, ενώ το φλερτ του με τη Μόσχα τον κάνει να μοιάζει με Δούρειο Ίππο εντός του ΝΑΤΟ.
Όμως οι απλουστευτικές αυτές αφηγήσεις δεν δίνουν τα συμφραζόμενα που θα μας εξηγούσαν το τί ακριβώς επιχειρεί ο Ερντογάν και γιατί οι αντιαμερικανικές πολιτικές είναι δημοφιλείς στη Τουρκία. Έρχονται δε σε χτυπητή αντίθεση με το προηγούμενο αφήγημα που ήθελε τον Ερτογάν να αποτελεί την μεγάλη ελπίδα της Μέσης Ανατολής για έναν ισλαμικό εκσυγχρονισμό.
Η τουρκική πλευρά έχει το δικό της κατηγορητήριο για την αμερικανική συμπεριφορά. Ο αποστασιοποιημένος τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ τοποθετήθηκαν στην συριακή κρίση, σαν να ήσαν παρατηρητές και όχι σύμμαχοι της Τουρκίας, βρίσκεται στον αντίποδα της συνέπειας και της επιμονής με την οποία η Ρωσία υπερασπίστηκε τον δικό της σύμμαχο στη Δαμασκό. Η διαπραγμάτευση με τον ρωσικό παράγοντα απέβη έτσι ρεαλιστικότερη επιλογή για την διαφύλαξη των νοτίων συνόρων της Τουρκίας.
Η φιλοξενία του φερόμενου ως εγκεφάλου του αποτυχημένου πραξικοπήματος Φετουλάχ Γκιουλέν στην Πενσιλβάνια αποτελεί άλλον ένα λόγο καχυποψίας.
Κυρίως, όμως, είναι η ευθυγράμμιση των ΗΠΑ με τους Κούρδους αυτονομιστές του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία) που έχει σημάνει συναγερμό στην Άγκυρα. Κατά τους Ντόραν και Ραφ η εμφάνιση αυτής της συμμαχίας είναι δείκτης της έλλειψης στρατηγικής κατεύθυνσης στην μεσανατολική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία μοιάζει να καθορίζεται από στενά τακτικές επιλογές στο πεδίο της αντιτρομοκρατίας.
Σε όλα αυτά, η απάντηση των Τούρκων είναι: “Μην μας θεωρείτε δεδομένους. Έχουμε και άλλες επιλογές”.
Κατά τους συντάκτες της έκθεσης, το πραγματικό επίδικο αντικείμενο είναι το τι θα απογίνει στη βορειοανατολική Συρία και συνολικά το ποιος (οι ΗΠΑ ή η Ρωσία) θα είναι ο εγγυητής της μετάβασης στην επόμενη μέρα.
Η Τουρκία πάντως είναι περισσότερο και όχι λιγότερο κρίσιμη για τη Δύση, απ’ ό,τι κατά την ψυχροπολεμική περίοδο, δεδομένης και της αμερικανικής απροθυμίας για νέες στρατιωτικές περιπέτειες στη Μέση Ανατολή.
Οι S-400 είναι ένα εργαλείο του Ερντογάν ώστε να εξασφαλίσει ότι όποιος αναδειχθεί “διαιτητής” θα λάβει υπόψη του το ύψιστο στρατηγικό συμφέρον της Άγκυρα ως προς το κουρδικό ζήτημα.
Ο Τραμπ ακροβατεί ακριβώς ανάμεσα στην ανάγκη να αποθαρρύνει άλλους υποψήφιους αγοραστές ρωσικών όπλων και την κατανόηση του γεγονότος ότι η Τουρκία δεν πρέπει να εξωθηθεί σε ξένες αγκάλες.
Κατά τους αναλυτές του Hudson Insitute η Γερμανία (εξοικειωμένη με την παρουσία εκατομμυρίων Τούρκων μεταναστών) είναι ο ιδεώδης μεσολαβητής ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, καθώς έχει να προσφέρει οικονομικά κίνητρα στην Άγκυρα και ενδιαφέρεται να προφυλαχθεί η ίδια από το μεσανατολικό χάος. Είναι το Βερολίνο, λοιπόν, που θα πρέπει να μεταφέρει στη Ουάσιγκτον το μήνυμα ότι το “αυτοεκπληρούμενο δόγμα” είναι επικίνδυνο και ότι η Τουρκία είναι στην πραγματικότητα “πολύ μεγάλη” για να εγκαταλειφθεί.