Πόσοι έπεσαν από τα σύννεφα για ακόμη μια φορά μαθαίνοντας ότι (ακόμη μια φορά) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπογράφει τα πάντα; Και πόσοι παραμυθιάζονται ότι αν στη θέση του Τσίπρα ήταν ο Μητσοτάκης θα γινόταν έστω και κάτι ελάχιστα διαφορετικό, πέρα από δηλώσεις και κάλπικους δεκάρικους; Και πόσοι ακόμα νομίζουν ότι με τον Τσίπρα (ή τον Μητσοτάκη), θα είναι καλύτερα (ή χειρότερα) όταν είναι σαφές ότι η πολιτική στην Ελλάδα καθορίζεται από τις ανάγκες του γερμανικού ευρώ και της ΕΕ;
Η νέα εξευτελιστική εξέλιξη μιας κυβέρνησης που πουλά αντίσταση και «διαπραγμάτευση» μέχρι να σφίξουν τα πράγματα και μετά υπογράφει τη μάνα της και τον πατέρα της αρκεί να μείνει η ίδια στην εξουσία και η Ελλάδα στη θηλιά του ευρώ, είναι πολλαπλά διδακτική.
Πονάει μόνο η πρώτη φορά
Όπως για κάθε γενίτσαρο, μόνο η πρώτη φορά είναι δύσκολη. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει σημείο επιστροφής. Όποιος γενίτσαρος διαβεί τον Ρουβίκωνα και αρχίζει να σφάζει τη μέχρι πρότινος οικογένειά του, δεν έχει γυρισμό. Κάθε φορά θα γίνεται πιο φανατικός, βασιλικότερος του βασιλέως. Ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθει στο στρατόπεδο που πρόδωσε την πρώτη φορά. Απομένει να αποδείξει στα νέα του αφεντικά ότι ο νεοφώτιστος είναι ικανότερος από τους γηγενείς.
Πραγματικά, η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρότερη από ότι θα ήταν η αντίστοιχη φθορά της ΝΔ, αν αυτή πέρναγε τα ίδια μέτρα και εφάρμοζε τις ίδιες πολιτικές. Για αυτό, και παρά τα κατά καιρούς τσαλιμάκια, τόσο οι δανειστές όσο και η εγχώρια αστική τάξη στηρίζουν Τσίπρα. Περνά τα πάντα και συμφέρει. Και αν κάποια στιγμή σκάσει το λάστιχο, υπάρχει και ο Μητσοτάκης. Αποδεκτός, αγαπημένος, δικό τους παιδί, γηγενής και όχι γενίτσαρος, λιγότερο όμως ικανός να εφαρμόζει τις εντολές των δανειστών χωρίς κοινωνικές αναταραχές.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ το μοναδικό σοκ ήταν η πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα, κάνει τα πάντα. Δεν έχει όριο, ντροπή, φιλότιμο ή κόκκινη γραμμή. Η πορεία αυτή δεν έχει γυρισμό. Δεν έχει άλλωστε και εναλλακτική.
Θα είχε, αν οι εποχές ήταν διαφορετικές. Αν επιτρεπόταν μια κάποια «σοσιαλδημοκρατική» διαχείριση της κρίσης. Αλλά κι αυτή ακόμη είναι εκτός ορίων νομιμότητας. Ή θα είσαι τελειωμένος και ακραίος νεοφιλελεύθερος ή θα είσαι (τουλάχιστον) κομμουνιστής. Όταν η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική ανατροπή είναι όση και η σχέση της Μιράντας Ξαφά με το σοσιαλισμό, η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη.
Οι δηλώσεις του Φλαμπουράρη ή τα παραμύθια της Χαλιμάς
Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαλαλεί την έξοδο από την κρίση και την «ανάπτυξη για την οποία θα τρίβουμε τα μάτια μας», απευθύνεται αποκλειστικά στους «εντελώς ηλίθιους» και στους υστερόβουλους. Γιατί όλοι θυμόμαστε τους όρκους για το εμπροσθοβαρές μνημόνιο του 2015 που άπαξ και ψηφιζόταν, μετά ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε «παράλληλο πρόγραμμα» και οι στρατιές των έμμισθων θα παρίσταναν τους κοινωνικά αλληλέγγυους.
