Η πολιτική ζωή της Γερμανίας έχει μετατραπεί σε πεδίο αλλεπάλληλων ανατροπών. Kαι η πιο θεαματική αναμένεται να σημειωθεί σήμερα στο γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο που έμοιαζε το λιγότερο ευεπίφορο σε εκπλήξεις: τη Βαυαρία.
Τη σημασία των κρατιδιακών εκλογών που κάθε λίγο σημαδεύουν το γερμανικό πολιτικό ημερολόγιο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υποβαθμίσει: τουλάχιστον όχι αν θυμάται πως οι κάλπες της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας επηρέασαν το θρίλερ της ελληνικής διάσωσης το 2010, ή πώς πέρσι ο Μάρτιν Σουλτς μεταβλήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες από σωτήρα της Σοσιαλδημοκρατίας σε βέβαιο χαμένο των φθινοπωρινών ομοσπονδιακών εκλογών.
Όμως σε αυτό το τοπίο η Βαυαρία κατέχει πραγματικά ξεχωριστή θέση. Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο κρατίδιο που αντιπροσωπεύει το 16% του γερμανικού πληθυσμού, το 18% του ΑΕΠ και το 20% των εδρών της Χριστιανικής Ένωσης στην Μπούντεσταγκ. Πρόκειται, επίσης, για ένα κρατίδιο όπου εδρεύουν βιομηχανικοί κολοσσοί, όπως η Siemens, και όπου το ποσοστό ανεργίας, το χαμηλότερο πανεθνικά, κυμαίνεται κάτω από το 3%.
Η δυσαρέσκεια περισσεύει
Και όμως: μεταξύ των 10 εκατομμυρίων Βαυαρών ψηφοφόρων η δυσαρέσκεια περισσεύει – και τον “λογαριασμό” καλούνται να εισπράξουν οι Χριστιανοκοινωνιστές, αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών της καγκελαρίου Μέρκελ, που έχουν ταυτιστεί μεταπολεμικά με τη διακυβέρνηση του κρατιδίου.
Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι η CSU κατέχει την εξουσία στη Βαυαρία από το 1958, κατακτώντας αυτοδυναμία σε 12 από τις 13 τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Ωστόσο οι δημοσκοπήσεις προϊδεάζουν για ήττα ιστορικών διαστάσεων: από το 48% των εκλογών του 2013 η CSU καταγράφει ποσοστά πρόθεσης ψήφου γύρω στο 33% με 35% – ήτοι τα χαμηλότερα από το 1954.
Πόλεμος φθοράς
Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα αίτια αυτής της καθίζησης: η Βαυαρία έχει σημαδευτεί έντονα (ως πύλη εισόδου και όχι τόσο ως χώρος εγκατάστασης) από το προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα του 2015 και εξής, το οποίο έπληξε όσο τίποτε άλλο η σχέση της καγκελαρίου με την εκλογική της βάση. Επιπλέον οι εσωκομματικές διαμάχες της CSU, κυριάρχησαν όλο το προηγούμενο διάστημα με τον Χορστ Ζέεχοφερνα παραχωρεί μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα των περσινών ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών την πρωθυπουργία της Βαυαρίας, αλλά όχι και την προεδρία του κόμματος, στον νεότερο ανταγωνιστή του Μάρκους Ζέντερ.
Ο ίδιος μεταπήδησε τον Μάρτιο, με τη συγκρότηση του μεγάλου συνασπισμού, στο Βερολίνο αναλαμβάνοντας το ομοσπονδιακό υπουργείο Εσωτερικών, όπου επιδόθηκε σε διαρκή πόλεμο φθοράς κατά της καγκελαρίου. Χαρακτηριστικές είναι οι κυβερνητικές κρίσεις του Ιουλίου, οπότε με την επιμονή τους της επαναπροώθησης μεταναστών ο Ζέεχοφερ οδήγησε τη Μέρκελ στη σύγκληση έκτακτης Ευρωπαϊκής Συνόδου, αλλά και του Σεπτεμβρίου, οπότε ο υπουργός Εσωτερικών επέμενε να παρέχει κάλυψη στον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, μολονότι αυτός είχε δημοσίως αμφισβητήσει την καγκελάριο ως προς θα διατρέξαντα στις ακροδεξιές κινητοποιήσεις του Κέμνιτς.
Συνταγή αποτυχίας
Η τακτική αυτή απαγορευόταν προφανώς από το άγχος των αυριανών βαρβαρικών εκλογών καθώς για πρώτη φορά στα χρονικά CSU βρέθηκε να πιέζεται εκ δεξιών με την εμφάνιση της ξενοφοβικής “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”.
Με παραπλήσιο τρόπο και ο Ζέντερ επιχείρησε ως πρωθυπουργός τους τελευταίους μήνες να ενισχύσει το συντηρητικό προφίλ της παράταξής του, με την απόφαση λ.χ. ανάρτησης του Εσταυρωμένου σε όλα τα δημόσια κτίρια.
Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για συνταγή αποτυχίας, καθώς ο διαγωνισμός με τη δεξιά στο γήπεδό της αντί για την απομόνωσή της επέφερε τη νομιμοποίηση της ρητορικής της, ενώ ένα μετριοπαθέστερο τμήμα των ψηφοφόρων της CSU απομακρύνθηκε επίσης.
Οι Χριστιανοκοινωνιστές βρέθηκαν να διατηρούν εκείνη την απόσταση από την καγκελάριο Μέρκελ που ούτε τους επέτρεπε να επωφεληθούν από τη δημοτικότητα που αυτή ακόμα διατηρεί, ούτε τους απάλλασσε από την ευθύνη της συμμετοχής στη λήψη αντιδημοφιλών αποφάσεων του μεγάλου συνασπισμού.
Το διαρκές “αντάρτικο” του Ζέεχοφερ κούρασε τους ψηφοφόρους, οι οποίοι ματαίως περιμένουν τοποθετήσεις σε ζητήματα αμεσότερου ενδιαφέροντός τους, όπως η εκτόξευση των ενοικίων, οι παιδικοί σταθμοί ή οι συντάξεις.
Τελευταία προγνωστικά
Το αποτέλεσμα είναι η μεν ΑfD να συγκεντρώνει ποσοστό πρόθεσης ψήφου γύρω στο 11%, οι δε Πράσινοι να εισπράττουν το αντίρροπο ρεύμα αναδεικνυόμενοι σε δεύτερη δύναμη στη Βαυαρία με 18% και σε “ανερχόμενους αστέρες” πανεθνικά.
Την εικόνα συμπληρώνει η συρρίκνωση των Σοσιαλδημοκρατών στο 12%, αλλά και η ενίσχυση του ευρωσκεπτικιστικού και τοπικιστικού κόμματος των Ελεύθερων Ψηφοφόρων στο 10%. (Οι Φιλελεύθεροι βρίσκονται στο όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 5% και το κόμμα της Αριστεράς, όπως πάντα στη Βαυαρία, κάτω από αυτό.)
Συνολικά καταγράφεται μια όλο και μεγαλύτερη απόκλιση πόλης και υπαίθρου, καθώς τα εξωστρεφή αστικά κέντρα, αλλά και οι νεότερες ηλικίες, αντιδρούν στη συντηρητική στροφή.
Ο αντίκτυπος σε πανεθνικό επίπεδο
Σε κάθε περίπτωση (και με δεδομένο ότι η ψήφος προς την AfD συνήθως υποτιμάται δημοσκοπικά) η ακροδεξιά πρόκειται να κάνει την είσοδό της στο 15ο κατά σειρά από τα 16 κρατιδικά κοινοβούλια, σταθεροποιώντας τη θέση της στη γερμανική πολιτική σκηνή, ενώ η CSU ελλείψει αυτοδυναμίας θα αποδυθεί σε αναζήτηση κυβερνητικού εταίρου –που θα μπορούσαν να να είναι κάλλιστα οι Πράσινοι, οι οποίοι ήδη κατέχουν την πρωθυπουργία της γειτονικής Βάδης–Βιρτεμβέργης.
Το σενάριο αυτό θα ήταν για την Άνγκελα Μέρκελ καλοδεχούμενο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο – άλλωστε λίγοι πιστεύουν στη μακροημέρευση του “μεγάλου συνασπισμού”, ιδίως μετά το μήνυμα πανικού που αναμένεται να στείλει η Βαυαρία στους συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες , για τους οποίους ο έμπειρος Βόλφγκανγκ Σόιμπλεδήλωσε ότι “δεν θα χαλάσει ο κόσμος”, αν αποχωρήσουν.
Έπεται και δεύτερο πλήγμα
Η ταπείνωση της CSU (και η συνακόλουθη απομάκρυνση του Ζέεχοφερ) θα δώσουν βραχυπρόθεσμα μιαν ανάσα στην καγκελάριο, η οποία θα μπορέσει να ασχοληθεί με το κυβερνητικό έργο απαλλαγμένοι από εσωτερικές τριβές. Όμως μεσοπρόθεσμα η όλη παράταξη θα έχει τραυματισθεί – και το ενδεχόμενο αποκαθήλωσης της Μέρκελ στο συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών τον Δεκέμβριο θα ενισχυθεί. Άλλωστε σε 15 μέρες ακολουθούν οι εκλογές στο κρατίδιο της Έσσης, όπου η δημοκοπική εικόνα είναι παρόμοια.
Η ηγέτιδα δύναμη της Ευρωζώνης βιώνει μια κατάσταση πολιτικής παράλυσης (και άρα και προϊούσας ακαμψίας και στα ευρωπαϊκά ζητήματα) που δεν μπορεί να περιμένει τις επόμενες εκλογές του 2021 – ίσως ούτε καν τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Μαΐου.
*Πηγή: Capital.gr