Σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε τη Δευτέρα μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού του συμβουλίου ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν διακήρυξε αναπάντεχα ότι είχε έρθει η ώρα να αποκτήσει η χώρα ένα νέο Σύνταγμα. Προανήγγειλε μάλιστα τη δρομολόγηση μιας συντακτικής διαδικασίας η οποία θα διεξαχθεί ενώπιον της κοινωνίας με τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών ομάδων.
Κατά τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας η ρίζα των προβλημάτων της Τουρκίας βρίσκεται στο ότι ο θεμελιώδης νόμος της χώρας αποτέλεσε “κληροδότημα πραξικοπηματιών”: τέθηκε σε ισχύ το 1982, μετά από δημοψήφισμα, από τη χούντα του Εβρέν, όπως άλλωστε είχε συμβεί και με το προηγούμενο Σύνταγμα του 1961, το οποίο υιοθετήθηκε μετά την ανατροπή και τον απαγχονισμό του Αντνάν Μεντερές.
Η πρόταση για εξαρχής εκπόνηση νέου Συντάγματος, η οποία συνάντησε αμέσως τη θερμή αποδοχή του συμπολιτευόμενου Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, εμφανίστηκε ως κλιμάκωση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες είχε προαναγγείλει ο Ερντογάν τον Νοέμβριο, με το βλέμμα στραμμένο στο 2023, οπότε συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας (και προβλέπεται να διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές).
Είναι αλήθεια ότι η γειτονική χώρα πορεύεται με μία εμβαλωματική συνταγματική τάξη, καθώς στον καταστατικό χάρτη του 1982 έχουν επέλθει αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις, με κυριότερες αυτές που επέτρεψαν την άμεση εκλογή του ίδιου του Ερντογάν στην προεδρία με την λαϊκή ψήφο το 2014 και την περαιτέρω εισαγωγή στοιχείων προεδρικού πολιτεύματος το 2017, με την κατάργηση της θέσης του πρωθυπουργού και την άρση του ασυμβίβαστου της συμμετοχής του αρχηγού του κράτους σε πολιτικό κόμμα.
Στο φόντο, μάλιστα, των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων στη διοίκηση που πραγματοποιούνται μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή της σύγχυσης και επικάλυψης αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην προεδρία και τα υπουργεία, της υποβάθμισης του ελεγκτικού ρόλου του κοινοβουλίου και συνολικά μιας “κατεδάφισης” και αναμόρφωσης του κρατικού μηχανισμού.
Το να αποκαλείται το υφιστάμενο σύστημα προεδρικό δημιουργεί την πεπλανημένη εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι σαν το αμερικανικό πολίτευμα, όταν στην πραγματικότητα ομοιάζει περισσότερο με τα αυταρχικά μετασοβιετικά καθεστώτα της κεντρικής Ασίας. Αν το πεπρωμένο της Τουρκίας είναι όντως η μελλοντική υιοθέτηση αμερικανικού συστήματος, αυτό περνά από την υιοθέτηση checks and balances, που είναι άγνωστο αν σκοπεύει να παραχωρήσει ο Ερντογάν.
Εξ ού και τα κόμματα της αντιπολίτευσης πολλαπλασιάζουν τις μεταξύ τους επαφές, αντιπροτείνοντας την μετάβαση σε ό,τι αποκαλούν σύστημα “οχυρωμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας”.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος συναντήθηκε πρόσφατα με αντιπροσωπεία του νεοσύστατου κόμματος του Αλί Μπαμπατζάν (άλλοτε “τσάρου της οικονομίας” των κυβερνήσεων Ερντογάν) και συμφωνήθηκε να δοθεί έμφαση στα κοινά σημεία των δύο πλευρών και όχι στα όσα χωρίζουν τους κεντροαριστερούς κεμαλιστές από τους φιλελεύθερους ισλαμοδημοκράτες, να μην υιοθετηθεί πολιτική αποκλεισμού απέναντι στο καταδιωκόμενο φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (το τρίτο μεγαλύτερο της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης) και να προταχθεί ο στόχος της αποκατάστασης και αποπολιτικοποίησης του χώρου της δικαιοσύνης.
Παραμένει, πάντως, το ερώτημα τι ωθεί τον Τούρκο πρόεδρο στην ανάληψη συνταγματικών και θεσμικών πρωτοβουλιών στη συγκεκριμένη φάση,
Μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις λόγους. Ο πρώτος αφορά την λογική του “αντιπερισπασμού”: σε ένα τοπίο όπου η οικονομική κρίση διογκώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια και συμπιέζει τα ποσοστά δημοφιλίας των κυβερνώντων η μετάθεση της συζήτησης σε θέματα θεσμών και αξιών έχει για τον Ερντογάν προφανή χρησιμότητα.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την πρόσφατη “φιλοδυτική” στροφή της ρητορικής του και την ανάγκη να ενδυναμώσει τα ερείσματά του στην Ε.Ε., ανακαλύπτοντας εκ νέου την ξεχασμένη ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής.
Ο τρίτος λόγος, πάλι, είναι στενά πολιτικός. Ο Ερντογάν πιστεύει, όχι αβάσιμα, ότι παραμένει κυρίαρχος του παιχνιδιού και είναι σε θέση όχι απλώς να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά και να δίνει τον ρυθμό στον οποίο καλείται να κινηθεί η αντιπολίτευση.
Εν προκειμένω, στο φόντο των διαρκώς εναλλασσόμενων συμμαχιών που τον έχει κρατήσει στο προσκήνιο επί δύο δεκαετίες, προσβλέπει στην απόσπαση του εθνικιστικού Καλού Κόμματος της Μεράλ Άκσενερ από τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης και την στρατολόγησή του στην κυβερνητική πλειοψηφία.