Τελικά το μνημόνιο Τσίπρα δεν ήταν εμπροσθοβαρές, αλλά διαρκείας. Και όλοι σήμερα καταλαβαίνουμε ότι παρά τις «προβλέψεις» του Αλέκου Φλαμπουράρη, η επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν απαιτεί διετία ή τριετία, αλλά εικοσαετία ή τριακονταετία. Η ΕΕ και οι δανειστές θα διατηρούν καθηλωμένη την ελληνική οικονομία σε ρυθμούς που απλά θα αιμοδοτούν το χρέος κρατώντας τον αιμοδότη κλινήρη και ημιαναίσθητο.
Με βάση τις υποσχέσεις της κυβέρνησης μέχρι σήμερα, αρχές του 2017, θα είχαν όχι απλά κλείσει θετικά και χωρίς μέτρα οι διαρκείς αξιολογήσεις για την απελευθέρωση των χρηματοδοτικών δόσεων, αλλά θα είχε περίπου καταληχθεί και η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Είμαστε σε τέτοιο σημείο που η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, όχι απλά δεν έχει ξεκινήσει, αλλά δεν είναι καν αποδεκτό το να ξεκινήσει.
Ενώ η κυβέρνηση αποδέχεται και νέες μειώσεις συντάξεων, και μείωση του αφορολόγητου, και ξεπούλημα του ΑΔΜΗΕ κοκ, τα ανταλλάγματα είναι μηδέν εις το πηλίκον. Όχι απλά δέσμευση για το χρέος δεν υπάρχει, αλλά για πολύ απλούστερα πράγματα που θα ήταν δεδομένα προϊόντα της νέας «διαπραγμάτευσης» Τσίπρα: Συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση, εξασφάλιση δηλαδή της πληρωμής των τοκοχρεολυσίων του 2017, και συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τα μεν πρώτα δεν συμφωνήθηκαν από τους δανειστές, το τελευταίο, έτσι κι αλλιώς οι Γερμανοί φαίνεται να το τελειώνουν.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι υποσχέσεις για «τελευταία μέτρα» πριν τον παράδεισο της ανάκαμψης είναι παραμύθια. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να μην το ξέρουν οι εγκέφαλοι του κυβερνώντος κόμματος.
Υπήρχε άλλος δρόμος;
Το μοναδικό διαφορετικό ενδεχόμενο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν όχι βέβαια η ρήξη αλλά η παραίτηση. Η απόσυρση δηλαδή από την κυβέρνηση με πρόωρες εκλογές και δεκάρικους λόγους για αντίσταση στην τρόικα, ιδροκοπώντας να αποδείξουν ότι είναι διαφορετικοί από τη ΝΔ. Αυτή η επιλογή θα ήταν μια πολιτικά ψύχραιμη στάση υπολογίζοντας ότι η τρόικα και ειδικά ο Σόιμπλε, είτε έχει απέναντί του τον Σαμαρά, είτε έχει τον Τσίπρα, είτε έχει τον Μητσοτάκη, απαιτεί ένα και μόνο πράγμα: τυφλή υπακοή.
Επομένως το πολιτικό κόστος θα έφθειρε αναγκαστικά την επόμενη κυβέρνηση (με κορμό τη ΝΔ) με εξίσου γρήγορους ρυθμούς. Αρκούσε να επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κάποια ρητορική της «αντιμνημονιακής αντίστασης» για να κουνήσει καθρεφτάκια στα μάτια των ιθαγενών και να επανακάμψει στο μέλλον εδραιωνόμενος ως ο δεύτερος «προοδευτικός» πόλος του ενιαίου πολιτικού συστήματος. Θα έπρεπε όμως να μείνει εκτός εξουσίας και να μην προσχωρήσει στο σενάριο Βενιζέλου (και στρατηγικό αίτημα της αστικής τάξης) για «οικουμενική κυβέρνηση μετά τις εκλογές, με αρχηγό τον Μητσοτάκη και μέσα τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ».
Φυσικά, ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα είχε κανένα λόγο να βγάλει με τα χεράκια του τα ματάκια του. Όπως δεν συναινεί τώρα ο Μητσοτάκης, έτσι δεν θα συναινέσει και αύριο ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον αν τα κουκιά μιας επόμενης κυβέρνησης βγαίνουν χωρίς τη συνδρομή των γενίτσαρων.
Γιατί όμως δεν επιλέγεται ένα τέτοιο σενάριο; Ένα σενάριο διάσωσης του «αντιστασιακού προφίλ» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα προσωπικά; Αν η αφήγηση της γρήγορης εξόδου στις αγορές είναι παραμύθι, αν οι δυσκολίες είναι όλες μπροστά, γιατί δεν επιλέγεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική παρά η κοντόθωρη απαίτηση παραμονής στην εξουσία και για αύριο «έχει ο Θεός»;
Κάλλιο πέντε και στο χέρι;
Η επιλογή –σε αυτή τη φάση- της παραμονής στην εξουσία, αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη νομή ατομικών και πρόσκαιρων προνομίων εκ μέρους του κομματικού μηχανισμού. «Λίγο ακόμα» να τη βγάλουμε κι φέτος είναι η σκέψη του σιτιζόμενου στρατού της εξουσίας. Και δεν έχει κανένα λόγο να σκεφτεί μακροπρόθεσμα. Η ατομική επαγγελματική (και άρα οικονομική) διάσωση (τα πέντε και στο χέρι) υπερτερεί της πολιτικής (τα δέκα και καρτέρει στο μέλλον).
Το μότο του Φλαμπουράρη λοιπόν δεν αφορά τους «εντελώς ηλίθιους», αν και πιθανά αυτοί υπάρχουν. Αφορά το φύλλο συκής που θα χρησιμοποιούν όλοι όσοι έχουν ατομικό συμφέρον από την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με εφαρμογή όμως μέτρων που διαδοχικά θα χειροτερεύουν την κατάσταση και θα απομακρύνουν περισσότερο την προοπτική ανάκαμψης.
Οι μηχανισμοί των κομμάτων εξουσίας έχουν δείξει άλλωστε κατά το παρελθόν ότι αδυνατούν να απομακρυνθούν από το κουρμπέτι. Απαιτούν παρά και ενάντια στη μακροπρόθεσμη πολιτική τους επιβίωση την εδώ και τώρα σίτισή τους. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Θα υπογράφει τα πάντα για πάντα, με ανατριχιαστική ευκολία. Και οι λόγοι δεν θα αφορούν το ζωτικό ψεύδος ότι τάχα η πολιτική του κάπου διαφέρει από αυτή της ΝΔ ή ότι μετά από λίγα (ακόμα) χρόνια υπομονής, θα ασκηθεί πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης.
Τα κίνητρα της υπογραφής των πάντων για πάντα, είναι εντελώς ποταπά.
Πηγή: antapocrisis.gr
Πονάει μόνο η πρώτη φορά
Όπως για κάθε γενίτσαρο, μόνο η πρώτη φορά είναι δύσκολη. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει σημείο επιστροφής. Όποιος γενίτσαρος διαβεί τον Ρουβίκωνα και αρχίζει να σφάζει τη μέχρι πρότινος οικογένειά του, δεν έχει γυρισμό. Κάθε φορά θα γίνεται πιο φανατικός, βασιλικότερος του βασιλέως. Ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθει στο στρατόπεδο που πρόδωσε την πρώτη φορά. Απομένει να αποδείξει στα νέα του αφεντικά ότι ο νεοφώτιστος είναι ικανότερος από τους γηγενείς.
Πραγματικά, η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρότερη από ότι θα ήταν η αντίστοιχη φθορά της ΝΔ, αν αυτή πέρναγε τα ίδια μέτρα και εφάρμοζε τις ίδιες πολιτικές. Για αυτό, και παρά τα κατά καιρούς τσαλιμάκια, τόσο οι δανειστές όσο και η εγχώρια αστική τάξη στηρίζουν Τσίπρα. Περνά τα πάντα και συμφέρει. Και αν κάποια στιγμή σκάσει το λάστιχο, υπάρχει και ο Μητσοτάκης. Αποδεκτός, αγαπημένος, δικό τους παιδί, γηγενής και όχι γενίτσαρος, λιγότερο όμως ικανός να εφαρμόζει τις εντολές των δανειστών χωρίς κοινωνικές αναταραχές.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ το μοναδικό σοκ ήταν η πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα, κάνει τα πάντα. Δεν έχει όριο, ντροπή, φιλότιμο ή κόκκινη γραμμή. Η πορεία αυτή δεν έχει γυρισμό. Δεν έχει άλλωστε και εναλλακτική.
Θα είχε, αν οι εποχές ήταν διαφορετικές. Αν επιτρεπόταν μια κάποια «σοσιαλδημοκρατική» διαχείριση της κρίσης. Αλλά κι αυτή ακόμη είναι εκτός ορίων νομιμότητας. Ή θα είσαι τελειωμένος και ακραίος νεοφιλελεύθερος ή θα είσαι (τουλάχιστον) κομμουνιστής. Όταν η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική ανατροπή είναι όση και η σχέση της Μιράντας Ξαφά με το σοσιαλισμό, η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη.
Οι δηλώσεις του Φλαμπουράρη ή τα παραμύθια της Χαλιμάς
Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαλαλεί την έξοδο από την κρίση και την «ανάπτυξη για την οποία θα τρίβουμε τα μάτια μας», απευθύνεται αποκλειστικά στους «εντελώς ηλίθιους» και στους υστερόβουλους. Γιατί όλοι θυμόμαστε τους όρκους για το εμπροσθοβαρές μνημόνιο του 2015 που άπαξ και ψηφιζόταν, μετά ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε «παράλληλο πρόγραμμα» και οι στρατιές των έμμισθων θα παρίσταναν τους κοινωνικά αλληλέγγυους.
Τελικά το μνημόνιο Τσίπρα δεν ήταν εμπροσθοβαρές, αλλά διαρκείας. Και όλοι σήμερα καταλαβαίνουμε ότι παρά τις «προβλέψεις» του Αλέκου Φλαμπουράρη, η επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν απαιτεί διετία ή τριετία, αλλά εικοσαετία ή τριακονταετία. Η ΕΕ και οι δανειστές θα διατηρούν καθηλωμένη την ελληνική οικονομία σε ρυθμούς που απλά θα αιμοδοτούν το χρέος κρατώντας τον αιμοδότη κλινήρη και ημιαναίσθητο.
Με βάση τις υποσχέσεις της κυβέρνησης μέχρι σήμερα, αρχές του 2017, θα είχαν όχι απλά κλείσει θετικά και χωρίς μέτρα οι διαρκείς αξιολογήσεις για την απελευθέρωση των χρηματοδοτικών δόσεων, αλλά θα είχε περίπου καταληχθεί και η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Είμαστε σε τέτοιο σημείο που η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, όχι απλά δεν έχει ξεκινήσει, αλλά δεν είναι καν αποδεκτό το να ξεκινήσει.
Ενώ η κυβέρνηση αποδέχεται και νέες μειώσεις συντάξεων, και μείωση του αφορολόγητου, και ξεπούλημα του ΑΔΜΗΕ κοκ, τα ανταλλάγματα είναι μηδέν εις το πηλίκον. Όχι απλά δέσμευση για το χρέος δεν υπάρχει, αλλά για πολύ απλούστερα πράγματα που θα ήταν δεδομένα προϊόντα της νέας «διαπραγμάτευσης» Τσίπρα: Συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση, εξασφάλιση δηλαδή της πληρωμής των τοκοχρεολυσίων του 2017, και συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τα μεν πρώτα δεν συμφωνήθηκαν από τους δανειστές, το τελευταίο, έτσι κι αλλιώς οι Γερμανοί φαίνεται να το τελειώνουν.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι υποσχέσεις για «τελευταία μέτρα» πριν τον παράδεισο της ανάκαμψης είναι παραμύθια. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να μην το ξέρουν οι εγκέφαλοι του κυβερνώντος κόμματος.
Υπήρχε άλλος δρόμος;
Το μοναδικό διαφορετικό ενδεχόμενο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν όχι βέβαια η ρήξη αλλά η παραίτηση. Η απόσυρση δηλαδή από την κυβέρνηση με πρόωρες εκλογές και δεκάρικους λόγους για αντίσταση στην τρόικα, ιδροκοπώντας να αποδείξουν ότι είναι διαφορετικοί από τη ΝΔ. Αυτή η επιλογή θα ήταν μια πολιτικά ψύχραιμη στάση υπολογίζοντας ότι η τρόικα και ειδικά ο Σόιμπλε, είτε έχει απέναντί του τον Σαμαρά, είτε έχει τον Τσίπρα, είτε έχει τον Μητσοτάκη, απαιτεί ένα και μόνο πράγμα: τυφλή υπακοή.
Επομένως το πολιτικό κόστος θα έφθειρε αναγκαστικά την επόμενη κυβέρνηση (με κορμό τη ΝΔ) με εξίσου γρήγορους ρυθμούς. Αρκούσε να επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κάποια ρητορική της «αντιμνημονιακής αντίστασης» για να κουνήσει καθρεφτάκια στα μάτια των ιθαγενών και να επανακάμψει στο μέλλον εδραιωνόμενος ως ο δεύτερος «προοδευτικός» πόλος του ενιαίου πολιτικού συστήματος. Θα έπρεπε όμως να μείνει εκτός εξουσίας και να μην προσχωρήσει στο σενάριο Βενιζέλου (και στρατηγικό αίτημα της αστικής τάξης) για «οικουμενική κυβέρνηση μετά τις εκλογές, με αρχηγό τον Μητσοτάκη και μέσα τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ».
Φυσικά, ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα είχε κανένα λόγο να βγάλει με τα χεράκια του τα ματάκια του. Όπως δεν συναινεί τώρα ο Μητσοτάκης, έτσι δεν θα συναινέσει και αύριο ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον αν τα κουκιά μιας επόμενης κυβέρνησης βγαίνουν χωρίς τη συνδρομή των γενίτσαρων.
Γιατί όμως δεν επιλέγεται ένα τέτοιο σενάριο; Ένα σενάριο διάσωσης του «αντιστασιακού προφίλ» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα προσωπικά; Αν η αφήγηση της γρήγορης εξόδου στις αγορές είναι παραμύθι, αν οι δυσκολίες είναι όλες μπροστά, γιατί δεν επιλέγεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική παρά η κοντόθωρη απαίτηση παραμονής στην εξουσία και για αύριο «έχει ο Θεός»;
Κάλλιο πέντε και στο χέρι;
Η επιλογή –σε αυτή τη φάση- της παραμονής στην εξουσία, αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη νομή ατομικών και πρόσκαιρων προνομίων εκ μέρους του κομματικού μηχανισμού. «Λίγο ακόμα» να τη βγάλουμε κι φέτος είναι η σκέψη του σιτιζόμενου στρατού της εξουσίας. Και δεν έχει κανένα λόγο να σκεφτεί μακροπρόθεσμα. Η ατομική επαγγελματική (και άρα οικονομική) διάσωση (τα πέντε και στο χέρι) υπερτερεί της πολιτικής (τα δέκα και καρτέρει στο μέλλον).
Το μότο του Φλαμπουράρη λοιπόν δεν αφορά τους «εντελώς ηλίθιους», αν και πιθανά αυτοί υπάρχουν. Αφορά το φύλλο συκής που θα χρησιμοποιούν όλοι όσοι έχουν ατομικό συμφέρον από την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με εφαρμογή όμως μέτρων που διαδοχικά θα χειροτερεύουν την κατάσταση και θα απομακρύνουν περισσότερο την προοπτική ανάκαμψης.
Οι μηχανισμοί των κομμάτων εξουσίας έχουν δείξει άλλωστε κατά το παρελθόν ότι αδυνατούν να απομακρυνθούν από το κουρμπέτι. Απαιτούν παρά και ενάντια στη μακροπρόθεσμη πολιτική τους επιβίωση την εδώ και τώρα σίτισή τους. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Θα υπογράφει τα πάντα για πάντα, με ανατριχιαστική ευκολία. Και οι λόγοι δεν θα αφορούν το ζωτικό ψεύδος ότι τάχα η πολιτική του κάπου διαφέρει από αυτή της ΝΔ ή ότι μετά από λίγα (ακόμα) χρόνια υπομονής, θα ασκηθεί πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης.
Τα κίνητρα της υπογραφής των πάντων για πάντα, είναι εντελώς ποταπά.
Πηγή: antapocrisis.gr